Δράκανο

Ένα πραγματικό παραμύθι για έναν Πολεμιστή του Φωτός

Μετά το κολαστήριο της Μυκόνου, βρίσκομαι επιτέλους στον Ικάριο παράδεισό μου. Έφτασα στο νησί πάνω στην ανατολή· εύχομαι αυτή η εμπειρία να φέρει και τη δικιά μου… Τόσο καιρό μακριά απ’ το Πνεύμα, που με την πρώτη ευκαιρία φτέρωσε αυθόρμητα μόνο του μέσα απ’ το λυχνάρι μου.

Καβάλα πάνω στο δίτροχο, μαύρο άτι μου έκανα μια χαλαρή βόλτα χωρίς να θυμάμαι που ακριβώς φώλιαζε το Δράκανο, παρά μόνο τη κατεύθυνση – βορειοανατολικά. Μια λυτρωτική διαδρομή – η καταπράσινη βουνοσειρά στ’ αριστερά μου, το πέλαγος στα δεξιά. Ο αέρας απ’ τα ανοιχτά να με παίζει στα δάχτυλά του θυμίζοντάς μου πόσο μικρός είμαι.

Παρορμητικά αφημένος, τελικά οδηγήθηκα σωστά με επιβεβαίωσε ένας φαινομενικά συνομήλικος με μένα νεαρός. Έπρεπε τώρα να περάσω απ’ το χωριό Φάρο για να βρω αυτό που έψαχνα... Φάρος… Φως! Θα πέρναγα πρώτα απ’ το Φως (Φάρο) για να φτάσω στο Δράκο (Δράκανο)!

Απ’ την άσφαλτο μπήκα στον Φάρο. Στην πινακίδα για Δράκανο έστριψα αριστερά – συμβολικά, στην Κινέζικη τέχνη-ζωής, Κουνγκ Φου, αριστερά (Δύση) στέκεται ο Δράκος και αντίστοιχα δεξιά (Ανατολή) ο Τίγρης, που πάντα τον αντιμάχεται· δυο αιώνιοι αντίπαλοι. Δεξιά υπήρχε άλλη μια πινακίδα, για τον ιερό ναό του Αγ. Γεωργίου – που σκότωσε τον δράκοντα... Ο Τίγρης που έλεγα.

Ο δρόμος τώρα έγινε τσιμεντένιος και, μετά από μια απόσταση, πέτρα και τελικά, χώμα. Άσφαλτος... Τσιμέντο... Πέτρα... Χώμα... Mια συμβολική διαδρομή πίσω στις ρίζες∙ απ’ την πόλη-κόλαση, πίσω στη φύση-παράδεισο.

Ξαφνικά, μου κλείνει τον δρόμο ένας χοίρος... Ο πιο μεγάλος που έχω δει ποτέ, να τριγυρνάει αδέσποτος. Τρομάξαμε νομίζω εξίσου ο ένας τον άλλον· συνειδητοποιώντας όμως σύντομα την ανέχθρεια μεταξύ μας, καθένας μας τράβηξε ξανά τη πορεία του. Τη τελευταία φορά που πήγα στο Δράκανο, τον δρόμο για εκεί μου τον έφραξε ένας νεαρός, φοβισμένος ταύρος…

Αφού τελείωσε και η διαδρομή στη πέτρα και στο χώμα με τη μηχανή, υπήρχε μετά η διαδρομή πάνω στο στενό, δύσβατο μονοπάτι στη πλαγιά του βουνού με τα πόδια. Βαριά φορτωμένος με έναν υπερβολικό όγκο Αχρήστων της δυτικής μου ταυτότητας, άρχισα τη πεζοπορία.

Μέσα στον πρωινό, Αυγουστιάτικο ήλιο, το μέτωπό μου ψημένο, τα λουριά του σάκου στους ώμους μου να σκίζουν θαρρείς την ήδη ηλιοκαμένη μου σάρκα, συμπράγκαλα στα χέρια, βάδισα αργά κι υπομονετικά τον μικρό μου γολγοθά – απελπιστικά αργά, μα σταθερά.

Πρώτος μετά από πολύ δρόμο ξεπρόβαλε ο πύργος, ό,τι έχει απομείνει, τουλάχιστον, απ’ την αρχαία ακρόπολη του Δράκανου – ένα αρχαίο κουφάρι πια, ένας αραιογκρεμισμένος πέτρινος σωλήνας που κοιτά τον ουρανό. Μέσα απ’ το μονό αυτό κιάλι κοίταξα πάνω, και με τη φαντασία μου πέταξα ανάλαφρος ψηλά...

Συνέχισα το μαρτυρικό μου οδοιπορικό πάνω στο μονοπάτι. Τα χέρια μου απ’ την ταλαιπωρία να τα νιώθω έτοιμα να ξεριζωθούν απ’ τον κορμό μου. Τα πόδια μου ν’ αγωνίζονται να με κρατήσουν όρθιο. Ο ήλιος, η αϋπνία και η κόπωση να μου φέρνουν ναυτία. Μα το πνεύμα μου να λαχταρά να προχωρήσουμε στον προορισμό μας.

