Γράφοντας την ιστορία της αγάπης μου για το νησί και ζώντας αυτό το λαβ στόρυ κάθε Πάσχα και Καλοκαίρι, είχα πλέον αφεθεί και από καιρό ξεχάσει πως θέλω να ερωτευτώ και κάποιον άλλο! Πως ψάχνω γι’ αυτόν τον «συμβατό» που θα καταλαβαίνει κάποια βασικά πράγματα για μένα, όπως ότι την κουβαλώ πάντα μαζί μου τη «Νικαριά μου» και δεν πρέπει ποτέ να τολμήσει να με χωρίσει από κείνη!
Κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας, ένα σωρό άντρες, μα και γυναίκες, είχαν φύγει από την Ελλάδα για να πάνε να πολεμήσουν στο πλευρό των Συμμάχων. Πάρα πολλοί από αυτούς χάθηκαν, σκοτώθηκαν, δε γύρισαν ποτέ πίσω, αφήνοντας χήρες, ορφανά και μάνες χαροκαμένες.
Ξέρεις τώρα, έχεις ακούσει για μεγάλες στιγμές με άτσαλα κορμιά κι αδέξια φιλιά κι εφηβικές πρωτιές αλλά που μάλλον είναι ενήλικες μνήμες, για εκείνα τα καλοκαίρια που η θάλασσα ήταν ζεστή, το καρπούζι κόκκινο, το ψάρι φρέσκο και η κατάψυξη πάντα γεμάτη με παγάκια. Ναι, σίγουρα, πάντα έτσι εύκολα συμβαίνουν τα πράγματα…
Καθώς καθάριζε τ’ αυγά που τους ετοίμαζε, γελούσε. Ξυπόλητη, να στέκεται όρθια στο πέτρινο πάτωμα, μπροστά από το ξύλινο τραπέζι της κουζίνας της. Κότες μπαινόβγαιναν ανενόχλητες, ψάχνοντας για κανένα ψίχουλο. Που και που ξεπρόβαλε ο λεπτός της αστράγαλος, κάτω απ τη μακριά της φούστα για να τους ρίξει μια χαϊδευτική κλοτσιά.
Καλές οι ιστορίες έρωτα, δε λέω, αν και δεν είναι το φόρτε μου. Είναι θυελλώδεις και φουρτουνιασμένες, βουτηγμένες στο ασίγαστο πάθος και στην απελπισία, και, ταυτόχρονα, αστείες μέχρι δακρύων για τους έξωθεν παρατηρητές. Κάθε μία μοιάζει μοναδική, αλλά και αναπόφευκτα προβλέψιμη, γιατί είναι αυτή η ανθρώπινη μοίρα που καταφέρνει να μας ισοπεδώνει ανελέητα όλους εξίσου κι ας νομίζει ο καθένας μας πως ο δικός του ο καημός είναι ο πιο μεγάλος.