Το κόκκινο μαντήλι

Το τραπέζι του Αντώνη ήταν πάντα το μικρό με τη μια καρέκλα, μπαίνοντας αριστερά, το σφηνωμένο ανάμεσα στην πόρτα και το ψυγείο με τα γλυκά και τους μεζέδες του ούζου. Άνοιγε η πόρτα του καφενέ το καλοκαίρι και το χτυπούσε ο ήλιος και ο λίβας, άνοιγε το χειμώνα και έμπαινε ο αέρας και η κρύα θάλασσα, αλλά ο Αντώνης εκεί, δεν το άλλαζε. Κάθε μεσημέρι, κατά τις τρεις κατηφόριζε αργόσυρτα προς την πιάτσα, άνοιγε την πόρτα, κοίταζε λοξά μην και έχει τολμήσει κανείς να κάτσει στο τραπέζι του, μια καλησπέρα για το Δημήτρη, μετά μια καλησπέρα για τους υπόλοιπους και καθόταν.

«Δημήτρη, ένα ούζο με μεζέ!», έλεγε αφού είχε βολευτεί.

«Έφτασε!» απαντούσε ο Δημήτρης και συνέχιζε να κάνει ότι έκανε και πριν ή την κουβέντα του αν τύχαινε να μιλάει με κανέναν. Έτσι κι αλλιώς, ο Αντώνης δε θα παραπονιόταν πριν περάσει καμιά ώρα, δεν τα είχε και καλά με το χρόνο. Γενικά δεν τα είχε καλά με τον κόσμο αυτόν ο Αντώνης – οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι είχε γεννηθεί χωρίς πολύ μυαλό, η οικογένειά του επέμενε ότι του είχε μείνει κουσούρι όταν είχε πέσει από ένα δέντρο πέντε χρονών παιδάκι, τι  σημασία έχει.

Καθόταν στο τραπέζι του και επιθεωρούσε όλο το μαγαζί. Ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει, τι παραγγέλνει. Έμπαινε κανένα πιτσιρίκι αλαφιασμένο από το τρέξιμο να πιει νερό και να λιγουρευτεί τις πάστες, «μην τις κοιτάς» τού φώναζε ο Αντώνης, «Και χτες εφτά είχε, ποιος ξέρει από πότε».

«Πάλι άρχισες τις μαλακίες!» του φώναζε ο Δημήτρης. «Έλα δω μικρέ, μ’ αυτόν τον ξεμωραμένο κάνεις παρέα, έχεις δει πιο φρέσκια πάστα σε όλο το νησί, πες μου τι θες κρέμα ή σοκολάτα;», έπαιρνε τελικά ο πιτσιρικάς το γλυκό και έφευγε κοιτώντας με υποψία τον Αντώνη. «Θα μου το κλείσεις το μαγαζί και να δω μετά πού θα πίνεις το ούζο σου», του φώναζε ο Δημήτρης, μούγκριζε ο Αντώνης, χαζογέλαγαν οι υπόλοιποι, περνούσε η ώρα.

Τον Αντώνη έπρεπε να τον νοιάζεται και να τον φροντίζει η μεγάλη του αδερφή, η Άννα. Κατέβαινε κάθε δυο μέρες από το Χριστό, του μαγείρευε, του έπλενε, καθάριζε το σπίτι, κοίταζε ότι παίρνει τα φάρμακά του, έβλεπε μήπως είχε καμιά ανάγκη ή έπρεπε να πάει στο γιατρό, του άφηνε κι ένα χαρτζιλίκι και γυρνούσε πίσω. Με όλους τους καιρούς και τις διαθέσεις έπρεπε να πηγαινοέρχεται, ο Αντώνης αρνιόταν πεισματικά να μετακομίσει μαζί τους στο Χριστό και να αφήσει το πατρικό σπίτι.

Κάπως έτσι, έφτασε το μεσημέρι που όταν άνοιξε η πόρτα του καφενέ, όσοι ήταν μέσα είδαν ένα νέο Αντώνη: Χτενισμένο, με σιδερωμένο πουκάμισο και ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό, σαν τον Παπάζογλου ένα πράγμα. «Ρε μεγάλε, μας δουλεύεις;», ο Δημήτρης ήταν αυτός που μίλησε «Τι έγινε; Ντύθηκες γαμπρός και βγήκες ραντεβού;», κάνοντας τους άλλους να γελάσουν και τον Αντώνη να πει χαμογελώντας ένα «τη δουλειά σας να κοιτάτε».

Ποια δουλειά όμως να κοιτάξει κανείς; Όλο το απόγευμα ο Δημήτρης να έφτιαξε βία δέκα καφέδες κι άλλους τόσους μεζέδες για ούζο, όλο τον έτρωγε να μάθει τι έγινε. Τον κέρασε κι ένα δεύτερο ούζο τον Αντώνη, μετά το τρίτο τον είχε φέρει στα νερά του, έκατσε μαζί του και τον έπιασε στην κουβέντα να μάθει τι έγινε. Ο Αντώνης όμως ήταν στρείδι κλειστό, μόλις η κουβέντα έφτανε στη μεταμόρφωσή του, τίποτα! Τον ρώταγε από δω, τον ρώταγε από κει ο Δημήτρης, τίποτα, κάποια στιγμή πήγε να πιάσει το μαντήλι για να τον ρωτήσει πως και το φορούσε, πετάχτηκε πάνω ο Αντώνης άτσαλος και κατακόκκινος, έπεσαν κάτω τα ποτήρια από το τραπέζι, κοίταξε τον Δημήτρη αλλά και όλους τους υπόλοιπους που είχαν γυρίσει να δουν τι έγινε στα μάτια, φώναξε ένα μεθυσμένο «Κάτω τα χέρια σου από το μαντήλι!» και βγήκε να φύγει βροντώντας πίσω του την πόρτα.

