Ιούλιος στο νησί, δεκαετίες πριν ! Μαγιώ, μπουρνούζι, μάσκα , βατραχοπέδιλα : έτοιμοι για την παραλία, τα μακροβούτια, τα «βασίλεια» για το ποιος θα επικρατήσει στον βράχο. Φόρα για εξόρμηση αλλά...
- «Αλτ! Πού πάτε φουριόζοι;»ακούστηκε η φωνή της μητρός . «Η Βάνα έχει να γράψει τις ιστορίες στο καλοκαιρινό τετράδιο των Εκθέσεων».
Έτσι είχε παραγγείλει η δασκάλα, «για να μην ξεχάσωμεν γραφήν και ανάγνωσιν κατά τας θερινάς διακοπάς», και ποιος να τολμήσει να την αμφισβητήσει; Και καλά εγώ, ο Μιχάλης όμως πλήρωνε υπομονετικά το τίμημα της καθυστέρησης, από συμπαράσταση στη μεγάλη αδερφή!
Κι άρχιζε, λοιπόν, η διήγηση και η περιήγηση μαζί κι εγώ να ξύνω τα μολύβια μου και να μην χάνω λέξη. Πρώτη η ιστορία της μαμάς : «Είχε έρθει, λέει, από τη Μικρά Ασία στην Ικαρία, με την καταστροφή, μια χήρα με τον γιο της. Καταφύγιο αλλά και φτώχεια, γι΄αυτό το παλικάρι, μόλις μέστωσε αρκετά, δούλευε σ΄άλλες στεριές στα κάρβουνα, πότε στην Εύβοια και πότε στη Λαμία, για να πορεύονται.
Σε κάθε επιστροφή, περνώντας από την πρωτεύουσα ξελογιαζότανε από τα εντυπωσιακά κτήρια , τις στράτες, τους πικάντικους μεζέδες και τις όμορφες κυράδες της πολιτείας. Ώσπου κάποτε αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του και με τη δούλεψη της χρονιάς ντύθηκε λιμπιστικά -ήταν και ομορφόπαιδο ο νιος- και έμεινε με τον καιρό σε αριστοκρατικό ξενοδοχείο. Σεργιάνι και μουσικές, Ζάππειο και Φάληρο, τον ερωτεύεται μια αρχοντοπούλα και...μηνάει της μάνας να ταξιδέψει για τους γάμους! Εκεί να δεις που η γυναίκα , όχι μόνο είδε κι έπαθε να το πιστέψει, μετά την αποκοτιά του κανακάρη της, αλλά δεν είχε και τα χρειαζούμενα ! Έπεσαν οι Καριωτίνες από δίπλα, να η μια ασπρόρουχα, να η άλλη φουστάνι, η τρίτη τσάντα και παπούτσια, όλες την σύντρεξαν γιατί η χαρά της ήταν και δική τους.
Κι έγιναν οι γάμοι και συμπεθέριασαν με μεγάλο σόι και ζήσανε αυτοί καλά ...» «κι εμείς , έτσι που αργείς, διέκοπτε ο αδερφός μου, δεν βλέπω να βρέχουμε πόδια σήμερα...».
Το νήμα το συνέχιζε ο θείος ο Γιώργος, ο ιστοριοδίφης της οικογένειας: «Τον καιρό των πειρατών είδαν οι βιγλάτορες στην παραλία του Χρυσοστόμου ένα καΐκι να προσαράζει και το πλήρωμα να βγάζει και να αποθέκει στη στεριά ξύλινη κάσα. Ύστερα, άνοιξαν λάκκο , την έχωσαν κι όπου φύγει –φύγει. Κι οι ντόπιοι, χωρίς να έχουν διαβάσει «Το νησί των θησαυρών» αλλά υποψιασμένοι για τζοβαΐρια και μπακίρια κουρσεμένα, πήραν να σκάβουν μπας και κάνουν την τύχη τους. Ποια τύχη; Την ατυχία τους προκάλεσαν, γιατί στην κάσα κείτονταν νεκρός από χολέρα ή σκουρδούλα και κόλλησαν όλοι κι αποδεκατίστηκε η περιοχή! Κι από τότε η πανέμορφη σήμερα παραλία ονομάζεται Σκουρδουλιάρης!».
Μα και η γιαγιά Αθηνά είχε λόγο και ειδικότητα στις ιστορίες με τις Καλομοίρες, κατ ΄ευφημισμόν, γιατί ήταν «κακά στοιχειά και περιμένανε ύπουλα στο ρέμα να ρίξουν τα παιδιά στο πηγάδι, όταν καθυστερούσαν στον αυλόγυρο στην πέρα γειτονιά το βράδυ στο κρυφτοκυνηγητό, για να τα ξεγελάσουν με τα ψιθυρίσματά τους και να τους δώσουν μια αέρινη σπρωξιά για τα απρόβλεπτα νερά!»
Τώρα, εμείς ξέραμε ότι η γιαγιά μάς τρόμαζε, για να έχει το κεφάλι της ήσυχο κάθε φορά που είχε την επίβλεψή μας, όταν οι γονείς μας λείπανε παραχωριού, αλλά και πάλι δεν το ρισκάραμε. Τα πρωινά, βέβαια, με προφύλαξη παραφυλάγαμε στο πηγάδι, μήπως και τις απαντήσουμε, όμως το μόνο που ακούγαμε ήταν τα κρωξίματα των βατραχιών στον υγρότοπό τους. Κι αυτά μας είχε ορκίσει η γιαγιά να μην τα πειράζουμε «γιατί αλλιώς θα πεθάνει η μάνα σας...»!
Κι έτσι γέμιζε το τετράδιο ιστορίες- που δεν μπορεί θα άρεσαν και στη δασκάλα- κι αν ο χρόνος δεν έφτανε για μπάνιο στη Σκάλα, κάναμε και στη Χουρμαδιά με τον φοίνικα και τις κοτρώνες, πιο κοντά και πιο ιδιωτικά. Και το απόγιομα λέγαμε τις ιστορίες και στους φίλους μας και παίρναμε όρκο πως ήταν αλήθεια κάθε παράδοση κάθε μύθος του τόπου μας...
Και τις θυμόμαστε ακόμα, και για τα παιδιά μας, κάθε καλοκαίρι, κι αυτές κι άλλες , που τις έχουν τιμήσει οι Καριώτες από ρουμάνι σε αλώνι, από γιαλό σε φάρο, από βεγγέρα σε πανηγύρι, από στόμα σε στόμα, από τετράδιο σε λεύκωμα...
Τώρα και στο ikariamag!
Βάνα Τσαμπή
vana.tsampi@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Βάνας Τσαμπή.