Το κουρδιστό πικάπ ήταν δώρο του θείου Σταύρου από την Αμερική. Όταν της το είχε στείλει, μαζί με σεντόνια king size (πού να βρείς king size κρεββάτι στην Ικαρία, διπλωμένα τα έστρωνε), ένα σετ μαχαιροπίρουνα και δύο φουστάνια που της έπεφταν μικρά και την έκοβαν στις μασχάλες, -όλα δώρα για το γάμο της-, το κοίταζε εκστασιασμένη. Μόνο στο σινεμά είχε δει κάτι τέτοιο. Και μαζί με το πικάπ και ένας δίσκος. Ήξερε ο θείος πως δίσκους δεν θα έχει, γιατί να έχει, άλλωστε; Τι να τους κάνει;
Δεν είχε εξώφυλλο, δεν είχε τίποτα, μόνο ένα λευκό φάκελο και μέσα ένας μαύρος εύθραυστος δίσκος βινυλίου που στο κέντρο του είχε μια στρογγυλή ταμπέλα, ανεπαίσθητα ξεφλουδισμένη στις άκρες που έγραφε κάτι στα ξένα. Sergei Vasilievich Rachmaninoff. Piano Concerto No.3 in D minor, Op. 30. The Philadelphia Orchestra, 1940, RCA
Να το διαβάσει εκείνη δε μπορούσε, αλλά ένας ξάδερφος που κάπως πιο πολλά καταλάβαινε, της είπε ότι κάτι για ένα Ρώσσο λέει. Να: Ραχμάνινωφ. Της το δειξε με το δάχτυλο. Ξεκάθαρα πράματα.
Βρε, λες να ‘ναι κανένας κουμουνιστής; Σε μπελάδες ήθελε να τη βάλει ο μπάρμπας της; Αλλά πάλι, κουμουνιστής από την Αμερική; Άσε. Kαλού κακού, τύλιξε το δίσκο προσεχτικά και τον έκρυψε στο πάνω πάνω ραφάκι της ντουλάπας της. Και είπε και στον ξάδερφο κουβέντα να μην πεί, ποτέ δεν ξέρεις, οι καιροί ήταν άγριοι.
Η αλήθεια ήταν ότι ο θείος ιδέα δεν είχε από μουσική. Όμως σαν αγόρασε το πικάπ, δεν ήθελε να το στείλει έτσι, μονάχο του, βουβό και άχρηστο. Ήθελε το δώρο να ‘ναι ολόκληρο, σωστό. Και στο μαγαζί που το πήρε, ένα μεγάλο κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, από αυτά που μόνο στην Αμερική βρίσκεις, αχανές, γυαλιστερό, γεμάτο διαδρόμους και προθήκες με εξωτικές εφευρέσεις, ρώτησε τον υπάλληλο να του συστήσει κάτι. Εκείνος του έδειξε μια κούτα με μεταχειρισμένους δίσκους (“Top quality, prime condition”) να διαλέξει. Ντράπηκε να πει πως, και να τον σταύρωναν, δεν θα ξερε να πεί ποιος είναι καλός, οπότε ψάρεψε έναν στην τύχη μέσα από την κούτα. Εξάλλου, το έλεγε και η ταμπέλα: ήταν όλοι εξαιρετικής ποιότητος.
Το δέμα συνοδευόταν από ένα σημείωμα, γραμμένο σε ασυνήθιστα επίσημο τόνο – λόγω της περίστασης - και με τον ελαφρώς τρεμάμενο, κοπιώδη γραφικό χαρακτήρα του θείου, απόφοιτου της τετάρτης δημοτικού:
«Πολυαγαπημένη μου ανιψιά, χαιρετώ σε.
Λυπούμαι εκ βάθους καρδίας που δεν ημπορώ να παραστώ στους γάμους σου. Η σκέψις μου παραμένει κοντά σας και εύχομαι δια την καλήν υγείαν υμών.
Βίον ανθόσπαρτον και ευτυχήν.
Σε ασπάζομαι.
Ο θείος σου ο Σταύρος».
Το πικάπ μπήκε σε περίοπτη θέση στην κάμαρά της. Στο κομοδίνο, δίπλα στο προσκεφάλι της. Καμία φορά το βράδυ πριν κοιμηθεί χάιδευε το καπάκι του, τις κλειδαριές. Το άνοιγε και χάζευε το πλατό, τον βραχίονα, το αντίβαρο. Για να το λειτουργήσει, ούτε λόγος. Ο δίσκος έμενε κρυμμένος, τόσο καλά κρυμμένος, που κι εκείνη σχεδόν τον είχε ξεχάσει.
