Είμαι γριά γυναίκα.
Η Γερμανία όταν ξύπνησε,
μας ψαλίδισαν τις συντάξεις. Τα παιδιά μου
μου δίνανε που και που καμιά δεκάρα. Μα σχεδόν τίποτα
δεν μπορούσα πια με αυτές ν’ αγοράσω. Τον πρώτο καιρό
αραιά και πού επήγαινα στα μαγαζιά
που πήγαινα και πιο παλιά για ψώνια κάθε μέρα.
Το σκέφτηκα όμως πολύ καλά ένα πρωί,
κι έτσι άρχισα και πάλι να πηγαίνω κάθε μέρα
στο φούρναρη και στο μανάβη
σαν παλιά πελάτισσα.
Με μεγάλη προσοχή κοιτούσα να διαλέξω τρόφιμα,
και ούτε περισσότερα έπαιρνα από άλλοτε μα ούτε και λιγότερα
έβαζα τα φραντζολάκια δίπλα στο καρβέλι
και τα πράσα πλάι - πλάι στο λάχανο
και μόλις μου έκαναν λογαριασμό αναστέναζα,
άρχιζα με τ’ αλύγιστά μου δάχτυλα το σκάλισμα
μες στο πορτοφόλι μου, και, κουνώντας το κεφάλι μου,
ομολογούσα πως δε μου βγαίναν τα λεφτά
να πλήρωνα αυτά τα λίγα, κι έτσι, κουνώντας το κεφάλι,
έβγαινα απ’ το μαγαζί,
κι όλοι οι πελάτες μέσα με κοιτάγανε.
Και έλεγα τότε μέσα μου:
Αν όλοι εμείς που δεν έχουμε τίποτα
δεν ξαναπατήσουμε εκεί που μοστράρουν τα φαγώσιμα,
θα νομίσουν πως εμείς δεν χρειαζόμαστε πλέον τίποτα.
Αν όμως πηγαίνουμε και δεν αγοράζουμε ποτέ τίποτα,
όλοι θα ξέρουν πια πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα.