-Τι ώρα πρέπει να γυρίσεις σπίτι;
-Νωρίς.
-Πάλι; Αναρωτήθηκα μα δε σου φανέρωσα, για να στο παίξω χαλαρός, πως κι εγώ δεν πρέπει να αργήσω.
Βράδυ Αυγούστου. Στο μεγάλο βράχο του μόλου, ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα να ακουμπούν μόνο τα δάχτυλα μας. Μπόλικη η αμηχανία, λιγοστό το φως. Τα μάτια βλέπουν περίεργα σχήματα μέσα στο σκοτάδι. Από μακριά η μουσική και οι θόρυβοι των Καφενέδων. Ζαλίζομαι. Φταίει και το τσιγάρο. Μόνο εγώ καπνίζω. Το στόμα στυφό, καταπίνει τα λόγια άφωνα, άμαθο ακόμα στο αλφάβητο μιας τέτοιας λαχτάρας.
- Έχεις τσίχλα, ρωτάω.
- Μόνο αυτή που μασάω.
- Α!
- Με σιχαίνεσαι … ;
Μεσημέρι, ένα χρόνο μετά. Κόσμος στο Μπαρκαδούρο, φωνές, γέλια και παιχνίδια. Εγώ ξαπλωμένος στο μεγάλο βράχο μες την θάλασσα. Κολυμπάς κοντά, σε βοηθώ ν’ ανέβεις και ξαπλώνεις δίπλα μου. Με βλέμμα λοξό παρατηρώ το σώμα σου. Θε μου, πόσο άλλαξες μέσα σε ένα χρόνο! Κοιτώ τα χείλη σου, την ανάγλυφη αποτύπωση των θηλών σου που ξύπνησαν από το ελαφρό αεράκι, την απρόσεχτη φύση σου, τις καμπύλες σου. Κοιτώ … τη Γυναίκα που έρχεται. Θέλω να κάνω μια βουτιά μα μου είναι αδύνατο να σηκωθώ. Δεν κάνω τίποτα. Μόνο αμήχανος γυρίζω μπρούμυτα και κοιτάζω αλλού.
Ξημέρωμα στη Λειβάδα, το επόμενο καλοκαίρι. Στον πλατύ βράχο, εκεί που τελειώνει το πι του μόλου. Καμιά 20αριά νέοι αραγμένοι. Καπνίζουμε. Κάποιος έχει φέρει κασετόφωνο. Παίζει το «Κάνω μια ευχή», νομίζω από τους «Εξόριστους». Μιλάμε για φαντάσματα και καλομοίρες. Στοίχημα: Ποιος πάει μόνος του μέχρι το νεκροταφείο; Τα κορίτσια φοβούνται. Τα αγόρια φορούν τζιν. Όλοι φούτερ. Κορμιά μπλεγμένα. Έχω κολλήσει το μανίκι μου στο δικό σου … για την ψύχρα. Οι παλάμες μας δυο τυφλά «μικρά ζώα» που λαίμαργα ψαχουλεύουν τα χέρια μας. Να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορώ. Να σε πάω σπίτι; Σηκωνόμαστε. Καληνύχτα.
Σε λίγα μέτρα καβαλάω το πεζούλι. Έλα! Ο βράχος πίσω. Πίσω πίσω. Μη γλιστρήσουμε. Είναι καθαρά; … Φίλα με … σφιχτά. Αγκαλιαζόμαστε. Ένα αμφίβιο πλάσμα ξεπηδά απότομα πάνω στον βράχο και πάλλεται κάθιδρο στο πάθος. Κουλουριάζεται, σπαρταρά πνέοντας τις τελευταίες ανάσες της αθωότητας. Τα στήθια του βρυχώνται. Μη! Ανίκανο να αντισταθεί στο τέλος του, βουτηγμένο στην άγνοια και την ηδονή. Πρόσεχε, με πονάς. Τρώει τις σάρκες του, γεύεται την αλμύρα, το τζελ των μαλλιών, τα όξινα θέλω και ρουφά τα πρώτα αρώματα (σπρέι) που διάλεξε ο καθένας μας. Βάζει όλη του τη δύναμη, πηδά ψηλά, κλείνει τα μάτια και μουγκρίζοντας παραδομένο στο αήττητο τέτοιου ζόρικου πόθου, βουτά ξανά σε μια νέα, ζεστή, θερινή θάλασσα. Σσσσς, θα μας ακούσουν. Κρατάμε την αναπνοή μας. Κάποιος πέρασε. Σχεδόν γυμνοί, σχεδόν ντυμένοι, σχεδόν μυημένοι. Κανείς δεν ντρέπεται απόψε. Κι ας φτάσαμε τόσο κοντά, όσο μας το επέτρεψε η σπάργανη φύση μας.
Υπάρχει μια εποχή που αγάπη κι έρωτας είναι ένα, διάσταση ομοούσια, που οι ανάγκες, ακόμα, δεν τις έβαλαν χώρια, τιμωρία στη ζωή που φθείρεται και ωριμάζει κόντρα στη φύση τους.
Είναι τα έφηβα καλοκαίρια. Τα ατέλειωτα. Τα υγρά. Με τους αιώνιους όρκους, τα λόγια μπουμπούκια και τα αθάνατα παιδιά. Κορμιά νωπά απ' του έρωτα το άγγιγμα, με μύες αιλουροειδών και μάτια φλογισμένα. Κορμιά επικίνδυνα.
Αυτήν την εποχή την έζησα μαζί σου, μικρός … σε όλο της το μεγαλείο, βουτηγμένη από πάνω μέχρι κάτω στην αιωνιότητα. Με αχίλλειο φτέρνα το μήνα Σεπτέμβρη, την επιστροφή, τον θάνατο που φτάνει πριν χτυπήσει το κουδούνι. Μα και με ένα αίσθημα – υλικό, απαραίτητο για να βγάλεις τον χειμώνα• ένα αίσθημα που κρατά ζωντανή την ελπίδα πως θα σμίξουμε ξανά «του χρόνου» και κυρίως, πως τελικά τίποτα δεν πεθαίνει. Γιατί ο έκπτωτος ιπτάμενος έφηβος, ο Ίκαρος, θα αναστηθεί το επόμενο καλοκαίρι ξανά, σε εκείνον το μικρό πιτσιρικά και φτερωτό θεό, τον Έρωτα.
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
απαράλλαχτο εσύ
κι ένα σπίτι στην θάλασσα.
Μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης
Κωνσταντίνος Βατούγιος
konstantinos@ikariamag.gr