Μια φορά και ένα καιρό οι κάτοικοι μιας γκρίζας και μονότονης κωμόπολης που δεν έχει σημασία πώς τη έλεγαν και πού ήταν, είχαν συνηθίσει να πλήττουν, τόσο πολύ που ούτε το καταλάβαιναν πια. Ξυπνούσαν χαράματα, έριχναν το πρωινό τους καύσιμο στις κούπες τους, μασουλούσαν λίγη τροφή και βάδιζαν ράθυμα για τις δουλειές τους. Επαναλάμβαναν το καθημερινό τους πρόγραμμα, αντάλλασσαν ψεύτικες φιλοφρονήσεις, εκτελούσαν τα καθήκοντα τους και αργά το μεσημέρι επέστρεφαν και πάλι στις εστίες τους. Μάζευαν τα παιδάκια τους από το σχολείο, τα τάιζαν, τα έβαζαν να διαβάσουν γρήγορα γρήγορα , επέστρεφαν τα απογεύματα στην εργασία τους και σα νύχτωνε κλείνονταν και πάλι στα καβούκια τους. Και έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές και τα χρόνια σε αυτή τη γκρίζα κωμόπολη που δεν έχει σημασία πώς τη έλεγαν και πού ήταν, αφού το καθήκον είχε γίνει συνήθεια και η συνήθεια καθήκον για τους σκυθρωπούς κατοίκους της.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό μια ξαφνική μπόρα έλουσε την κωμόπολη, χωρίς όμως να μπορεί να την ξεπλύνει από τη μουτζούρα της. Σαν κόπασε, καβάλα στο ουράνιο τόξο σωστή γέφυρα, που σχηματίστηκε πάνω από τους άδειους από ζωή λόφους που την περικύκλωναν, έφτασαν στην πόλη τα παιδιά των χρωμάτων. Ταξίδευαν αιώνες τώρα μοιράζοντας το φως και τα χρώματα από χέρι σε χέρι παιδιού. Καθώς τα παιδιά της κωμόπολης βάδιζαν για το σχολείο, η βροχή σταματούσε και σαν έβγαζαν τις κουκούλες τους, ένα από αυτά, ο μικρός Αλέξης από το νηπιαγωγείο, έμεινε σαστισμένο να κοιτά ψηλά. «Να μια παιδική χαρά, με πολλά χρώματα έρχεται από το λόφο». Άρματα πλουμιστά πετούσαν πάνω από την κωμόπολη και μουσικές άρχισαν να χαϊδεύουν τα αυτιά τους από κάτι σύννεφα σαν μουσικά κουτιά, ουράνια ηχεία. Μονάχα αυτά το πρόσεξαν. Οι ενήλικες αφοσιωμένοι στις δουλειές τους, κλεισμένοι στα γραφεία τους είχαν γυρισμένη την πλάτη προς τον βροχερό ουρανό.
«Πάμε προς τα εκεί» άρχισε να φωνάζει ο μικρός Βλάσης, που είχε καθίσει καταμεσής του δρόμου. «Πάρε με και εμένα μαζί σου, που δεν ξέρω το δρόμο για τους λόφους» του ζήτησε η Αννούλα. «Μα τι είναι τούτο και αν πάμε κοντά πώς θα παίξουμε;» απόρησε ο Κωστάκης. «Ας μην αργούμε, αν το αφήσουμε μόνο του μπορεί να βαρεθεί και αυτό και να σβήσει» είπε γεμάτη αγωνία η Κατερίνα. «Ναι αν δεν του μιλήσουμε μπορεί να προσπεράσει να πάει στην επόμενη κωμόπολη και να μη ξαναγυρίσει» αποκρίθηκε και η Γιωργία. Η Αννούλα χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξε από το χέρι τον λιλιπούτειο Αλέξη και έτρεξαν πρώτοι, γεμάτοι προσμονή και ελπίδα προς το λόφο. «Πω πω τι έκπληξη! Και αν είναι ζωντανό;» απόρησε η Βαγγελίτσα ακολουθώντας τους ξοπίσω και μαζί της τα πιο πολλά παιδιά και όσο ανηφόριζαν πετούσαν από πάνω τους τις σχολικές τους τσάντες που τα βάραιναν και τα κούραζαν καθώς έφταναν ψηλά που άρχιζε ο πολύχρωμος διάδρομος του ουράνιου τόξου. Μα κάποια παιδιά έμειναν πίσω φοβισμένα και αγκιστρωμένα, «έϊ πού πάτε θα χαθείτε, η δασκάλα θα σας ψάχνει και οι γονείς θα στενοχωρηθούν» ψέλλισε ένα από αυτά. Μάταια, η παρέα σαν να κάλπαζε, είχε ήδη φύγει μακριά, και αυτά είχαν μείνει να τα κοιτούν σαν βαλσαμωμένα, αδύναμα να παρακούσουν στις νουθεσίες των γονιών τους να μην κάνουν τρέλες γιατί θα το μετανιώσουν και μπορεί να πληγωθούν. Δεν τους έμενε παρά να συνεχίσουν το δρόμο τους προς το σχολείο για να πουν το φοβερό νέο στη δασκάλα τους.
