Το καφενεδάκι του Στράτου

photo: eleni pap

Μπορεί να έχει το κάθε χωριό της Νικαριάς το καφενεδάκι του για να «καφενεδίζει». Ο Γλαρέδος τον καφενέ του Λιάρη, και πιο παλιά τον ένδοξο εκείνο του Φίλιππα και της Ελένης, και τα άλλα χωριά τον δικό τους. Επειδή από παιδί γνώριζα αυτό το καφενεδάκι, του χωριού μου, το καφενεδάκι του Καντούνη, επίθετο του Στράτου, θ’ ανοίξω έναν διάλογο μαζί σας γι αυτό.

Πρώτα απ’ όλα ένα καφενείο δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται την ίδια στιγμή που είσαι μέσα σ’ αυτό, τουλάχιστον όχι μόνον αυτό. Ένα καφενείο είναι και οι ψυχές όλων όσοι έχουν περάσει από αυτό. Ένα καφενείο είναι επίσης και ο περίγυρός του, τα δέντρα λόγου χάρη που τον περιτριγυρίζουν και η αυλή του. Ο συγκεκριμένος καφενές έχει απ΄έξω, στην αυλή του, ένα τεράστιο –αρσενικό;- κυπαρίσσι που είναι διακοσίων χρόνων και βάλε. Αυτό κι αν έχει δει πρόσωπα και πράγματα.

Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου καφενείου ήταν ο Μήτσος ο Καντούνης, πατέρας του τωρινού. Σκυφτός, όσο τον θυμάμαι, ως τη μέση του, αλλ’ ακούραστος, αυτός και η γυναίκα του η Θεοδώρα, να εξυπηρετούν τον κόσμο και να κουβεντιάζουν μαζί τους όλα τα νέα του χωριού αλλά και του παραέξω κόσμου. Τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις και ο κόσμος επικεντρωνόταν μεταξύ του, εκείνος έφτιαχνε τις εικόνες του, παίρνοντας αφορμή από το ραδιόφωνο.

Το ουζάκι, όταν το πίνεις με ρέγουλα είναι καλό. Όταν υπερβάλεις μπορεί να σε στείλει στον άλλο κόσμο. Ήταν η περίπτωση του Σταύρακα που του έφαγε το συκώτι. Έρχονταν οι άνθρωποι, έπαιρναν το ουζάκι  με το μεζέ τους, -ο μεζές ήταν συνήθως μια σύνθεση από προϊόντα του κήπου του καφετζή, το τυρί, η ελιά, η ντομάτα, δεν ήταν αγοραστά-τον καφέ τους, το γλυκό του κουταλιού, το «υποβρύχιο», και κοιτάζονταν στα μάτια. Αγγίζονταν χαιρετιόνταν, και έλεγαν ιστορίες ή προσπαθούσαν να λύσουν τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Μερικοί έδιναν και έπαιρναν και γνώσεις, όπως ο Λεωνίδας ο Παριανός με τη βαριά φωνή, γείτονας και φίλος του πατέρα. Θυμάμαι από αυτό είχα μάθει τη λέξη «φυλλοπλέω», που την έχω οικειοποιηθεί και χρησιμοποιήσει και στα γραπτά μου. Τώρα που είπαμε για τις λέξεις και τη γνώση γενικότερα, θα θυμηθώ και τη Δέσποινα τη «Λεβεντίνα» ή «Αυστραλέζα», που ζει βέβαια ακόμη, που μου έχει πει κάνα δυο λέξεις κι εκείνη, κάποια στιχάκια παροιμιακά και κάποια ονόματα της πιο παλιάς εποχής, όπως την Κλεοπάτρα Κασσώταινα από το Καραβόσταμο, λαϊκή ποιήτρια. Θυμάμαι ακόμη τον παροιμιακό στίχο της θείας της Αντωνίας, της «Αμερικάνας», «το φεγγάρι όρθιο ξάπλα ο καπετάνιος, το φεγγάρι πλαγιαστό όρθιος ο καπετάνιος». Με τη γλυκιά, αρχοντική και πολύ νεότερη, που έφυγε και νέα, Δεσποινούλα Μαυρίκη, συζητούσαμε λογοτεχνικά θέματα, με τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ να βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεών μας. Καμιά φορά μαζί της η συζήτηση γινόταν στο καφενείο της Ελένης και του Φίλιππα ανάμεσα σε τηγανητές πατάτες, πατάτες ντόπιες που ακόμα μου έρχεται η μυρωδιά κι η νοστιμιά τους, και λεμονάδας καριώτικης.