Εκεί, επιτέλους, στο τέλος του μονοπατιού στεκόταν ο Αγ. Γεώργιος – ένα μικροκαμωμένο λευκό κτίσμα με φόντο το Ικάριο πέλαγος. Ο ναός στέκεται σαν πύλη θαρρείς πριν εισέλθεις στο Ακρωτήρι του Δράκανου.

Μετά τη σύντομη προσευχή-παράκληση για άδεια εισόδου, διέσχισα την αυλή του ναού και κοίταξα το τοπίο που ανοιγόταν μπροστά μου – η πεδιάδα που αρχίζει απ’ το βουνό, γεμάτη βράχια και άγριους θάμνους, καταλήγει σε αμμόλοφους με κέδρους στον κολπίσκο από κάτω μου. Αγαλλιασμένος κατηφόρισα.

Αναζητώντας σημείο να στήσω τη σκηνή μου, βρήκα το τέλειο – ένα μικρό ξέφωτο στην άμμο κρυμμένο μέσα στους κέδρους. Ξαρματώθηκα, έστησα τον οίκο μου και γδύθηκα – αυτή τη γύμνια την αποζητούσα πρώτη πιότερo απ’ όλα. Αδαμιαίος κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα, τον υγρό αυτό παράδεισο.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μπροστά μου στη παραλία ήταν μια ημίγυμνη κοπέλα... Μια υπενθύμιση της δοκιμασίας που ακόμα περνούσα βασανιστικά με τη Γυναίκα. Περισπάστηκα προς στιγμήν, αλλά το μακροβούτι μέσα στο νερό καταπράυνε το σώμα και τη ψυχή μου.

Μετά το κολύμπι, αναζωογονημένος, έκανα τις ασκήσεις μου. Πάλευα να κρατήσω το εσωτερικό μου βλέμμα στραμμένο σ’ αυτό που έκανα καθώς Ένιωθα το βλέμμα της κοπέλας να με πυρπολεί – έτσι, τουλάχιστον, φανταζόμουνα καθώς καταπολεμούσα τον Πειρασμό. Τελειώνοντας, απομακρύνθηκα απ’ τον γλυκό δαίμονα, χωρίς να κοιτάξω πίσω, και πήγα για εξερεύνηση.

Ακροβατώντας με προσοχή πάνω σε μια σειρά από κοφτερά βράχια, έφτασα στο ακρωτήρι, το πιο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Σαν ραχοκοκαλιά τεράστιου ερπετού, τα αιχμηρά πετρώματα προεκτείνονται σε όλο το μήκος ως το τέλος του βράχου, όπου η ουρά του σαν ξίφος κόβει την ορμή της άγριας, βόρειας θάλασσας – απ’ τα αριστερά του ξίφους, η θάλασσα επιτίθεται σαν φλεγόμενος δράκος· περνώντας όμως απ’ τα δεξιά του, το ξίφος κόβει τη φλόγα της θάλασσας και την μετατρέπει σε γαλήνιο τίγρη. Κοίταξα ασυναίσθητα προς τον λόφο ψηλά και είδα τον Αγ. Γεώργιο, άγρυπνο φρουρό. Με κάλεσε.

Πέρασα απ’ τον οίκο μου να γράψω την προσευχή μου, «Είθε να βρω τον εαυτό μου, δόξα τω Θεώ.» Προχώρησα αργά και σταθερά προς το ναό – τώρα πια, για όσο χρόνο έμελλε να μείνω εδώ, όλα θα ήταν αργά και σταθερά. Για μια στιγμή μόνο έχασα την αυτοσυγκέντρωση μου και κοίταξα για τον γλυκό δαίμονα... Αυτή τη φορά όμως ήταν δυό! Σκυφτός και εσωστρεφής ανηφόρησα.

Στο ναό, γυμνός, μα με όση ταπεινότητα, κατάνυξη κι αγάπη διέθετα, έκανα τρεις φορές τον σταυρό μου, ανέβασα το μάνταλο και μπήκα απ’ τη γαλάζια πόρτα – η είσοδος είναι χαμηλή και σ’ αναγκάζει να σκύψεις για να περάσεις. Μπουσουλώντας σαν προσκυνητής προχώρησα μέσα. Μετά από μια ματιά γύρω μου, από φόβο και σεβασμό κατέβασα το κεφάλι μου και γονάτισα, όπως ήδη από πριν είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου να κάνει. Γονάτισα μέχρι ν’ αγγίξω ταπεινά με το μέτωπο μου το έδαφος.

Προσευχήθηκα κάτι που μόνο η ψυχή μου ακριβώς θυμάται – για συγχώρεση· για δύναμη· για Φως. Σηκώθηκα, φίλησα τον Αϊ-Γιώργη, την Μητέρα και τον Ιησού, και άφησα το σημείωμα με την προσευχή μου στο κουτάκι για δωρεές. Τι άλλο πιο άξιο θα μπορούσα να καταθέσω, παρά μόνο την ευχή μου για αφοσίωση σε Εκείνον μέσω εμού…;

Βγήκα κι έκανα ευλαβικά τον σταυρό μου ξανά τρεις φορές και τέλος, χτύπησα το καμπανάκι μιά. Κάθε μέρα που θ’ ακολουθήσει, μετά από κάθε προσκύνημα, θα το χτυπάω κι από μία παραπάνω. Κατηφόρισα τελετουργικά προς τη θάλασσα για μια καθαρτήρια, συμβολική βουτιά.