Με τον καιρό, όμως, βρέθηκαν άλλοι δίσκοι να παίξουν στο πικάπ. Πότε ένας με ελαφρολαϊκά, πότε ένας με ευρωπαϊκά - βαλς, ταγκό, τέτοια πράγματα-, μέχρι και ροκ’εν’ρολλ έφερε κάποιος, γύρευε που το βρήκε, χαμός γινόταν. Γύριζαν από χέρι σε χέρι, όπως και το πικάπ, που σε κάθε ευκαιρία το ξετρύπωναν και το έβαζαν να παίζει. Να που έφτασε και γιορτή χωρίς το πικάπ του θείου Σταύρου δε γινόταν.
Μα, τι τα θές; Ο καιρός άλλαξε. Τώρα κάθε σπίτι είχε δικό του ραδιόφωνο, και πριν καλά καλά το καταλάβεις, είχαν και τηλεόραση. Σχεδόν δε θυμόταν πως ήταν να ζεις χωρίς ρεύμα, με τις λάμπες πετρελαίου, τα φανάρια κρεμασμένα απ’ το ταβάνι και το τζάκι μόνη ζέστη το χειμώνα.
Το πικάπ, μαζί με τόσα άλλα, έχασε την αίγλη του, μπήκε σ’ ένα κουτί, κι ανέβηκε κι αυτό στο ψηλό ράφι της ντουλάπας.
Πώς πέρασαν τα χρόνια, ούτε που το κατάλαβε. Μεγάλωσε. Εδώ μεγάλωσαν τα παιδιά της. Είχε κι εγγόνια! Αν είναι δυνατόν. Δε μένανε στο νησί, βέβαια, είχαν φύγει όλα, προ πολλού, για την Αθήνα. Μα τα καλοκαίρια, ε πια, τότε μαζεύονταν όλοι κάτω, με τους γαμπρούς, τις νύφες, τα μικρά να βουρλίζονται και να τη βουρλίζουν.
Να, όπως τώρα, το Αννάκι. Έχει φέρει όλο το σπίτι άνω κάτω, την αποθήκη, τα ντουλάπια, τα μπαούλα, να βρεί λέει παλιά πράματα. Και τι θα τα κάνει; Ίσα ίσα που κάνει τον κόσμο ανάστα ο Κύριος και μετά θα πρέπει εκείνη να μαζεύει τ΄ ασυμμάζευτα. Αλλά, ας είναι. Ας την, παιδί πράμα, τι περιμένεις. Πάει να κάτσει στην αυλή με το πλεκτό της, τουλάχιστο, να μη βλέπει τις ακαταστασίες και συγχίζεται. Μια και καλή, μετά.
Δεν περνάνε δέκα λεπτά και από το σπίτι ξεχύνεται μουσική. Γεμάτη παράσιτα, το θόρυβο που αφήνει η βελόνα στο δίσκο, αλλά πάνω απ’ αυτό, έξω απ’ αυτό, πιάνο. Μια μουσική διστακτική, σαν ντροπαλή στην αρχή, μα αμέσως δυναμώνει, γρηγορεύει, γίνεται πολύπλοκη κι αγωνιώδης. Κι άλλα όργανα ακούγονται τώρα, σα βιολιά, σα φλάουτα, σαν πουλιά. Και μετά αλλάζει πάλι και γίνεται βαθιά, σαν να ξεκινάει από το στήθος της μέσα και παλεύει να βγει, να λευτερωθεί. Τα χέρια της μένουν μετέωρα με τις βελόνες κρατημένες σφιχτά ανάμεσα στα δάχτυλα, η μουσική της φέρνει δάκρυα. Άκου εκεί κάτι πράματα. Ε, αυτό δα δεν το ‘χε ξαναπάθει, ξεκούτιανε καλά καλά.
- Αννάκι, τι ‘ναι τούτο, αγάπη μου;
- Ένας δίσκος, γιαγιά, που βρήκα στη ντουλάπα, παλιός. Μα, δικός σου θα τανε.
Κάτι άστραψε στο μυαλό της. Ο συγχωρεμένος ο μπάρμπας της ο Σταύρος, το πικάπ, ο δίσκος, χρόνια καταχωνιασμένος.
- Άχου, μάτια μου! Ο κουμουνιστής!
- Ποιος κουμουνιστής, ρε γιαγιά, τι λες;
- Αχ βρε, Αννάκι, να ‘ξερα ότι οι κουμουνιστές παίζανε τέτοια πράματα και δε θα θύμωνα του παππού σου, που γινόταν σκόνη στον καφενέ για το κουκουε.
Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.