Καλοκαίρια του έρωτα (και του τίποτα παραπάνω) #IstoriesErota

φωτογραφία Τραπάλου: Jiannis Kefalos @Flickr

Artεις Έρωτα;: Πάρε μέρος στις Ιστορίες Έρωτα & Αγάπης στην Ικαρία

Ξέρεις τώρα, έχεις ακούσει για μεγάλες στιγμές με άτσαλα κορμιά κι αδέξια φιλιά κι εφηβικές πρωτιές αλλά που μάλλον είναι ενήλικες μνήμες, για εκείνα τα καλοκαίρια που η θάλασσα ήταν ζεστή, το καρπούζι κόκκινο, το ψάρι φρέσκο και η κατάψυξη πάντα γεμάτη με παγάκια. Ναι, σίγουρα, πάντα έτσι εύκολα συμβαίνουν τα πράγματα…

Το χωριό το ξέρεις, βία είκοσι σπίτια είναι, παρόλο που εκείνα τα καλοκαίρια μπορεί και να χώραγαν κι εκατό και εκατόν πενήντα άτομα ακόμη, μη με ρωτάς που κοιμόντουσαν, ίσως με δόσεις, σε βάρδιες; Καλοκαίρι του 1991, 12 χρονών εγώ, δεν καιγόμουν και πολύ να κατεβούμε για έναν ολόκληρο μήνα στην άκρη του κόσμου, ήταν μόλις η δεύτερη χρονιά που κατεβαίναμε στο «χωριό», δεν ήξερα ποιον θα βρω για παρέα, δεν ήξερα και κανέναν δηλαδή, μόνο κανά δυο μεγαλύτερα ξαδέρφια, κάτεργο μου φαινόταν.

Μαγαζί κανονικό δεν υπήρχε, εσύ δεν το πρόλαβες αυτό, αλλά στο σπίτι που τώρα μένει ο …, τότε το είχε ο παππούς του και πούλαγε μπύρες και αναψυκτικά, είχε και δύο μεγάλα τσιμεντένια τραπέζια στην αυλή, αυτό ήταν, νάτος ο καφενές. Εκεί λοιπόν ήταν η ζωή μεσημέρι-βράδυ. Αν και το πιο βράδυ ακόμη όλη η «νεολαία» όπως τους έλεγαν οι «θείες», όποιος και όποια δηλαδή ήταν μεταξύ 15 και 30, έπαιρνε από ένα φακό, περνούσε από το «καφενείο» να πει ένα γεια και κατέβαινε παρακάτω, εκεί να στα πλατιά τα βράχια για το νυχτέρι. Μάζωξη κανονική και φανερά μυστική! Γύρω στα μεσάνυχτα έβλεπες να γυρνάνε για το σπίτι οι μικρότεροι, μετά οι λίγο μεγαλύτεροι και πάει λέγοντας, μέχρι την άγνωστη επιστροφή των «μεγάλων». Ρωτούσα τον μεγάλο μας τον ξάδερφο, στα 20 εκείνο το καλοκαίρι σου θυμίζω, «τι ώρα γύρισες χθες» και μου έκλεινε το μάτι «είχα ξεχάσει να πάρω ρολόι», «καλά και τι κάνετε τόσες ώρες», «έλα να δεις και φεύγεις νωρίς άμα είναι, μη φωνάζει και η θεία» μου έλεγε και με άφηνε στη μαύρη μου απελπισία. Γιατί εγώ ντρεπόμουν, σου μιλάω για μεγάλη ντροπή, που να πας με όλους τους μεγάλους και τους άγνωστους, τι να πεις και τι να κάνεις, κι αν πεις καμμιά βλακεία, αδύνατο! Βλέπεις, είναι εκείνο το σημείο στη ζωή, μεγάλος για να παίζεις με τα παιδιά, μικρός για να παίζεις με τους μεγάλους.

Κύλησε έτσι η πρώτη βδομάδα και μετά το σαββατοκύριακο έφτασαν οι νέες αφίξεις, νέοι αδειούχοι, γέμιζε ακόμη παραπάνω το χωριό. Δεύτερη Δευτέρα λοιπόν, πρωινό στις 9, μπάνιο στις 10, μεσημεριανό στις 2, στις 3 για πορτοκαλάδα στου … και μπουμ! Νάτη, να κάθεται με το μαγιό, κοντό μαλλί και δύο μπλε ματάρες αφηρημένες και να νομίζεις ότι θα καταπιεί τον κόσμο όλο, έτσι με τα μάτια της, τον αέρα της και τα κοντά μαλλιά της. Έρωτας κεραυνοβόλος, ηλεκτροφόρος, εκτυφλωτικός! Ναι, ναι, την ξέρεις ποια είναι, η …, της … και του …, που μένουν κάτω από του… , ναι μπράβο αυτή! Ναι εντάξει, τώρα έχει δυο παιδιά, στο δεύτερο γάμο, καλά με δουλεύεις, για 25 χρόνια πριν σου μιλάω!

