Αγαπητέ Παναή*,
Πέρασαν ήδη 100 χρόνια από την Ικαριακή Επανάσταση και τη συνένωση με τη ‘μητέρα’ Ελλάδα και τόσα έχουν αλλάξει όσα έχουν μείνει και ίδια.
Αρκετά από αυτά που ονειρευόσουν για τον τόπο μας έγιναν. Σχεδόν όλα τα χωριά της Ικαρίας έχουν ηλεκτροδοτηθεί • η «εθνική οδός Ικαρίας» έγινε, και πλέον έχουμε όλων των λογιών τους δρόμους –από ασφαλτόδρομους των 8 μέτρων, μέχρι στενούς, κακοκτράχυλους χωματόδρομους—, και όλων των λογιών τα τροχοφόρα, που στο μεταξύ έβαλαν τα γαϊδούρια στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Δεν εξάγουμε πια σταφίδα και έχουμε ελάχιστα σπαρτά —τόσα που δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να εφαρμόζουμε το σοφό σύστημα της ανά έτος εναλλαγής μεταξύ σπορών και βόσκησης. Έχουμε και λίγες καλλιέργειες –τόσες που δε θα νομιμοποιούσαν την ύπαρξη του αγροτικού κόμματος**. Όμως, όπως και πριν τα 1870, τα κατσίκια βόσκουν «εις τας επιδεικτικάς καλλιεργείας εκτάσεις», και, όπως και τότε, «οι κάτοικοι της Ικαρίας δεν ηδύναντο καν να καυχηθώσιν ότι ήσαν ποιμένες», αλλά «απλώς κύριοι ζώων, προβάτων, αιγών, βόων, άτινα δεν εξεμεταλλεύοντο ως ποιμένες», καθώς, όπως και τότε, δεν παράγουν «ούτε βούτυρον ουδέ τυρόν, αρκούμενοι [...] εις το κρέας..» (1980: 149). Αλλά τα κοπαδίσια και τα οικόσιτα είναι στις μέρες μας πολύ λιγότερα, ενώ τα ‘ρασκά’ είναι πολύ περισσότερα: κατέρρευσε βλέπεις η αγροτική βάση του νησιού και μεσολάβησε ένα μεταναστευτικό ρεύμα, κατά πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των αρχών του αιώνα. Οι δρόμοι που ανοίχτηκαν γκρέμισαν στο πέρασμά τους τις δομές αυτού του συστήματος, τους φράχτες που προστάτευαν τις καλλιέργειες και τα ‘αυλίσματα’ των χωριών από τα ζώα.
Έχουμε και τεχνολογικά εργαλεία που μόνο στη σφαίρα της επιστημονικής σου φαντασίας μπορούσαν να χωρέσουν: αν δημοσίευες σήμερα τη «Πανδίκη» για παράδειγμα, πιθανόν να είχες και μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο. Όμως, τώρα που το σκέφτομαι, οι συζητήσεις και τα άρθα που θα ‘ανέβαζες’ στο ψηφιακό κόσμο δε θα διάφεραν και πολύ από αυτά που αποτύπωσες στο χαρτί. Βλέπεις, πολλές από τις συνθήκες, που στο τέλος της ημέρας οδήγησαν στην απόφαση να γίνει η επανάσταση, είναι παρόμοιες με αυτές που ζούμε στις μέρες μας.
Όπως και στο τέλος του 19ου αιώνα, έτσι στις μέρες μας έχει ξεσπάσει μια μεγάλη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Η Ελλάδα, ακόμα δεν έχει βρει τρόπο «να ζήση (...) και άνευ των δανείων των Ευρωπαίων Σαϋλώκ και να θέση φραγμόν εις την βουλημίαν αυτών», οι οποίοι, όπως και τότε «απαιτούσι παρ’ αυτού (ενν. τον αγρότη, τον εργάτη και τον μικροαστό) τας σάρκας του, την τιμήν του και την ελευθερία του δια να του επιτρέψουν να ζήση» (1928: 3-5). Όπως και τότε, επιβάλλονται μια σειρά από φόρους που προορίζονται για τη μαύρη τρύπα του χρέους, -αρχικά του Οθωμανικού κράτους και έπειτα το Ελληνικού-, και που, όπως και τότε, κάνουν τη ζωή στο νησί αφόρητη. Συχνά, οι στίχοι της ρίβας του Πετράκη μου έρχονται στο νου:
“Πέτρα σκληρή και άγονη με κάτοικους απόρους,
κι’ αυτούς τους τοποθέτησαν εξ’ ίσου εις τους φόρους [...]