«Πάμε να κάνουμε τσουλήθρα στο φως» σκέφτηκε φωναχτά ο λιλιπούτειος Αλέξης, «αλλά να βγάλουμε τα παπούτσια μας για να μη χαλάσουμε τα χρώματα» πρόσθεσε η Κατερίνα, «εγώ θέλω στο μπλε» είπε ο Κωστάκης, «και εγώ στο πράσινο» πρόσθεσε η Αννούλα χωρίς να μπορούν να φανταστούν τι μεγάλη έκπληξη τα περίμενε. Είχε φτάσει πια μεσημέρι και τα παιδιά δεν επέστρεφαν στο σπίτι. Το ουράνιο τόξο ετοιμαζόταν να συνεχίσει το ταξίδι του για την επόμενη γκρίζα και μονότονη κωμόπολη που δεν έχει σημασία πώς τη έλεγαν και πού ήταν, ύστερα από αυτή τη σύντομη στάση του για να ξεκουραστεί. Ανάστατη η κωμόπολη από τις μαρτυρίες των λιγοστών μαθητών που είχαν μείνει πίσω, ξεσηκώθηκε και βάλθηκε να τα ψάχνει. Στο σχολείο η δασκάλα είχε απομείνει μόνη της στο κέντρο της αυλής κλαίγοντας από χαρά για το θάρρος των μικρών μαθητών της. Αλαλαγμός μέγας και τρανός ακούστηκε και ένα λεφούσι από γονείς πλημμύρισε το προαύλιο ουρλιάζοντας και κλαίγοντας.
«Μάθαμε πως τα παιδιά το έσκασαν πέρα στους λόφους και εσύ στέκεσαι εδώ μαρμαρωμένη», «γιατί δε μας ειδοποίησες;» διαμαρτυρήθηκαν κάπως απειλητικά οι πρώτοι γονείς. «Πάψτε, τα παιδιά σας θα γυρίσουν, αρκεί να καταφέρετε πρώτα να δείτε τι υπάρχει πάνω από την κωμόπολη γιατί μπορεί και να μη ξαναφανεί από τα μέρη μας». Πάσχιζαν, αλλά η γκρίζα ψυχή τους δεν τους άφηνε να δουν τίποτα, μονάχα οι αντίλαλοι από τα γέλια και τις φωνές των παιδιών ακούγονταν από τους λόφους.
Άρχιζε να σκοτεινιάζει και το ουράνιο τόξο τρεμόπαιζε σαν να αναβόσβηνε, βάζοντας μπρος τις μηχανές του για να συνεχίσει το ταξίδι του. «Μη φεύγεις, μείνε λίγο ακόμη μαζί μας, ποτέ δεν είχαμε τόσο καλή παρέα σε αυτή την γκρίζα πόλη» του είπε η μικρή Γιωργία, και σαν έκανε να το αγκαλιάσει πριν τον αποχωρισμό, ήταν τόση η αγάπη της γι αυτό, που άρχιζε να παίρνει χρώμα. Κοίταξε τα χέρια της και έσταζαν κόκκινη μπογιά και ανασήκωσε το πόδι της και είχε αφήσει από κάτω μία κόκκινη ολάνθιστη τουλίπα και σαν σκέφτηκε να γέμιζε ο λόφος, έγινε με μιας και κοίταξε ψηλά και πολύβουα σμήνη με κόκκινα πουλιά σκέπαζαν τον ουρανό και γύρισε να κοιτάξει τα υπόλοιπα παιδιά και είχαν καλυφθεί από ένα σύννεφο κόκκινες πεταλούδες και γύρισε να δει το σώμα της και έβγαιναν από τη καρδούλα της κόκκινες μουσικές νότες.
