Για σπάσετε τριάντα αβγά φτιάξετε ένα σφουγγάτο
γιατί σας φέραμε γαμπρό από το Φουντουλάτο.
Γεννήθηκα το 1946 και μεγάλωσα στον Άγιο Κήρυκο. Η γενιά μου, η μεταπολεμική, είναι η πιο τυχερή. Δεν έχω μνήμες από τον εμφύλιο, παρά μόνο από κάτι καλούς ανθρώπους που ζούσαν στο κάτω πάτωμα. Τότε μέναμε στον Κρατημό και οι εξόριστοι ζούσαν στο ισόγειο.
Τα καλοκαίρια φεύγαμε από τον Άγιο και πηγαίναμε με το καΐκι του Δουρή ή του Ζάνου στο Καραβόσταμο. Ήμουν στην γενιά που ανακάλυψε τις διακοπές, έστω και αν ήταν ένα είδος αγροτουρισμού, με πολλή δουλειά στα κτήματα και στα ζώα, σε σπίτι χωρίς φως και νερό.
Στο Φουντουλάτο υπήρχαν πολλά παιδιά της ηλικίας μου. Όλοι ήμασταν Φουντούληδες αλλά είχαμε τα παρατσούκλια μας: Ατσάτος, Βαρόνος, Βλαστάρης, Καμπαρδάνος, Καρούτσος, Μιαούλης, Ξούτας, Ψαράς ίσως να μου ξεφεύγουν μερικά.
Εκτός από τις υποχρεώσεις, να φέρουμε νερό στο σπίτι, να μεταδέσουμε και να αρμέξουμε τις κατσίκες, να καθαρίσουμε το γυαλί της λάμπας. Είχαμε και πολλά παιχνίδια. Την ημέρα παίζαμε κουκούλια, πλακάκια, μυρμηγκοφωλιές, καίγαμε τις σφηκιές, στήναμε τσούνες για πέρδικες ή ξόβεργες, ψήναμε ψωμί στα φουρνάκια, φουσκώναμε βατράχια, καλαβαρκίζαμε στις γηστέρνες, βόσκαμε δαμάλες, ρουφούσαμε τα μελοκούμπια, τρυγούσαμε καλογέρους ή μαζεύαμε μπασάκια.
Τα βράδια παίζαμε κοπελάκια, τυφλόμυγα, μπιζ, παπούτσι παλιοπάπουτσο, αινίγματα, βάζαμε τις μανάδες να μας τραγουδούν ή να μας λένε ιστορίες από την προσφυγιά, λέγαμε ιστορίες με φαντάσματα, διαβάζαμε κάποιες ιστορίες από αναγνωστικά του μεσοπολέμου. Με το φως της λάμπας κάναμε με τα χέρια μας σκιές στον τοίχο. Εμείς από τον Άγιο το είχαμε προχωρήσει το θέμα, δίναμε παραστάσεις καραγκιόζη. Είχα θητεύσει πίσω από τον μπερντέ του Αβραάμ Αντωνάκου, πλανόδιου καραγκιοζοπαίχτη που ερχόταν στον Άγιο.
Ένα από τα παιχνίδια του καλοκαιριού ήταν και οι «γάμοι». Κάθε καλοκαίρι παντρευόμασταν μεταξύ μας. Αν θυμάμαι καλά μέχρι που να τελειώσουμε το δημοτικό, οι λίγο πιο μεγάλοι είχαν παντρευτεί πολλές φορές και έκαναν τους παπάδες.
Εγώ, ως πρωτευουσιάνος, ήμουν κάπως περιζήτητος γαμπρός. Είχα παντρευτεί σχεδόν με όλες τις γειτονοπούλες. Βέβαια υπήρχε ένας κανόνας: Όπως στους χορούς πρέπει να χορεύεις με όλες τις κοπέλες, έτσι έπρεπε να παντρευτούν όλα τα κορίτσια, ακόμη και εκείνα που δεν ήταν πρώτο μπόι. Έτσι, το Καλοκαίρι κανένα κοριτσάκι δεν έμενε ανύπαντρο.