Στη παραλία, εκεί ακριβώς που απογύμνωσα τα πόδια μου, βρήκα μια πέτρα με το σχήμα της Ικαρίας. Φύλαξα τη πέτρα και κατευθύνθηκα προς το νερό με αβίαστο και ατάραχο βήμα. Τόσο ατάραχος ήμουν που όσο άρχισα σιγά σιγά να διεισδύω στο νερό, ούτε τον ήλιο ένοιωθα καυτό, ούτε την θάλασσα κρύα – σαν ένα αλληλένδετο συναίσθημα, αλληλοεξουδετερώθηκαν... Περπάτησα μέσα στο νερό πάνω στην άμμο, μέχρι που βυθίστηκα όλος.

Εξαγνισμένος, επέστρεψα στον οίκο μου και έγραψα ως εδώ.

.....

Γράφοντας θαρρείς πως εξατμιζόταν όλο αυτό το συσσωρευμένο δέος της μέχρι τότε εμπειρίας μου – αντιθέτως όμως, δεν έμεινα κενός, άδειασα, αλλά δεν έμεινα κενός μετά από όλα αυτά που μου συνέβαιναν. Ξαλάφρωσα... Αφέθηκα... Απελευθερώθηκα... Απλά  ή μ ο υ ν.

Πέρασα την υπόλοιπη μέρα αναβλύζοντας τρομερή ζωντάνια και ενέργεια. Άυπνος, εξαντλημένος, νηστικός, διψασμένος, κι όμως παρ’ όλα αυτά γεμάτος με διαύγεια και εγρήγορση. Έτρεξα στους λόφους, γυμνάστηκα στην αυλή του ναού, κολύμπησα, μάζεψα ξύλα, διάβασα, έγραψα, διαλογίστηκα... Όλα με την ζέση ενός δαιμόνιου παιδιού. Ήταν μια πραγματικά πνευματική μέρα, πλήρης από ψυχική και σωματική δραστηριότητα.

Έχει ενδιαφέρον πως το πνεύμα μπορεί να κινήσει το σώμα, και αντίστροφα, το σώμα να διεγείρει το πνεύμα... Αυτό είναι ουσιαστικά το να ΖΕΙΣ... Η αλληλοδιέγερση της ύλης και του άυλου, η ενοποίηση τους.

.....

Στην αριστερή πλευρά του κολπίσκου, στην απέναντι απ’ το ναό όχθη, ο φάρος άναψε. Ο ήλιος άφηνε τα τελευταία απομεινάρια του στον ουρανό. Η φωτιά έκαιγε μπροστά μου. Αριστερά και δεξιά μου τα όπλα μου. Εγώ εδώ μόνος, επιτέλους, ν’ αντιμετωπίσω τη νύχτα και τον εαυτό μου. Το σκοτάδι και τον εαυτό μου. Το σκοτάδι μέσα στον εαυτό μου. Τον σκοτεινό εαυτό μου. Ήρθε η ώρα ξανά να αφυπνίσω τον δαίμονα. Να συγκρουστώ μαζί του. Να ενωθώ μαζί του. Να τον κάνω δικό μου. Ή εκείνος εμένα.

Πολεμιστής πολεμάω τόσα χρόνια να γίνω, πολεμιστής απόψε θα τον αντικρίσω. Θα κάνω τη νύχτα δικιά μου. Πρέπει η νύχτα να με φοβηθεί, όχι εγώ εκείνη. Πρέπει να γίνω ένα με τη νύχτα. Να γίνω κι εγώ νύχτα. Να γίνω σκοτάδι. Πρέπει να νικήσω τον φόβο... «Νιώσε τη δύναμη, ολιγόπιστε, μη φοβάσαι.» Πρέπει να αποδείξω στον εαυτό μου και στον ουρανό ότι είμαι άξιος, παρά τα ελαττώματα και τις αδυναμίες μου. Είμαι ικανός. Έχω τη θέληση. Τη δύναμη ψάχνω, την εσωτερική δύναμη να υπερβώ τον εαυτό μου. Να νικήσω τον εαυτό μου. Να γίνω Αλέξανδρος.

Νύχτωσε…

Ο πολεμιστής ανυπομονεί να μπει στη μάχη. Μετά την απόφαση να πολεμήσει, η επόμενη πιο κρίσιμη στιγμή είναι τώρα, πάντα λίγο πριν αρχίσει η μάχη – η αγωνιώδης αναμονή μέχρι τη στιγμή του «Πάμε!»

Ναι, φοβάμαι.

Το καρπούζι χρησίμεψε ως σφαχτό για τη θυσία. Το ξεκοίλιασα σα να’ ταν γουρούνι. Έφαγα απ’ τη κόκκινη του σάρκα.