Μόνη σου (ενν. την Ικαρία) παραδόθηκες μ’ αγάπη στην Ελλάδα,
Και κείνη σ’ έχει σήμερα σαν μια καλή γελάδα….”
Για άλλη μια φορά, τα δημιουργικά μέλη της Ικαριώτικης κοινωνίας, στρέφουν το βλέμμα τους στις μητροπόλεις της εποχής μας σε αναζήτηση μιας αξιοπρεπούς και ελεύθερης ζωής. Όπως και τότε, οι απανταχού Καριώτες της διασποράς και οι ντόπιοι συμβάλλουν τα μέγιστα στη βελτίωση των όρων ζωής στην Ικαρία. Μετά το Γυμνάσιο Αγίου Κηρύκου, φτιάξαμε το Πανικάριο Νοσοκομείο και πιο πρόσφατα το Γηροκομείο.
Η Ικαρία εξακολουθεί να είναι στο περιθώριο του κρατικού ενδιαφέροντος και ‘μεις εξακολουθούμε να προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό αυτό με το να ‘πολεμούμε’ για το ‘κοινό καλό’. Μπορεί το περιεχόμενο της έννοιας αυτής να μην έμεινε σταθερό στο χρόνο: τότε εννοούσατε τα σχολειά, λίγο αργότερα τους δρόμους και την υδροδότηση των χωριών. Τώρα, εννοούμε τις πολιτιστικές αίθουσες, τα τσιμέντα σε μικρούς δρόμους μέσα στα χωριά και σε πλατείες. Και όταν κάποιο μέλος της τοπικής μας κοινωνίας περνά δύσκολα, εξακολουθούμε να το συντρέχουμε.
Τα άλλοτε αποκαλούμενα ‘μπαλταλίκια’***, για τη προάσπιση των οποίων αφιέρωσες τόσο κόπο και χρήμα πριν την ένωση με την Ελλάδα, μετά το 1912 αναγνωρίστηκαν άλλα ως κοινοτικά και άλλα ως ιδιόκτητα-συνιδιόκτητα (‘επίκοινα’). Όσο ζούσες ακόμη, υπήρχαν διεκδικήσεις των μπαλταλίκιων από το δημόσιο, δημιουργώντας μετέπειτα τη κατηγορία των ΄διακατεχόμενων’ δασών (Κουμπάρου, 2002: 171). Οι βοσκότοποι παρέμειναν κοινοτικοί, και μετά τις τελευταίες διοικητικές μεταρρυθμίσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης (1997 και 2010) ονομάστηκαν ‘δημοτικοί’. Στο μεταξύ όμως, κρατικοί υπάλληλοι, -όπως άλλωστε έκανε τότε και ο καϊμακάκης Λέων εφέντης «ινα φανεί και προς την ανωτέρα διοίκησιν αρεστός εν τη σπουδή του προς απορρόφησιν των τοπικών δικαίων»-, έχουν καταχωρήσει στα τεφτέρια τους τμήματα των κοινοτικών βοσκότοπων ως ‘δημόσια δασικά’, -άσχετα αν είναι πράγματι δασωμένα ή όχι ή αν ήταν ποτέ δημόσια ή όχι.
