Από το μπαλκόνι μου βλέπω τ' αστέρια. Όταν έφτασα, η μεγάλη άρκτος, φάτσα μπροστά στο παράθυρό μου, όρθια, ένα τεράστιο τσουκάλι που έβραζε ανακούφιση. Είναι μέρες τώρα που άρχισε να γέρνει, να μη βλέπει τους καλαμαράδες, αυτά τα μικρά φωτάκια που γεμίζουν σα στεριά το σκοτεινό ορίζοντα. Πιο λίγα φωτάκια και η στεριά ξεμακραίνει.
Λίλιρο. Μπήκε το καλοκαίρι. Οι πασχαλιές ανασαίνουν με δυσκολία, ο πάσπαρος πυρώνει στη ντάλα του μεσημεριού. Ησυχία. Κάνα μπουμπουμπουμπου μόνο, από μια βάρκα που βγαίνει στ’ ανοιχτά και κόβει σαν πίτα τη θάλασσα σε δυο κομμάτια. Το ‘να για τον έξω άγνωστο και τ’ άλλο για τον μέσα κόσμο, τον Πρώτο. Η απόνερη μνήμη της ρότας, όριο αλλά και σήμα για να εμφανιστούν εκείνα …
Δεν μπορείς να επιστρέψεις κάπου που δεν ανήκεις και τίποτα δεν είναι δικό σου. Γι’ αυτό, ανάμεσα σε σένα και το λιμάνι δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε καν θάλασσα. Σας χωρίζουν μίλια κενού … διαστημικού. Κάθεσαι στο κατάστρωμα και γεμίζεις ετούτο το κενό με σκέψεις κυματόμορφες. Σιγά σιγά, η ρότα στρώνεται με θάλασσα.