Ο φόβος είναι μια δύναμη. Μπορείς να τη λυγίσεις ώστε να γίνει δική σου δύναμη. Άραγε μπορεί κανείς να τη δαμάσει απόλυτα; Υπάρχει, ή υπήρξε ποτέ, τέτοιος άνθρωπος; Ήταν (μόνο) άνθρωπος;... Ο φόβος υπήρξε, πιστεύω, η βασική κινητήρια δύναμη πίσω απ’ την εξέλιξη του ανθρώπου. Μια πρωτόγονη δύναμη, που ωθεί τον άνθρωπο να προχωράει μπροστά, να επιδιώκει πάντα να υπερβαίνει τον εαυτό του. Ο φόβος είναι η Πρωταρχική Πηγή. Πρέπει να αγκαλιάσω τον φόβο –να τον αφήσω να με κυριεύσει– να γνωρίσω τον φόβο –να τον αφήσω να με αφυπνίσει– ώστε μετά να αποβληθεί από μέσα μου.

Αφήνω τη φωτιά να σβήσει από μόνη της ώστε να εισχωρήσω ομαλά στο σκοτάδι. Ο φάρος συνεχίζει το αραιό αλλά ένρυθμο άναμμά του. Ο ήλιος έδωσε τη θέση του στ’ αστέρια. Σκοτείνιασε, κι όμως το φως είναι ακόμα παρόν. Το φως τελικά πάντα υπάρχει, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι. Όπως η σκιά την ημέρα.

Ο ναυτικός έχει τ’ αστέρια για οδηγό τη νύχτα. Έτσι πρέπει κι εγώ να βρω το δρόμο μου μεσ’ τη δικιά μου νύχτα, χρησιμοποιώντας όσο φως μπορώ να βρω γύρω μου. Και μέσα μου.

«Ο κοιμισμένος πρέπει να αφυπνιστεί.»

Έβαψα με καρβουνόσταχτη απ’ τη φωτιά το πρόσωπό μου. Στο κάθε μάγουλο από τρεις οριζόντιες γραμμές. Στο μέτωπο σταυρό – μαύρο σταυρό. Με τη φωτιά να τρεμοσβήνει, κατέβασα μια γερή γουλιά ούζο, πήρα τα όπλα μου στα χέρια και έφυγα για την προσωπική μου μάχη.

Βάδισα αβέβαια μέσα στο σκοτεινό μέτωπο. Φοβισμένος, αλλά με θέληση να προχωρήσω. Τόσο άκαμπτος, τόσο σφιγμένος, ένας όγκος με πόδια. Πατούσα τα βότσαλα με τόση αστάθεια που σίγουρα έκανα τη περισσότερη φασαρία στον κολπίσκο, ακόμη κι από τα κυματάκια που έσκαγαν στην ακρογιαλιά ακριβώς πίσω μου. Ένας κινούμενος, ολοφάνερος στόχος για τα πλάσματα του σκοταδιού.

Αλλάζοντας τακτική, βάδισα στη συνέχεια στις μύτες των ποδιών μου χρησιμοποιώντας ως κάλυψη τον ήχο της θάλασσας. Εναρμονίστηκα με τα κύματα – σε κάθε σκάσιμο και βήμα, σε κάθε τράβηγμα, ακίνητος. Συνέχισα με την ίδια μέθοδο ώσπου απομακρύνθηκα απ’ τη θάλασσα και εισχώρησα στους κεδροαμμόλοφους.

Ένας μικρός φτυαροσκάφτης στο αριστερό χέρι, ένα ξύλο σε μήκος ξίφους στο δεξί, ένα προσκοπικό μαχαίρι στη μέση κι ένα φακουδάκι στη τσέπη. Ετοιμοπόλεμος... Ολομόναχος... Δεν υπάρχει διέξοδος. Μόνο η μάχη με όρους τιμής επιτρέπεται. Διαφορετικά, απέτυχα.

Ο ουρανός είναι ξάστερος. Ο αέρας απών. Το τοπίο ύποπτα ήσυχο... Μπαίνω στο πετσί του ρόλου... Γίνομαι πλάσμα της νύχτας. Μ’ αυτόν τον κανόνα πρέπει να παίξω, μόνο έτσι μπορώ να αντιμετωπίσω και εν τέλει να κερδίσω αυτή τη μάχη – μόνο αν γίνω ένα με τη νύχτα.

Αρχίζω ν’ αφουγκράζομαι το καθετί... Σχεδόν ακούω τον ανήσυχο γδούπο της καρδιάς μου. Οσφραίνομαι τη θάλασσα... Την άμμο... Τους κέδρους... Τον ιδρώτα μου... Τα μάτια μου σιγά σιγά συνηθίζουν μέσα στο σκοτάδι. Εξοικειώνομαι με τον χώρο. Είμαι νύχτα.

Κραδαίνοντας πιο σφιχτά τα όπλα μου –τη μόνη μου ασφάλεια– για να πάρω δύναμη, προχωράω. Σιωπηλός, συγκεντρωμένος κι εύκαμπτος σαν αίλουρος. Οι αισθήσεις μου υπερδιεγερμένες, το σώμα μου σ’ εγρήγορση. Ο φόβος εναλλάσσεται μέσα μου, απροειδοποίητα με κοκαλώνει τη μια, απότομα με κινεί την άλλη – δημιουργεί μια εσωτερική ένταση τόσο υψηλή, απ’ τη σύγκρουση αντικρουόμενων συναισθημάτων και δυνάμεων, που νιώθω νάνος και γίγαντας μαζί. Αν επιδείξω ιδιαίτερη ψυχική θέληση, και πίστη κυρίως, και επιβληθώ στον εαυτό μου, δηλαδή στο νου μου, ιδίως την κρίσιμη στιγμή, μπορώ να γίνω γίγαντας. Διαφορετικά, ο φόβος στη στιγμή θα με κάνει νάνο…