Στο μεταξύ, το σαράκι της λήθης σβήνει σταδιακά τη μνήμη των ‘επίκοινων’ ή των ‘κοινών’ των χωριών. Για άλλη μια φορά η κεντρική εξουσία μεταλλάσσεται σε όλο και πιο συγκεντρωτική και η τοπική εξουσία σχεδόν καταργείται στη πράξη. Μόνο που τώρα, τα όλο και πιο συγκεντρωτικά μορφώματα της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν λειτουργούν ως θεματοφύλακες της τοπικής εξουσίας και της κοινοτικής περιουσίας, όπως λειτουργήσατε εσείς στις αυγές του 20ου αιώνα. Θυμάσαι; Τότε που προασπιζόμενοι το «προνομιακό καθεστώς» του νησιού έπρεπε να υποστείς, μαζί με άλλους Δημογέροντες, σύγχρονους και προκάτοχούς σου, προπυλακισμούς, διώξεις, φυλακίσεις και ξύλο. Πλέον η τοπική αυτοδιοίκηση λειτουργεί ως διαχειριστής μιας περιουσίας, η κυριότητα της οποίας αμφισβητείται άμεσα και έμμεσα τόσο από το δημόσιο όσο και από ιδιώτες που επωφθαλμιούν μια θέση στον αναδυόμενο ήλιο της ‘πράσινης ανάπτυξης’- άσχετα αν αυτοί οι ιδιώτες είναι φορείς της τοπικής εξουσίας ή όχι.
Όπως στο τέλος του 19ου αιώνα που έζησες μια μετάβαση από τον άνεμο στον ατμό και στο κάρβουνο ως κινητήρια δύναμη, στις μέρες μας ζούμε μια μετάβαση από το κάρβουνο στην παραγωγή ενέργειας από πηγές που βρίσκονται σε αφθονία- όπως τον άνεμο και τον ήλιο. Όπως και οι νέες τεχνολογίες των λιπασμάτων και των γεωργικών μηχανημάτων, που έφερε μαζί της η ‘πράσινη επανάσταση’ με την υπόσχεση της απαλλαγής από τη μεσοπολεμική φτώχεια και εξαθλίωση, έτσι και η ‘πράσινη ενέργεια’ υπόσχεται την αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής- της απότοκης της ‘βιομηχανικής’ και της ‘πράσινης επανάστασης’- και την «έξοδο της χώρας από τη κρίση». Όμως, αυτό που παραλείπουν να μας πουν είναι ότι αυτή η ενέργεια προϋποθέτει τη παραχώρηση των κοινοτικών αγαθών σε ιδιώτες. Δηλαδή, ό,τι επιβίωσε από τη μαρκραίωνη κοινοτική μας παράδοση, επιχειρείται τώρα να εκμηδενιστεί, δημιουργώντας για άλλη μια φορά μιαν «νέα [...] επίθεσις κεκαλυμμένη με το ένδυμα του δημοσίου συμφέροντος» (1980: 190).
Μήπως αγαπητέ Χαράλαμπε συντρέχουν λόγοι κοινοί που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε μια νέα επανάσταση; Το αίτημα της προστασίας των τοπικών δικαίων, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας των ανθρώπων παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ. Μόνο που τότε το αίτημα αυτό εκφράστηκε με όρους έθνους-κράτους: να ανεξαρτητοποιηθούμε από την δυναστική τουρκική διοίκηση και να προσαρτηθούμε στη ‘μητέρα’ Ελλάδα. Όμως, στο μεταξύ, πολλές από τις ιδεολογικές μας αυταπάτες κατέρρευσαν και στις μέρες μας το Ελληνικό κράτος συρρικνώνεται ως αποτέλεσμα των απαιτήσεων των ίδιων βουλημικών Σάϋλωκ. Επομένως, από ποιά καταπιεστική διοίκηση πρέπει ανεξαρτητοποιηθούμε τώρα, και σε ποιο μητρικό κράτος να προσαρτηθούμε; Μήπως αυτή τη φορά πρέπει να μιλήσουμε για μια επανάσταση με όρους περισσότερο προσανατολισμένους στο τοπικό, παρά στο εθνικό, με όρους περισσότερο χειροπιαστούς, παρά ιδεολογικούς;
Ίσως πάλι να μπορούσαμε να διδαχθούμε από την εμπειρία και τα λάθη του παρελθόντος και να αντλήσουμε πρακτικές και μεθόδους για να αντιμετωπίσουμε ό,τι απειλεί σήμερα τα θεμέλια της κοινωνικής μας οργάνωσης. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει, όπως και τότε, μια μοναχική επανάσταση και το ρίσκο μιας ολοκληρωτικής ήττας. Άλλωστε το λέει κι ο ποιητής˙ «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.