Δεν μπορείς να μην τα πεις αυτά τα ονόματα, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις πλαστά, γιατί αυτά αναδίδουν από μόνα τους μια ολόκληρη ζωή ευωδιαστή και δροσερή, σαν τα χιλιόχρονα πλατάνια του ρέματος στο Λακέδο ή της πίστας του Χριστού ή τα πλατάνια του Κουζίνου στην Παναγιά.

Ξέρεις, προχτές η Μάρθα μερίμνησε τα του μνημοσύνου των γονιών μου και με τη Μάρθα, την ξανθιά Μαρθούλα, παίζαμε στα παιδικά μας χρόνια σ’ αυτές τις γειτονιές όπου είναι και το καφενείο του Στράτου. Σήμερα ο Στράτος, που, ας το πούμε κι αυτό, τον είχα μαθητή, στα πρώτα χρόνια του διορισμού μου στα σχολεία, που πέρασα κι από την Ικαρία, έχει ανακαινίσει το μαγαζί, έχει δημιουργήσει δεύτερο χώρο στην αυλή, κλειστό, για να ζεσταίνονται οι θαμώνες τον χειμώνα, ως προέκταση του κυρίως μαγαζιού που δεν χωρούσε πια όλο τον κόσμο, και επιπλέον έβαλε και τηλεόραση δορυφορική. Έτσι, οι πελάτες του μαγαζιού χωρίζονται σε ομάδες : είναι οι φανατικοί οπαδοί της πράσινης τσόχας, είναι σε άλλα τραπεζάκια οι τηλεθεατές, είναι οι απλοί συζητητές σε άλλες μεριές και πάει λέγοντας. Αυτοί που βλέπουν τηλεόραση χωρίζονται επίσης σε ομάδες γιατί άλλοι προτιμούν το ποδόσφαιρο, άλλοι ταινίες, άλλοι τα νέα, αλλά τα μοιράζονται αυτά τα θέματα ανάλογο. Για το ποδόσφαιρο, σε μεγάλους αγώνες, δεν κάνουν σκόντο.

Υπάρχουν και ειδικές βραδιές που ο Στράτος φέρνει μουσική και τότε γίνεται το «έλα να δεις». Τα όργανα παίζουν ασταμάτητα, ο κόσμος τα συνοδεύει με το τραγούδι του, μερικοί μάλιστα μερακλώνουν και σηκώνονται να χορέψουν κανένα ζεϊμπέκικο. Αν έχει και γλυκιά βραδιά, τότε στο αίμα μαζί με το ποτό κυλάει κι ο έρωτας κι οι χίλιες γλυκές σκέψεις. Από πάνω από τον καφενέ του Στράτου είναι τα εσπεριδοειδή του σπιτιού της Βασιλείας, τώρα έχει αλλάξει ιδιοκτήτη, που στέλνουν την ευωδιά τους στους «καφενεδίζοντες».

Το φεγγάρι είναι πάντα πιο όμορφο στο νησί από αυτό της πόλης, γιατί δένει με τα γύρω αρώματα και λες και μεθάει κι αυτό και δεν χωρά πια στον μπούστο του, έρχεται και πέφτει επάνω μας σαν παλιός γνώριμος αγαπημένος. Από το κάτω μέρος του καφενείου είναι το δημοτικό σχολείο, παραδίπλα η μεγάλη εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και πιο πέρα το κοιμητήριο του χωριού. Όλα αυτά είναι δεμένα μεταξύ τους. Οι νεκροί μας σίγουρα μετέχουν στα γλέντια των ζωντανών.

Ηρώ Τσαρνά - Κόχυλα
irotsarna@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθες πτήσεις της Ηρώς Κόχυλα – Τσαρνά.

Διαβάστε την παρουσίαση του βιβλίου Sheridan's της Ηρώς Τσαρνά - Κόχυλα, εδώ.