Προχώρησα μέσα στη νύχτα αθόρυβα και προσεχτικά – φλογερά άγρυπνος, όχι απλά ζωντανός – αναζητώντας... Δεν έχω εχθρό εκεί έξω. Είναι μόνο μέσα στο νου μου. Και το ξέρω. Εμένα ουσιαστικά αναζητώ μέσα στο σκοτάδι. Η φαντασία όμως δίνει μορφή στο κενό. Αναζητώ αυτό που φοβάμαι μέσα μου. Το άγνωστο. Το σκοτάδι. Τον δαίμονά μου. Εμένα. Σ’ όλες μου τις μορφές.

Κρύβομαι, πετάγομαι αστραπιαία, ή μένω απόλυτα ακίνητος στη θέση μου, κομμάτι της νύχτας. Αφήνω το ένστικτο να με οδηγήσει. Πολεμάω κάτι αόρατο, κάτι που δεν υπάρχει εκεί, κι όμως, μέσα μου έχει σχήμα και ζωή· δεν υπάρχει κι όμως εγώ το βλέπω. Θεϊκά πανίσχυρο κατασκεύασμα ο νους του ανθρώπου…

Ο φάρος, που βρίσκεται στην κορυφή του απόμερου λόφου, φωτίζει σε τακτά διαστήματα σε μερικά σημεία τη περιοχή. Σκαρφίζομαι μια εξέλιξη στη δοκιμασία μου. Όπως το Άγρυπνο Μάτι του δαίμονα Σόρον στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών που σκορπά την ακτίνα του αναζητώντας ακούραστα τους εισβολείς, έτσι ο φάρος και το φως του γίνονται για μένα μια φανταστική απειλή. Αποστολή μου είναι να φτάσω τον ίδιο τον φάρο, μένοντας όμως μακριά απ’ το φως του. Άμα το φως πέσει πάνω μου, ηττήθηκα.

Μελετώντας τον ρυθμό που ανάβει ο φάρος, κινούμαι όταν είναι σβηστός και μένω κρυμμένος όσο είναι αναμμένος. Μέσα απ’ τα βράχια και τους αγκαθωτούς θάμνους, όπλα στα χέρια, προχωράω μέσα στο σκοτάδι ακολουθώντας τον χρονικό κύκλο του φωτός. Χωρίς καθυστερήσεις, πρέπει να κινούμαι όποτε μπορώ και να κρύβομαι όποτε πρέπει. Αν το φως πέσει πάνω μου, οι δαίμονες της νύχτας θα μ’ εντοπίσουν. Αφήνω τη νύχτα να με προστατέψει.

Έχει ενδιαφέρον, όσο παίρνω αυτό το παιχνίδι πιο σοβαρά, πόσο ο χώρος χάνει την τρομακτική του διάσταση μέσα στο νου μου. Όσο συγκεντρώνομαι στην αποστολή μου, τόσο οι δαίμονες της φαντασίας μου εξαφανίζονται. Όσο δρω, αποκτώ δύναμη. Όσο επιτίθομαι, κάμπτω τον φόβο.

Γίνομαι πολεμιστής. Κρατάω το ένα όπλο σε αμυντική θέση, το άλλο σε επιθετική, και τα εναλλάσσω. Προσέχω την περίμετρο ολόγυρά μου. Είμαι συνεχώς σ’ επιφυλακή. Κινούμαι αδιάκοπα προς το στόχο μου. Πετσοκόβω με τα όπλα μου τους ανύπαρκτους εχθρούς μου. Δίνω μ’ αυτό τον μυθοπλαστικό τρόπο τη μάχη μου.

Φτάνοντας στη βάση του λόφου, αν και πιο κοντά στο στόχο μου, είμαι την ίδια στιγμή κι εγώ πιο τρωτός σ’ εκείνον, σε ακτίνα βολής. Η ανάβαση μεγάλη και δύσκολη, με σποραδικά μόνο σημεία για κάλυψη απ’ το φως. Το παιχνίδι φουντώνει...
Ορμάω!
Κρύβομαι, περιμένω, ορμάω!... Ξανά και ξανά. Και όσο πλησιάζω γίνομαι όλο και πιο εύκολος στόχος. Δεν είναι παιχνίδι πια...
Προχωράω!
Πιο γρήγορος τώρα... Αναγκαστικά, πιο απελπισμένα αποφασιστικός. Η νίκη ή η αποτυχία είναι τόσο κοντά...


Αγκομαχώντας ορμάω όλο και πιο ψηλά. Σκύβω για να κρυφτώ όλο και πιο χαμηλά, ακουμπάω πια ολόκληρος στο έδαφος. Πρέπει να πετύχω το σκοπό μου. Πρέπει να τολμήσω. Πρέπει να υπερβώ τον εαυτό μου. Πρέπει κάθε φορά να προσπαθήσω πιο σκληρά απ’ τη προηγούμενη. Κρύβομαι, περιμένω, ορμάω!... Είναι πόλεμος!
Ένας τρελός πάνω στα βράχια...
Ορμάω... Ορμάω... Ορμάω...
Τίγρης εξαγριωμένος...
Είμαι τόσο κοντά...
Φρενιασμένος...
Πλησιάζω...
Έφτασα!

