Εν τον ηθυμάσαι εσύ, εν τον πρόλαβες, μόν' κάτσε να σου την πω την ιστορία που είναι παλιά, να τη ξέρεις να τη λες που 'ναι κι αστεία.
Τον έλεα συγγενή. Απ’ τις Βρακάδες κράτα ο συγχωρεμένος. Καλός άθρωπος. Κοντούλης ήτονε θυμάμαι, μα έκανε παιδιά θηρία, δυο μέτρα το καθένα. Που λες, είχε ένα σπιτάκι κεπήαινε και ένα κτήμα κάτου στου Μαυριάνου. Ξέρεις πού στου Μαυριάννου; Απά στη στροφή που κάνει, πιο πέρα δηλαδή απ’ τα δικά μας, κέβοσκε που λες μια προβατίνα που είχε δεμένη με τα αρνάκια της εκεδά. Δυο αρνάκια.
Μια μέρα ηπερπάτα το Γιωργάκι από 'κεια όξω. Το ‘ξερες το Γιωργάκι εσύ; Ααα ησάστησα μωρέ. Εκείνος πρέπει να πέθανε το 60. Εκειδά γύρω... Τι σού ‘λεα;... Ναι... Πέρναε συχνά από ‘κει που λες να πάει στο χωριό του. Tο πιο δίπλα ήταν. Σαν κατσομάμουνας ηπερπάτα θυμούμαι λοιπόν αυτός ο άθρωπος! Είδε μαθές τα αρνάκια, τα 'πιασε, τα βαλε μέσα σε ένα τσουβάλι μάνι μάνι και τα πήε στο χωριό του. Μισή ώρα, σκάρτη. Αμέ 'κεινος μπορεί βέβαια να το ‘κανε και παραπάνω. Ναι... Το λοιπόν, αφήνει το τσουβάλι με τα ζώα, παίρει δυο δικά του αρνάκια που είχε και 'κείνος στο χωριό και κάνει μπρόστα πίσω και τα πάει ο καλός σου στην προβατίνα στου Μαυριάνου, και τα αφήνει κοντά της. Πρωί ακόμα, εν είχε καλά καλά ξημερώσει. Πηαίνει ύστερα πιο πέρα, καθίζει πάνω και σε έναν λούρο να βλέπει καλύτερα, και περίμενε τον Βρακαδιώτη πια, να ανεφάνει από κια πάνω.
Κάμποση ώρα μετά, εφάνει που λες ο συγγενής, έλυσε τη προβατίνα να τη μεταδέσει, αλλά τα ξένα τα αρνιά δεν τα κατάλαε ότι δεν ίσαν δικά του, γιατί είχαν το μιασίδη και στο μπόι και στο χρώμα ίδιο με τ’άλλα.
Παρουσιάζεται τότες μαθές το Γιωργάκι, πηαίνει κοντά του, τον χαιρετίζει και τον ηρωτά πού βρήκε τα αρνάκια αυτά, που είναι δικά του και ψάχει δυο μέρες να τά βρει.
-Μου τά ‘κλεψες, αθεόβοβε;
- Βρε έλα στα συγκαλά σου, του λέει ο Βρακαδιώτης, που ε γνωρίζω την προβατίνα μου και τα αρνάκια της. Εν ηντρέπεσαι που μού ‘ρθες αλλαξομουτσουνιασμένος πρωi πρωί να μου λέεις άλλα των αλλώ;
- Βρε δικά μου είναι σου λέω, του απαντά το Γιωργάκι, και βάλτα να βυζάσουν αφού είναι της προβατίνας σου, όπως λες για να σε δω.
Αμέ κείνο, ούτε τ’ αρνάκια βύζαξαν ούτε και η προβατίνα τά παιρε κοντά της.
-Σαν απίστευτο μου φαίνεται, του λέει ο συγγενής που λες.
- Περίμενε με που θα τρίβεις και τα μάθκια σου σε λίγο, του λέει το Γιωργάκι και φεύγει για το χωριό για να φέρει και τη προβατίνα του.
Από μακριά που τη είδαν τα μικρά της, κάμποση ώρα μετά που γύρισε στου Μαυριάνου με το ζωντανό, τη γνώρισαν και όπως ήσαν πεινασμένα που λες, έτρεξαν στην κοιλιά της και άρχισαν να βυζαίνουν.
Ε, ηπαρέδωσε πια εκείνη την ώρα ο συγγενής. Τα 'χασε και ‘καμε το σταυρό του και κοιτούσε ετσεά που κοιτούν οι χάνοι!
-Βλέπεις ποιανού είν' ταρνιά που σου τόλεα και δεν με πίστευες και κοντέψαμε να δαρτούμε και να κακιώσουμε; του λέει το Γιωργάκι.
-Συμπάθα με, του απαντά ο άλλος. Τα σφάλματα είναι στους αθρώπους. Πάρτα αφού είναι δικά σου και τι να κάνω ο έρμος. Τα δικά μου εν ηξέρω τι να ‘γιναν.
Του λέει τότες το Γιωργάκι, θα θυμάσαι τα περσινά τα αρνιά, βρε αξάερφε.
-Μα σαστισμένος θαρρείς πως είμαι, του λέει ο συγγενής.
-Αμηντάσαι, σαστισμένος μαθές κι ολότελα. Το λοιπόν, σε χαιρετώ και άντε ξεκουράσου, αξάερφε που εν είσαι καλά και απ’ ό,τι φαίνεται, του λέει το Γιωργάκι και παίρει τ΄αρνιά και την προβατίνα και πήρε πια και την ανάσα του αφούχε γκάψει το ποταμό.
Ηκατάλαες; Ηκατάλαες ήντα του ‘καμε ο πονηρός;
Ηξεφύσα μετά ο συγγενής, κ’ ηστρίφωνε, κι φουφουκιάζετο, κι αναρωτιώτα κι ‘ψαχε κι απέκιου, άκρη ενήβγαζε και κάνει απέσω για το χωριό ολοτεσσάριστος το θεό σου!
Στο τέλος, τι έγινε με τον Γιωργάκι και αν ήφερε πίσω τα αρνιά που πήρε με το χορατό που ‘κανε, ή τα κράτησε για λόου του, ε πια, ήντα να σου πω... ό,τι θέλεις πίστευε. Μα να ξέρεις του τη φύλα ο συγγενής, γιατί στο καλαμπούρι και στην ατιμία ήτα πρώτος κεδαύτος.
Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.