Ήταν μια τελετή μύησης. Όταν αποφασίζαμε ποιος θα παντρευτεί ποιαν, άρχιζαν οι, αλλαξές, εθελοντικές προετοιμασίες. Πηγαίναμε στον γιαλό και αγοράζαμε σαρδέλες και καραμέλες τσάρλεστον και αστακούς από του Τσικνιά. Μαζεύαμε βαβάτσινα, στο Αξάλειμα, για να κάνουμε γλυκό. Στην κουζίνα πάντα υπήρχαν ελιές κουλουμπιτές, τυρί, μέλι η πετιμέζι, παίρναμε προζύμι και αλεύρι από το σπίτι και φουρνίζαμε φρέσκο ψωμί στα φουρνάκια μας. Ετοιμάζαμε και πήλινα σκεύη, δώρα στο νέο ζευγάρι. Μαζεύαμε και λουλούδια από τις γλάστρες για την ανθοδέσμη της νύφης.
Τα ρούχα δεν έπαιζαν και μεγάλη σημασία. Εγώ όμως φορούσα στον γάμο ένα μεταξωτό πουκάμισο που είχε φτιάξει η μάνα μου από ύφασμα αλεξίπτωτου. Παπούτσια συνήθως δε φορούσαμε. Η νύφη φορούσε μια άσπρη κορδέλα, και σπάνια τα τούλια, τις τσαντίλες, που φτιάχναμε τις καθούρες. Καμιά φορά έφερναν και κάποιο κομμάτι ή και ολόκληρο νυφικό, αυτό όμως ποτέ δεν το φορούσαν. Μάλλον δεν επιτρεπόταν να το φορέσουν πριν τον γάμο στην εκκλησία. Στέφανα έφτιαχνε η νύφη από κληματόβεργες, υπήρχε ένα κλήμα που το έλεγαν αργυρό. Κυκλοφορούσαν επίσης σκουλαρίκια για τρυπημένα αυτιά αλλά και βιδωτά και ένα απολειφάδι κραγιόν!
Οι γάμοι γινόταν στο σπίτι ή σε κάποια αποθήκη του γαμπρού ή σε ένα από τα κρυφά σημεία συνάντησης. Μια φορά θυμάμαι που αποφασίσαμε να κάνουμε τον γάμο στην αυλή της εκκλησίας, αλλά κατάλαβαν τις προθέσεις μας και μας το απαγόρευσαν. Το θέμα γινόταν σοβαρό. Τι έλεγε ο «παπάς» δε θυμάμαι διότι δεν μου άρεσε να παίζω τον παπά, πάντως είχαμε και ένα πολύ παλιό ευαγγέλιο. Προτιμούσα να είμαι γαμπρός, κουμπάρος ή να συνοδεύω τη νύφη. Μετά το μυστήριο, ρίχναμε λίγα σπυριά στάρι, το ρύζι ήταν ακριβό, τρώγαμε τις ελιές και τις σαρδέλες, το ψωμί άντε και κανένα βρεμένο παξιμάδι με σταφύλια και την καθούρα και τα γλυκά. Λέγαμε και μερικά τραγούδια γάμου:
Γαμπρέ μου την πιστόλα σου μην την παρακορδίζεις
γιατί είναι η νύφη μας μικρή και τήνε φοβερίζεις.
Υπήρχαν πολλά περισσότερα δίστιχα στις σημειώσεις της μάνας μου.
Ρίχναμε και μερικές, κούφιες, τουφεκιές στον αέρα με το –από την επανάσταση- όπλο του παππού Μαστρο-Γιώργη Φουντούλη. Ένα chesterfield αμερικάνικο, από αυτά που είχαν οι καουμπόηδες, που δυστυχώς έχει χαθεί.
Όλοι και όλες ξέραμε πώς γίνεται η «δουλειά» διότι μια από τις υποχρεώσεις μας ήταν να πάμε και την κατσίκα στον τράγο, για να «θυμηθεί» ή να της διαλέξουμε τον τράγο, για να «προκόψει», και φυσικά είχαμε δεις πολλές γέννες.
Το θέμα όμως εκεί σταματούσε, σε λίγες ημέρες γινόταν άλλος γάμος.
Δυστυχώς δεν έχω κάποια φωτογραφία από αυτό το παιχνίδι διότι το όλο σκηνικό γινόταν κάπως συνωμοτικά, αλλά δεν θυμάμαι και κάποιον φωτογράφο.
Η φωτογραφία είναι από το Καραβόσταμο, η τάξη της θρυλικής Κοτσάνας που έκανε ό,τι μπορούσε να μάθουν τα παιδιά γράμματα και να μην γίνουν καρβουνιάριδες. Κάποια από αυτά τα παιδιά ίσως και να ήταν «παντρεμένα». Στο παράθυρο διακρίνονται οι τσάσκες για το γάλα.
Μάκης Φουντούλης
makfou@otenet.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μάκη Φουντούλη.