Μαρία Μπαρέλη-Γαγλία
υπ.Δρ. Κοινωνιολογίας
gagmaba@yahoo.gr
Σημειώσεις
* Ο Χαράλαμπος Παμφίλης, γυιός του Γεωργίου, εμπόρου της Αιγύπτου, σπούδασε Νομική στην Αθήνα και υπήρξε μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της Ικαριακής Επανάστασης. Από τις αυγές του 20ου αιώνα διετέλεσε Δημογέροντας Φαναρίου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στoν αγώνα για τη διατήρηση του προνομιακού καθεστώτος του νησιού, που από την εποχή της Οθωμανικής κατάκτησης επικυρώνονταν με σειρά φιρμανίων. Σύμφωνα με τον Ι.Τσαρνά (1947), ο Χ.Π. κατέφυγε στην Αίγυπτο το 1908 κατηγορούμενος για συνωμοσία κατά της τουρκικής διοίκησης, όπου εργάστηκε με τους εκεί Ικάριους για τη προετοιμασία της Επανάστασης και επέστρεψε το 1912 για να συμμετάσχει σε αυτήν. Το 1916-1920 διετέλεσε βουλευτής της Ικαρίας στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Εκτός από την πολιτική του σταδιοδρομία, παρουσίασε σημαντικό συγγραφικό έργο. Στα 1915 εξέδωσε σε ιδιόκτητο τυπογραφείο στον Άγιο Κήρυκο την εφημερίδα «Ικαρία», το 1921 έγραψε την «Πολιτεία των Ελαχίστων της Ικαρίας», όπου εκθέτει τις πολιτκές και κοινωνιολογικές του κοσμοθεωρίες, και από το 1927 εξέδωσε το περιοδικό «Πανδίκη», όπου μαζί με τις οικονομολογικές και κοινωνιολογικές του μελέτες, δημοσίευσε πλούσιο λαογραφικό και ιστορικό υλικό για την Ικαρία, που στο μεταξύ είχε συγκεντρώσει, καθώς και ρίβες με το ψευδώνυμο «Παναής».
** Το αγροτικό κόμμα, του οποίου ηγούνταν στο Φανάρι ο Αναγνώστης Παμφίλης, εμφανίστηκε αρχικά ασθενές και προς το τέλος του αιώνα κέρδισε τόσο έδαφος ώστε να πετύχει τον οριστικό περιορισμό του ελεύθερου ποιμνίου και την εξάπλωση των αμπελιών στο νησί. Σχετικά, βλ. Παμφίλης, 1980: 149, 109.
*** Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο ίδιος ο Παμφίλης, ‘μπαλταλίκι’ κατά τη τουρκική νομοθεσία λέγονταν τα δέντρα των δασών, που εγκαταλείφθηκαν από το κράτος (ή από ιδιώτες) υπέρ της ολομελείας των κατοίκων ενός ή πολλών παρακείμενων χωριών, ώστε να ξυλεύονται από αυτά και να τα χρησιμοποιούν για ίδιον όφελος (και όχι για εμπορικούς σκοπούς). Βλ. Παμφίλης, 1980: 187.
Βιβλιογραφία
Κουμπάρου Δ., 2002, Διδακτορική Διατριβή με τίτλο Το Καθεστώς της Κοινοτικής Ιδιοκτησίας: Το Παράδειγμα του Δάσους του Ράντη στο Νησί της Ικαρίας, Μυτιλήνη: Πανεπ.Αιγαίου.
Παμφίλης Χ., επιμ.Αθ.Χ.Παμφίλη-Καρούζου, 1980, Ιστορία της Νήσου Ικαρίας, Από των προϊστορικών χρόνων μέχρι της ενώσεως της νήσου μετά της Ελλάδος (1912), Αθήναι.
Παμφίλης Χ., «Δυο Κόσμοι Παραφρονούντες» στη Πανδίκη, τ.1, Ικαρία, Αύγουστος 1928: 3-5.
Παμφίλης Χ., 1923, Η Πολιτεία των Ελαχίστων της Ικαρίας, Αθήνα: Αγγ.Παμφίλη & Αδελφών.
Τσαρνάς Ι., «Χ.Παμφίλης: Λίγα από τη Ζωή και τη Δράση του» στη Νέα Ικαρία, τ.12, 1947, σ.3
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Μαρίας Μπαρέλη-Γαγλία.