Χρειάστηκε να περάσει άλλη μια βδομάδα και να κατέβει η Άννα στα καφενεία για να δει τι λογαριασμούς είχε αφήσει ο Αντώνης ώστε να μαθευτεί τι είχε συμβεί.

…Δεν αντέχω άλλο Δημήτρη να ανεβοκατεβαίνω συνεχώς, τα βάλαμε κάτω κι είδαμε ότι συμφέρει να πάρω μια κοπέλα να βοηθάει, τον ξέρεις όμως τον Αντώνη, όχι μόνο δεν αφήνει το σπίτι, δεν αφήνει και κανέναν άλλον να πατήσει πόδι εκτός από μένα. Οπότε, σκεφτήκαμε αυτό το κόλπο, να με συγχωρέσει κι ο Θεός που τον κοροϊδεύουμε δηλαδή. Την ξέρεις την Κορίνα, τη Βουλγάρα που έχει έρθει και βοηθάει στο σπίτι του Χαράλαμπου. Την έβαλα ένα απόγευμα να κάτσει στην αυλή με ένα μαντήλι στα μαλλιά ενώ εγώ με τον Αντώνη καθόμασταν μέσα και πίναμε καφέ. Έκανα ότι ήθελα να φέρω κάτι απ’ έξω, κοντοστάθηκα στην πόρτα, ήξερα ότι με ακολουθούσε με το βλέμμα του, γυρνάω απότομα και του κάνω «Σιωπή Αντώνη, κάποιος είναι στην αυλή μας», σηκώνεται αυτός να δει φουριόζος αλλά τον σταματάω με το χέρι, του λέω «Αντώνη, νομίζω ότι είναι μια καλομοίρα, θυμάσαι που μας έλεγε η μαμά ότι ζουν κάτω στο ρέμα; Φαίνεται ότι έχασε το δρόμο της κι έκατσε στην αυλή μας να ξαποστάσει», με κοίταζε κι είχε ασπρίσει ο κακομοίρης, θυμόταν πως οι καλομοίρες μπορούν να σου κλέψουν τη ψυχή αν τις κοιτούσες μα την Κορίνα την είχα βάλει να κάθεται πλάτη στην πόρτα οπότε του κάνω «Αντώνη, αν πας σιγά σιγά και της κλέψεις το μαντήλι δεν θα μπορεί να σε πειράξει και μετά θα την έχεις να σου κάνει κι όλες τις δουλειές». Ανθρώπου βοήθεια δεν παίρνει ο αδερφός μου, άλλο όμως τα στοιχειά, η αγαπημένη του ιστορία ήταν κάθε βράδυ να βάζει τη μαμά να του διηγείται για τις καλομοίρες και την ομορφιά τους και το πώς όταν βρέχει και το ρέμα μαζεύει νερό αυτές βγαίνουν να λουστούν. Να μη στα πολυλογώ, το πήρε απόφαση και βγήκε ο Αντώνης στον κήπο πατώντας στις μύτες, που λέει ο λόγος δηλαδή, από το απέναντι σπίτι τον άκουγες να έρχεται, πλησίασε όμως και με μια πνιχτή κραυγή πήρε το μαντήλι από το κεφάλι της Κορίνας, σηκώθηκε αυτή δήθεν έκπληκτη και άρχισε να του ζητάει το μαντήλι της μα ο Αντώνης γελούσε και της φώναζε «Δε στο δίνω, είσαι δικιά μου τώρα!». Τι να σου πω, θέατρο από τα λίγα, πήρε κάποια στιγμή ο αδερφός μου κι έδεσε το μαντήλι γύρω από το λαιμό του, έκανε κι η Κορίνα ότι παραιτείται «Καλά Αντώνη, πες μου τι θα ήθελες να κάνω για σένα», σαν παιδί γελούσε ο Αντώνης «Ένα ούζο με μεζέ, για μένα και την αδερφή μου και θα κάτσεις κι εσύ μαζί μας» της είπε και μπήκαμε στο σπίτι κι οι τρεις.

Κάπως έτσι, που λες Δημήτρη, και την έχω την Κορίνα να πηγαίνει κάθε μέρα για μια ώρα, κάνει τις δουλειές, του δίνει και τα φάρμακά του, ξέρω κι εγώ ότι όλα είναι καλά…

Έσκυψε να πιει μια γουλιά καφέ η Άννα, ο Δημήτρης κοίταξε πίσω στο βάθος κι είδε τον Αντώνη να κατεβαίνει με το γνωστό του βήμα για τη μεσημεριανή του βόλτα. Στο λαιμό, φαινόταν από μακριά, καλά δεμένο το κόκκινο μαντήλι του.

Νικόλας Κοντινάκης
nkonti@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κοντινάκη.

ikariastore banner