Καρφώνω συμβολικά με το ξύλινο ξίφος μου το σιδερένιο κτήνος πριν προλάβει να μου ανάψει το φως του. Για να το αποτελειώσω, σκαρφαλώνω στη ράχη του. Είναι περίπου πέντε μέτρα ως τη κορυφή. Με αγωνία ανεβάζω ένα ένα κάθε πόδι. Ο αέρας μανιασμένος απλώνει τα ψυχρά πλοκάμια του να με ρίξει κάτω. Αν πέσω θα τσακιστώ στα βράχια.

Ανεβαίνω αργά μα σταθερά και γαντζώνομαι όπως μπορώ πάνω στο κτήνος. Για το μοιραίο χτύπημα πρέπει να καρφώσω με το μαχαίρι, με το δεξί μου χέρι, το φωτοδούχο μάτι αυτού του Κύκλωπα. Προσεκτικός σε κάθε μου κίνηση, διαφορετικά κυριολεκτικά θα σκοτωθώ. Βγάζω το μαχαίρι και καρφώνω το μάτι τρεις φορές. Έπειτα παίρνω τον φακό απ’ τη τσέπη και τον αναβοσβήνω τρεις φορές προς τον Αϊ-Γιώργη.

Νίκησα!

Τώρα μένει η οδύσσεια της επιστροφής.

Αρχίζοντας πρώτα με το κατέβασμα απ’ τον Κύκλωπα...

Ο παιχνιδοπόλεμος συνεχίζεται. Ως κατακτητής του φάρου, Πολεμιστής του Φωτός, μπορώ να κατέβω τον λόφο με το φως του να με προστατεύει απ’ τις δυνάμεις της νύχτας. Τώρα πια θα οδηγούμαι απ’ το φως για να φτάσω στη βάση του λόφου, και μετά απέναντι στο ναό, στην άλλη πλευρά, για την ολοκλήρωση της αποστολής μου. Πρέπει όμως τώρα να διανύσω τη διπλάσια με πριν απόσταση ως τον Αγ. Γεώργιο.

Το φεγγάρι ανατέλλει στο βάθος, πάνω απ’ το ξίφος του Δράκανου.

Με το φως του φάρου στη πλάτη μου κατεβαίνω. Χωρίς αυτό, δεν βλέπω μπροστά μου και την ίδια στιγμή, τώρα που βγήκα στο Φως και δεν ανήκω πια στο Σκοτάδι, ακτινοβολείται η παρουσία μου στα πλάσματα της νύχτας. Τώρα πια, μόνο αυτό το στιγμιαίο φως που πέφτει πάνω μου με κάνει αόρατο σ’ αυτά. Τώρα αρχίζει το δύσκολο μέρος της δοκιμασίας… Τώρα που διάλεξα με την αξία μου στρατόπεδο, τολμώντας μέσα στην περιοχή του εχθρού να εξοντώσω τον αφέντη του.

Η κατάβαση αποδεικνύεται οδυνηρή. Ακολουθώ τους κανόνες της αυτοσχέδιας μυθοπεριπέτειάς μου. Το φως με προστατεύει, δίνοντας μου όμως ελάχιστο μόνο χρόνο να βλέπω που πηγαίνω. Στο σκοτάδι, με βλέπει η νύχτα. Δεν έχω χρόνο για καθυστερήσεις. Κινούμαι όποτε μπορώ, όσο προφταίνω να δω με το φως. Τα μάτια μου έχουν ξεσυνηθίσει το σκοτάδι...

Πηδάω πάνω στα βράχια, συχνά παραπατάω ή σκοντάφτω μα αγωνίζομαι να μένω όρθιος. Άλλοτε περνάω ξυστά και άλλοτε βυθίζομαι στους αγκαθωτούς θάμνους... Βιάζομαι... Όσο απομακρύνομαι απ’ το φως όλο και πιο αμυδρά βλέπω που πηγαίνω. Τελικά χάνομαι. Πριν, είχα έναν φανερό στόχο· ο Αγ. Γεώργιος, τώρα, είναι βυθισμένος στο θεοσκόταδο. Η Σκοτεινή Δύναμη, στήνοντας τη παγίδα της, κάνει φανερή την παρουσία της. Το φως του Θεού πρέπει να το αναζητήσεις στο σκοτάδι.

Η καρδιά μου βαράει βαριά. Το κορμί μου καίει απ’ την ένταση. Νιώθω σαν να τεμαχίζονται παντού τα πόδια μου καθώς γδέρνομαι διασχίζοντας τους άγριους θάμνους. Ιδρώνω ακατάσχετα καθώς χοροπηδάω σαν αγρίμι. Ο φόβος με κάνει να παραπαίω αδιάκοπα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Το καλό είναι ότι κινούμαι ακατάπαυστα, ίσα ίσα προλαβαίνω ν’ αντιδράω, πόσο μάλλον να παγιδευτώ σε σκοτεινές σκευωρίες της φαντασίας μου…

Φτάνω κάτω. Μου μένουν τώρα ένα ακόμη ύψωμα, η περιοχή με τους κεδροαμμόλοφους και η ανάβαση ως το ναό.

