Εκείνη ήταν μουσικός. Όχι, ηθοποιός. Ή μήπως αρχιτέκτονας; Φοβόταν πως αν τη ρωτήσει για δουλειά θα γίνει ένας από αυτούς τους πολλούς, τους ίδιους, και θα χάσει την ευκαιρία του. Θα τον βαρεθεί πριν τον γνωρίσει. Οπότε προτιμούσε να το φαντάζεται. Σκέφτηκε μια-δυο πρώτες ατάκες. Ήταν και με την παρέα της. Με το που πλησίαζε θα ήταν ευάλωτος. Στα βλέμματα, στα γελάκια, στην ανασφάλεια του.
Θυμήθηκε μια κουβέντα που είχε κάνει με μία φίλη του για τους άντρες που δεν κάνουν «κίνηση» πια, και πως υπερθεμάτισε ότι οι γυναίκες έχουν γίνει απότομες και δύσπιστες, κάτι που αποτρέπει τους άντρες.
«Να περάσουμε καλά θέλουμε, όχι να νιώσουμε μαλάκες.»
Και τώρα, ένιωθε μαλάκας που είναι τα πόδια του καρφωμένα στο πάτωμα, αποκομμένα από το μυαλό και την καρδιά του. Και μένει το στόμα να χάσκει και τα μάτια να ποθούν.
Τι απίστευτο συναίσθημα ο πόθος. Καθηλωτικός, ολοκληρωτικός, αποτρεπτικός, άμεσος, δυνατός, τυφλός, ανόητος, αληθινός. Όλα μαζί και ποτέ κανένα μόνο του.
Ένα χέρι ήρθε να εξοστρακίσει την παραλίγο τόλμη του. Όπως όταν πας να πηδήξεις από έναν ψηλό βράχο και λίγο πριν νιώσεις το κορμί σου να αφήνεται, να σου φωνάξει κάποιος πέσε.
Δε πέφτεις.
Ένα σφηνοπότηρο συνοδευόμενο από αλαλαγμούς εμφανίστηκε μπροστά του.
«Α! Ωραία. Ό,τι πρέπει για πάρω δύναμη κι έφυγα». Καταραμένη η στιγμή γιατί επανήλθε στην πραγματικότητα. Αντροπαρέα, 5 από δαύτους. Που μόλις αντιληφθούν τι σκέφτεται, θα πάει η καζούρα σύννεφο.
«Οπότε, πάω τώρα πριν με καταλάβουν.» Στο πρώτο βήμα σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να το κάνει από αντίδραση αλλά επειδή το θέλει. Στο δεύτερο, ότι ‘ντάξει καλά πάει αυτός, αλλά αυτή δεν τον έχει κοιτάξει παρά μία φευγαλέα στιγμή. Στο τρίτο σκέφτηκε την κίνηση ματ προς την τουαλέτα. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Στο τέταρτο τον κοίταξε. Και γέλασε. Ένα χαμόγελο ήταν αρκετό για να ξεκλειδώσει κάθε του σκέψη. Το τελευταίο βήμα του τα είχε όλα. Ύφος, στιλ, άποψη, σεξ. Πόσο λάθος του.
Δεν ήταν χαμόγελο. Ήταν γέλιο. Σάστισε.
Πολύ αργά. Έφτασε μπροστά της. Παγωμένος. Όλη η παρέα γελούσε με κάποιο αστείο. Απλώς έτυχε να κοιτάξει τον άντρα που ερχόταν κατά πάνω της.
-Γεια, Αλέξανδρος.
-Γεια.
«Τι; Δεν είπε όνομα; Ή είπε και δεν το άκουσα;» είπε από μέσα του. Και φυσικά πάλεψε με τον εαυτό του για το αν πρέπει να τη ρωτήσει πάλι. Γιατί αν το είπε, θα φανεί χαζός. Είχε πλάτη στους φίλους του. Ήταν σίγουρος ότι είχαν σταματήσει κάθε τους κίνηση και τα μάτια τους είχαν καρφωθεί πάνω του.
«Δεν γυρνάς με άδεια χέρια ποτέ!» είχε ειπωθεί στο χτεσινό φαγητό. Σχεδόν, σαν ένας απαράβατος κανόνας της παρέας. Του καλοκαιριού φυσικά. Γιατί το χειμώνα τίποτα δεν είναι τόσο θρασύ και μάγκικο. Αλλά ντάξει, έτσι είναι, το ποτό κι η παραλία, προβάλουν μια υπερβολή στους ανθρώπους. Δεν είναι κακό, μια βαλβίδα ασφαλείας είναι. Τα δύο δευτερόλεπτά που τα σκέφτηκε αυτά, σκέφτηκε ότι δεν μιλάει τόση ώρα κι ότι θα φαίνεται τελείως περίεργος.
-Πρώτη φορά στο νησί; «Χειρότερη ατάκα για να ξεκινήσεις, δεν υπάρχει. Ίσως το: "Σε έχω ξαναδεί κάπου;" αλλά παίζουν πρώτη-δεύτερη θέση εναλλάξ», σκέφτηκε.
-Όχι
-Σου αρέσει;
-Δεν έχω δει πολλά.
-Θα μπορούσα να στα δείξω εγώ…
Συνοδευόμενο από ένα μειδίαμα. Ένα απαίσιο, εγωπαθές, ναρκισσιστικό μειδίαμα. Κάπου εκεί τα λόγια χάθηκαν για τα καλά κι ο χρόνος σταμάτησε. Και το μυαλό του, ίσως από άμυνα, γύρισε στην παιδική του ηλικία, εκεί που τίποτα δεν είναι μεμπτό, κι όλα κάπως συγχωρούνται. Θυμήθηκε όταν ήταν μικρό παιδί στην παραλία από κάτω. Πόσο ήθελε να είχε βουτήξει εκεί τώρα, και να μην είχε πει κουβέντα. Θυμήθηκε που έπαιζε με τα κύματα, την άμμο, τον ήλιο, τη ζωή. Θυμήθηκε πώς γνώριζε τα υπόλοιπα παιδιά, εκεί επιτόπου.
-Γεια σου. Θέλεις να παίξουμε;
Γιατί αυτό ήθελε.
Έκανε ένα βήμα πίσω μικρό, πήρε μια ανάσα και ζήτησε συγνώμη.
-Προσπάθησα πάρα πολύ να μην είμαι εγώ για να σου μιλήσω, γιατί ένιωθα πως εγώ, δεν έχω κάτι να σου πω. Αλλά έχω. Θέλεις να παίξουμε;
Η κοπέλα κοντοστάθηκε, όχι από φόβο, από περιέργεια.
-Με τι;
-Με το τώρα.
-Δε σε καταλαβαίνω.
-Πριν που σου συστήθηκα, γιατί δεν μου είπες το όνομα σου;
-Δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να το ξέρεις. Ακόμα δεν είμαι.
-Αν έπρεπε να διαλέξεις ένα όνομα από τον κόσμο όλο, τώρα, για να μου συστηθείς, ποιο θα ήταν;
-Μπάμπης.
-Βλέπεις; Παίζουμε.
Στέλιος Νικολακάκης
stelios.nikolakakis@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Στέλιου Νικολακάκη.