“Ποιος σκότωσε, βρε γκιαούριδες τον αγά;” “Ούλοι εμείς αφέντη... Πασά, δε φοβόμαστε το θάνατο, κάνε μας ό,τι θέλεις, φονιά”. Μέσα σε αυτές τις λέξεις κρύβεται αυτή η σπάνια και μοναδική αίσθηση συλλογικότητας που διακατέχει την ικαριώτικη ψυχή. Αυτό το αίσθημα της συλλογικής ευθύνης, που είναι συνάμα ευχή και κατάρα για την Ικαρία και γενικότερα για την Ελλάδα.
Ο Andrew Nicoll είναι ένας πρώην ξυλοκόπος που έγινε δημοσιογράφος και μετά συγγραφέας. Μετά το «ο καλός δήμαρχος», δε θα μπορούσε να γράψει ένα αδιάφορο μυθιστόρημα και στήνει μια ιστορία γεμάτη χιούμορ και τραγελαφικές καταστάσεις. Η αφήγησή του έχει κανονιοβολισμούς αλλά και εξωφρενικούς διάλογους ή μπορεί οι διάλογοι να είναι σαν κανονιές.
Δύσκολη περίπτωση… επειδή ο Μουρακάμι αποφάσισε ότι ήθελε να γράψει κάτι με περισσότερες σελίδες και από το «Νορβηγικό Δάσος» και από το «Κουρδιστό Πουλί»… επειδή αποφάσισε ότι οι ήρωές του θα είναι λιγότεροι σε αριθμό από κάθε άλλη φορά… και κυρίως… επειδή αποφάσισε ότι το βιβλίο θα έχει δομή: δυτικού τύπου, όχι ιαπωνικού…
«Μα τις γαρίδες του Ωκεανού!» …για τους γατολάγνους σκέτο κόλλημα, πέθανα στα γέλια! Μια ανθρωπογατική ιστορία αγάπης, με ήρωα έναν λαλίστατο γάτο, με ταπεινές καταβολές, με ύφος, στυλ και τρόπο ομιλίας, που καταφέρνει ν’ ανεβεί την κοινωνική γατοσκάλα και να τρυπώσει στην καρδιά της «δεσποσύνης» του και στο βιβλίο της και να γίνει η μούσα της ...ΜΙΑΟ (Μαθήματα Ισχύοντα Αποδεδειγμένα και Οπωσδήποτε)…
Η απώλεια. Όσες ζωές και αν είχαμε, δεν θα συνηθίζαμε ποτέ τον πόνο ή το σοκ που προκαλεί. Εκτός και αν αποκτούσαν πολλές ζωές όσοι αγαπάμε. Εκτός και αν ζουν για πάντα. Στη μνήμη μας, στοιχειώνουν το κάθε μέρα μας ή έστω μάς κάνουν να πέφτουμε μέσα στο κενό που αφήνουν. Ένας νέος άνθρωπος που έχει χάσει πρόσφατα τη γυναίκα του και ζει στην Αθήνα της Κρίσης.