Ορμάω! Είμαι Πολεμιστής του Φωτός. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή πίσω. Πρέπει να περάσω απ’ τα ίδια σημεία που πέρασα πριν, όσο ανήκα στη Νύχτα, για να τα εξαγνίσω με το Φως μου. Πρέπει να ξορκίσω κάθε ίχνος του σκοτεινού εαυτού μου.

Ο φόβος σε αγριεύει όταν σε φτάνει στα όρια σου. Είναι όπλο ο φόβος· αρκεί να μάθεις πως να τον χειρίζεσαι. Είναι άγριο άλογο· πρέπει να έχεις πίστη για να τολμήσεις να τον δαμάσεις. Αλλά πιστεύω, όσο παραμένουμε άνθρωποι, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να τον καθυποτάξουμε απόλυτα. Τον φόβο τον έχουμε μέσα μας. Χωρίς αυτόν, δεν θα προβληματιζόμασταν, δεν θα σκεφτόμασταν, δεν θα αποτολμούσαμε, δεν θα μαθαίναμε, δεν θα είχαμε ιερό και όσιο, δεν θα εξελισσόμασταν, δεν θα υπήρχε τάξη… Ο φόβος είναι πυρσός. Ο φόβος είναι δάσκαλος. Ο φόβος είναι θεός.

Συνεχίζω την πορεία στο πεδίο της μάχης. Όσο κι αν ο φόβος κάνει τις ύπουλες εμφανίσεις του, είμαι αποφασισμένος να μην υποκύψω σε κανένα τέχνασμα και να συνεχίσω ακάθεκτος-πολεμιστής. Τώρα έχει και η δικιά μου παρουσία υπολογίσιμη υπόσταση, προκαλώ τώρα κι εγώ φόβο στους εχθρούς μου. Είμαι οπλισμένος, και σε τέλεια πολεμική κατάσταση – φουντωμένη εσωτερική ένταση, απόλυτη σωματική εγρήγορση. Φόβος και τόλμη είναι ένα· Δράκος και Τίγρης μια γροθιά. Είμαι Αλέξανδρος μαινόμενος! Δεν με νοιάζει τίποτα! Ό,τι θε νά ‘ρθει, θε να ‘ρθεί!
Μάχομαι!
Ο εχθρός σκόρπισε, κρύβεται, καιροφυλαχτεί... Είμαι στον τόπο του όμως ακόμα, πρέπει να παραμείνω σ’ επιφυλακή...

Αρχίζω την τελική ανάβαση προς το ναό του Αγ. Γεωργίου. Πορεύομαι δυναμικά. Εγώ έχω την αποφασιστικότητα του νικητή· οι εχθροί μου, την απελπισία του ηττημένου. Παραμένουμε οπότε κι οι δυο ακόμη θανάσιμοι ο ένας για τον άλλον. Τώρα όμως δεν με νοιάζει να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής απ’ τον κατακτημένο εχθρό μου, να νιώσει κι εκείνος τον φόβο να τον κοιτάζει στα μάτια! Οι ρόλοι αντιστράφηκαν.

Ακόμη όμως δεν είμαι απόλυτος κατακτητής. Μου λείπει αυτοπεποίθηση, και αυτή την κρίσιμη στιγμή δεν πρέπει να λυγίσω· έστω, να μην το δείξω σ’ αυτούς... Πρέπει η θέληση μου να με ενδυναμώσει, πρέπει να βρω τη δύναμη, πρέπει να βρω τη πίστη... Πρέπει να γίνω πίστη!

Φτάνω στο ναό. Τρεις φορές κάνω τον σταυρό μου· μπαίνω. Αφήνω την πόρτα πίσω μου ανοιχτή – έχει σημασία – πρέπει και η νύχτα να είναι παρούσα εδώ μέσα, στα νώτα μου, στο πιο ευάλωτο μου σημείο. Ο ναός μέσα είναι απόλυτα σκοτεινός, ένα μαύρο κενό που με τυλίγει...

Γονατίζω· τοποθετώ χάμο τα όπλα μου και μετά ακουμπάω το μέτωπο και τις παλάμες μου στο κρύο πάτωμα. Κλείνω τα μάτια μου. Τώρα, για πρώτη φορά απ’ την αρχή αυτού του άθλου ξαποσταίνω, ελάχιστα όμως μόνο... γιατί ξαφνικά το ηφαίστειο που σιγόβραζε μέσα μου εκρήγνυται!... Φόβος, Χάος, Χώρος, Χρόνος, Πόνος, Κόπος, Σκότος, Θεός ξεχύνονται έξω... Το λαρύγγι μου έχει στεγνώσει. Το κορμί μου αχνίζει θαρρώ. Εκεί διπλωμένος στο πάτωμα καθώς είμαι νιώθω ρυάκια ιδρώτα, με άμμο, να τρέχουν σ’ όλο μου το κορμί. Η καυτή αυτή λάβα ρέει απ’ το μέτωπο στα μάτια μου και με κάνει να δακρύσω... Βαριανασαίνω... Ξεθυμαίνω... Παραλογίζομαι...