«Ωωωωω, αυτό είναι το μαγικό ουράνιο τόξο που η δασκάλα μας έλεγε ότι υπάρχει μόνο στα παραμύθια» τσίριξε η Κατερίνα και όλα τα παιδιά έτρεξαν να το αγκαλιάσουν για να το ευχαριστήσουν, πλημμυρισμένα από χαρά. Ο λιλιπούτειος Αλέξης έγινε το μοβ, η Αννούλα το κίτρινο, ο Κωστάκης το μπλε, η Κατερίνα το λουλακί , ο Βλάσης το πορτοκαλί και η Βαγγελίτσα το βιολετί και με ατέλειωτο μαγικό χρώμα, πλημμύρισαν το λόφο με λουλούδια και τριγύρω τους χιλιάδες μέλισσες βούιζαν ευτυχισμένες ρουφώντας το νέκταρ από τα δημιουργήματα της φαντασίας των παιδικών χρωμάτων. Κατρακύλησαν στο λόφο σαν χρωματιστό ποτάμι, σωστή χιονοστιβάδα που αναμειγνυόταν και ξεδίπλωνε ένα σκηνικό παραδεισένιο, γιομάτο από πρωτοφανέρωτες υπάρξεις κάθε απόχρωσης. Ανυπομονούσαν να πουν το νέο στη δασκάλα, να της πουν ότι συνάντησαν το μαγικό ουράνιο τόξο και πως υπάρχει στα αλήθεια.
Και όσο τρέχανε τα παιδιά για να προλάβουν να φέρουν τα χρώματα στην κωμόπολη μην τυχόν και τους στερέψουν, ό,τι πιο όμορφο σκεφτόντουσαν στο πέρασμα τους, από τη λαχτάρα τους να μη τελειώσει ποτέ αυτό το παιχνίδι, ζωντάνευε ντυμένο στα χρώματα που πιτσιλούσαν το τόπο ολάκερο. Μπήκαν και στην κωμόπολη, τα κτίρια βάφονταν ροζ, γαλάζια και μενεξεδιά από τους συνδυασμούς των χρωμάτων που φέρνανε, η καφέ εκκλησία έγινε μια φούξια τρομπέτα, το δημαρχείο από γκρίζο, έγινε ένα λαχανί τύμπανο και το νοσοκομείο ένα μοβ πιάνο που απάλυνε τον πόνο των ασθενών του και μέσα από τα μουσικά όργανα άρχιζαν να ξεπετάγονται τα πιο γρήγορα αναρριχώμενα φυτά, και οι δρόμοι σκίζονταν και μεταμορφώνονταν σε κελαριστά ποτάμια με μικρές αγγελολιβάδες, λιβελούλες και ανθισμένα φυτά. Οι κολώνες στους δρόμους γίνονταν πανύψηλα δέντρα φορτωμένα καρπούς και τα πουλιά έτρεχαν να δουν το πανηγύρι των χρωμάτων, να γευτούν τα νέα φρούτα και να απολαύσουν τις μελωδίες από τα μεταμορφωμένα κτίρια. Τα αυτοκίνητα πέτρωναν και γίνονταν βράχοι και σκεπάζονταν από βρύα και κοντοστέκονταν τα παιδιά των χρωμάτων για να ξαποστάσουν. Από κει βουτούσαν στα νερά των ποταμών γιόμιζαν το πυθμένα τους ζωή και ξανάβγαιναν στον αφρό και όλη η κωμόπολη έγινε χαρά και τρέλα, καθώς τα παιδιά άλλαζαν τα πάντα στο πέρασμα τους.
Φτάσανε και στο σχολείο, μα μόνο τα πουλιά τα έβλεπαν και τραγουδούσαν για να τα ευχαριστήσουν, και να καλύψουν το θρήνο των γονιών που προσεύχονταν να ξαναδούν τα χαμένα τους παιδιά να φανούν πίσω στην αυλή του σχολείου όπως κάθε μέρα τέτοια ώρα, μα δε μπορούσαν να τα δουν. Μόνο μουρμούριζαν εκνευρισμένοι ότι είχαν ήδη αργήσει για το μεσημεριανό φαγητό και το χουν παρακάνει και σαν φανούν θα τα τιμωρήσουν που φέρθηκαν τόσο απερίσκεπτα και μπήκαν σε άγνωστες περιπέτειες.
Συνέχιζαν να ζουν στο γκρίζο αποστειρωμένο κόσμο τους. Δε μπορούσαν να δουν το ουράνιο τόξο, ούτε τα παιδιά τους που είχαν γίνει παιδιά των χρωμάτων, ούτε και την γκρίζα και μονότονη κωμόπολη τους που είχε αλλάξει. Και όλο έλεγαν σε αυτά που σώθηκαν, «μην πάτε ποτέ μακριά στους λόφους να παίξετε με τα χρώματα, μπορεί να χαθείτε, να πληγωθείτε και θα μας στενοχωρήσετε».
Και τα παιδιά των χρωμάτων, αόρατα πια στην κωμόπολη τους καβάλα στο ουράνιο τόξο συνέχισαν να ταξιδεύουν από γκρίζα κωμόπολη σε γκρίζα κωμόπολη για να φέρουν τα χρώματα και σε άλλα παιδιά που δε δίσταζαν να πασαλείψουν το καμβά της ζωής με τα τρυφερά τους όνειρα.
Λευτέρης Τρικιριώτης
metroindian@yahoo.gr
1η Δημοσίευση Απρίλιος 2012 στο ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.