Κάπως χώνομαι εκεί κοντά, πετυχαίνω τις συστάσεις και τις επανασυνδέσεις, μόλις έχει έρθει, θα κάτσουν ένα μήνα, θα πάει για μπάνιο αλλά το απόγευμα, ναι ήταν βραδινό το πλοίο και είναι και πολύ κουρασμένη από τις πανελλήνιες και διάφορα άλλα, δεν ξέρω, δεν παρακολουθώ, μόνο κοιτάω, τίποτα άλλο, μόνο κοιτάω και λιώνω στη ζέστη. Δεν του το έχω πει ποτέ αλλά εκείνη τη στιγμή ο μεγάλος μας ο ξάδερφος έπαιξε ένα ρόλο καθοριστικό, σωτήριο! Επειδή το ένα και μοναδικό τάβλι το είχαν οι μεγάλοι, πήγε κι έφερε να παίξουμε σκάκι. Ναι, σκάκι… ναι εδώ… ναι μες στο μεσημέρι… μάλλον για πλάκα φαντάζομαι «έλα ρε ξα να δούμε τι μαθαίνετε εσείς οι νέοι στο σχολείο»! Στήσαμε τα πιόνια και ξεκινήσαμε. Κανά τέταρτο μετά, αυτή σηκώθηκε από τη θέση της και ήρθε να δει τι κάνουμε. Και μας έπιασε την κουβέντα. Της άρεσε πολύ λέει το σκάκι και ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι θα έβρισκε στο χωριό κάποιον να παίζει λίγο. «Μήπως θα ήθελε μετά κάποιος από τους δυο σας να παίξει μια παρτίδα με …;» «Εγώ!» είπα και ταυτόχρονα έκανα ένα ρουά ματ ξεγυρισμένο… τι; Ναι, σου μιλάω για την απόλυτη επιστημονική φαντασία, ξέχνα τα φεγγάρια και τα άστρα, τα βράχια και τις σκιές. Κάθε μεσημέρι στις 3 ραντεβού για σκάκι. Μία ώρα παιχνίδι και μετά ο καθένας τη δουλειά του. Μία ώρα κάθε μέρα να την κοιτάω στα μάτια, να προσπαθώ να αναπνέω και να μη χάσω σε 10 κινήσεις την παρτίδα… ή τη δεύτερη παρτίδα. Αν το κατάλαβε; Χαζή είναι; Φυσικά και το είχε καταλάβει… και την κολάκευε και το διασκέδαζε και γελούσε αλλά αυτό… εγώ γνώριζα το πρώτο τοτέμ του έρωτα κι αυτή έναν πιτσιρικά που έκανε τον έξυπνο κάθε μεσημέρι στις 3.

Έτσι κι αλλιώς, τουλάχιστον στο μυαλό μου, το πραγματικό παιχνίδι παιζόταν άλλη ώρα. Κι έρωτας δίχως πόνο, μουσακάς χωρίς μελιτζάνες, που λέει και μια παλιά κινέζικη παροιμία… Ο πόνος ερχόταν τα βράδια, όταν ο ένας μετά τον άλλο, η «νεολαία» θα κατέβαινε για τα βράχια, κι εγώ τους έβλεπα βουβός με μια πορτοκαλάδα στο χέρι… φυσικά και κατέβαινε κι αυτή, έλεγε ένα γεια, λαμπερή μέσα στο ημίφως καθώς πέρναγε από την αυλή του καφενείου, και συνέχιζε το μονοπάτι μέχρι που την κατάπινε το σκοτάδι… και εμένα μαζί. Τι έλεγαν εκεί κάτω; Τι έκαναν; Γιατί αργούσαν κάθε βράδυ να γυρίσουν; Κι αφού ο μεγάλος ξάδερφος μου είχε πει να κατέβω γιατί ντρεπόμουν και δεν πήγαινα; Αλλά κι αν πήγαινα τι θα έλεγα εγώ μαζί τους; Μύλος, αδιέξοδο…

Τρεις εβδομάδες πέρασαν έτσι, προσμονή το πρωί, έρωτας το μεσημέρι, πόνος το βράδυ… Η μέρα της μαρμότας σε καλοκαιρινό περιτύλιγμα! Όχι, δεν ξέρω αν ήταν για καλό ή για κακό αλλά εκεί ήταν, αυτό ήταν, τι να πω…

Έφτανε η μέρα που θα φεύγαμε για Αθήνα, τελευταίο μεσημέρι ήταν που θα παίζαμε σκάκι, δεν κρατήθηκα, τη ρώτησα «και καλά, τι κάνετε τα βράδυα εκεί κάτω στα βράχια;» «Μιλάμε, λέμε αστεία, γελάμε, τι άλλο να κάνουμε, εσύ πως και δεν κατεβαίνεις ποτέ;» Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και ντρέπομαι που στο λέω… προφασίστηκα ότι ήταν ξαφνικό, πρέπει να πάω τουαλέτα συγγνώμη και μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω μου πάτησα ένα κλάμα! Μισό λεπτό κράτησε, μπορεί να ήταν κλάμα μπορεί και ένα δάκρυ αλλά ήταν λες και εκείνες οι είκοσι μέρες έπαιξαν rewind και fast forward σε μισό λεπτό… Κι αυτό ήταν έρωτας, πόνος και λύτρωση μαζί… βγήκα, είπα μια βλακεία, χαιρέτησα για καλό χειμώνα κι έφυγα…. Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης και ματαίωση των ματαιώσεων, τα πάντα μια ματαίωση… κι η ζωή συνεχίζεται… κι ίσως εκείνο το καλοκαίρι άλλο ένα παιδί καλωσόριζε την εφηβεία, το μόνο ηθικό δίδαγμα, μικρέ!

Άντε, πάμε για μπάνιο τώρα και μετά να καφενεδίσουμε...

Νικόλας Κοντινάκης
nkonti@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κοντινάκη.

ikariastore banner