Η πόρτα πίσω μου είναι ανοιχτή... Την έχω πλάτη, μα το εσωτερικό μου μάτι όμως την βλέπει ξεκάθαρα. Κάθε λογής σκιερή μορφή του Δυτικού πολιτισμού, κι απ’ τα βάθη των εφιαλτών μου, προελαύνει απ’ έξω ή απλώνεται νοσηρά στο κατώφλι. Αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της δοκιμασίας. Ο απόλυτα σκοτεινός ιερός ναός... Τα πλάσματα του νου μου που καραδοκούν... Ατέλειωτες τρομακτικές εικόνες, ασυνάρτητες σκέψεις και ιδέες κατακλύζουν το μυαλό μου. Η παράνοια έχει περάσει το κατώφλι της λογικής μου. Η πόρτα πίσω μου ανοιχτή... Μια εσωτερική μάχη την οποία εξωτερικεύω και σχεδόν υλοποιώ με το νου μου. Είναι η δοκιμασία της πίστης μου.

«Νιώσε τη δύναμη, ολιγόπιστε, μη φοβάσαι.» Επαναλαμβάνω τον ψαλμό πολλές φορές. Είναι ο δικός μου προσωπικός ύμνος – λάφυρο μιας προηγούμενης Μάχης. Μου δίνει δύναμη, μου θυμίζει τι δεν πρέπει να είμαι, και τι πρέπει να κάνω. Είμαι ένας εσωτερικός πόλεμος. Ψέλνω και προσπαθώ να τιθασευτώ, ξανά και ξανά. Γονατιστός. Μάτια κλειστά. Η πόρτα πίσω μου ανοιχτή... Νιώθω εκτεθειμένος... Είμαι εκτεθειμένος...! Ανυπεράσπιστος... Αδύναμος... Ή δείχνω πίστη μέσα στον Οίκο του Θεού, ή αποτυγχάνω σε όλα τα επίπεδα της δοκιμασίας μου.

Ακούω πίσω μου θορύβους της νύχτας... Ένα ρίγος με διαπερνάει. Ανοίγω τα μάτια, ανασηκώνομαι και γυρίζω να κοιτάξω πίσω μου. Είμαι τρομοκρατημένος. Λιώνω στον ιδρώτα. Πανικοβάλλομαι... Πάλλομαι... Παραληρώ... Παραλύω... Χάνομαι... Ο φόβος με κυβερνά.

«Νιώσε τη δύναμη, ολιγόπιστε, μη φοβάσαι...» Ηρεμώ μ’ αυτό τον εαυτό μου. «Νιώσε τη δύναμη, ολιγόπιστε...» Ηρεμώ την αναπνοή μου. «Νιώσε τη δύναμη...» Ηρεμώ τη σκέψη μου. Ξεφυσάω. Γυρίζω μπροστά. Κλείνω τα μάτια. Διπλώνω στο πάτωμα. Επαναλαμβάνω τον ψαλμό μου. Ηρεμώ. Τα μάτια μου τσούζουν. Είμαι πτώμα. Εκκενώνομαι... Συνέρχομαι μια απειροστιγμή αργότερα πιο ήρεμος. Γαληνεύω...

Σώθηκα.

Ανασηκώνομαι και εξομολογούμαι στον Θεό. Σηκώνομαι στα πόδια και κάνω τον σταυρό μου κοιτάζοντας το Φως στο σκοτάδι. Μουδιασμένος, αποχωρώ απ’ το ιερό αυτό άσυλο. Κάνω τρεις φορές τον σταυρό μου και, με όση δύναμη μου απέμεινε, χτυπάω το καμπανάκι, το οποίο ηχεί σαν μια διαπεραστική βροντή τραντάζοντας τα σωθικά μου και μετά σκορπίζει γοερά στον γύρω τόπο.

Δεν κρύβομαι πια. Όλοι τώρα ξέρουν που βρίσκομαι. Όλοι ξέρουν ποιος είμαι. Ξέρουν πια με Ποιόν είμαι. Σύμμαχοι και εχθροί.

Δεν υπάρχει λόγος να φοβάμαι. Είμαι πέρα απ’ τον φόβο. Παραμένω άνθρωπος όμως, και ο δαίμονας πάντα (θα) παραμονεύει. Δεν με νοιάζει, δεν του αντιστέκομαι, τον αφήνω να με διαπεράσει και να φύγει μόνος του. Η πίστη εξουδετερώνει τον φόβο· ο ένθεος ζήλος που διακατέχει τον πολεμιστή και τον μεταμορφώνει σε υπεράνθρωπο καθώς ορμάει στη μάχη. Όταν ενώνονται το συνειδητό και το υποσυνείδητο. Η λογική με την φαντασία. Η ψυχή με το παρόν. Όταν η θεοφώτιση κάνει ορατό το Όλον.

Ξαπλωμένος πάνω σ’ έναν βράχο στη μέση της παραλίας, του άλλοτε πεδίου μάχης, αγναντεύω με δέος το νυχτερινό ουρανό, τ’ αστέρια και το διάστημα, αυτή την ιερή συνύπαρξη... ΦωΣκοτάδι.

Είμαι κι εγώ Αυτό.

Ζαφείρης Χαϊτίδης
zafhaitidis@yahoo.gr

2005. 1η δημοσίευση: ikariamag.gr, Ιούλιος 2014

Διαβάστε: Ο Ζαφείρης Χαϊτίδης στο ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.

ikariastore banner