Το ξεφάντωμα που ζήσαμε τις τελευταίες μέρες, σε σπίτια ως παρέα μουτσουνιάριδων, σε χοροεσπερίδες συλλόγων, στη πλατεία του Αγίου, στους εκστατικούς ρυθμούς της πρωτοβουλίας της νεολαίας του Αγίου Κηρύκου- πρωτόγνωρης και μαζί πανάρχαιας-, ακολουθεί η Καθαρά Δευτέρα, με τους αετούς και τα σαρακοστιανά στους γιαλούς, σε σπίτια συγγενών, φίλων ή και σε ταβέρνες.
Όμως πως ζούσαν τη μέρα αυτή οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας;
Το γλέντι της Καθαράς Δευτέρας δε ξεκινούσε τη Καθαρά Δευτέρα, αλλά τη προηγούμενη μέρα, τη Κυριακή της Τυρινής. Τη μέρα αυτή επιτρεπόταν να φάει κανείς μονάχα μακαρόνια με τυρί. Τα μακαρόνια ήταν χειροποίητα και τα έκαναν οι γυναίκες. Οι νεολαίες των χωριών έκαναν ρεφενέ και μαζευόντουσαν σε σπίτια γεροντολεύτερων ή "μπεκιάρηδων". "Μπεκιάρης" αποκαλούνταν ο άνδρας που είχε φτιάξει σπίτι, αλλά δεν είχε ακόμα παντρευτεί και έτσι έμενε μοναχός του. Οι νεολαίοι έφερναν -άλλος μεζέδες, άλλος κρασί- ό,τι περίσσευε από το φαγοπότι στα σπίτια τους, εκεί όπου νωρίτερα καθόντουσαν να φάνε τα μακαρόνια με το τυρί με τους γονείς και τους συγγενείς τους. Κανόνιζαν λοιπόν σε ποιο μπεκιάρικο σπίτι θα πηγαίναν να χορέψουν και εκεί ξημερώνονταν.
Μια γυναίκα, μέλος της νεολαίας των Καρών κατά τη δεκαετία του ’50, θυμάται τα γλέντια τους στο σπίτι ενός Καρούτσου, που τότε ήταν ακόμα μπεκιάρης. Αυτός πάντα τους καλούσε και κανόνιζε να καλέσει και λυράρηδες ή βιολιτζήδες από το χωριό. Και χορεύανε...Και άμα ξημέρωνε, «ηλέγαν πολλοί- βλέπεις πιστεύανε πιο πολύ τότε,- κλείσετε τις πόρτες να μην έμπει η νηστεία μέσα, η Σαρακοστή». Η νηστεία της Σαρακοστής ήταν «φυσικός κανόνας» και το πρωί πια κλείνανε το σπίτι και φεύγανε από ‘κει. «Του δίναμε για τον Αρμενιστή με τα πόδια...δε πη(γ)αίναμε απ’ το σπίτιν μας». Το ξέρανε αυτό οι δικοί τους και δε τους περίμεναν. Στον Αρμενιστή τρώγαν τα Σαρακοστηνά «που κάμναν εκεί τα καφενειάκια»- αχινιούς, ψάρια και άλλα θαλασσινά- «τίποτε Πασχαλινό». Και ερχόντουσαν παρέες απ΄ ούλα τα χωριά και χορεύγανε όλη νύχτα. «Και την άλλη μέρα το πρωί, τη Τρίτη, παρέες παρέες να του δώκουμε πάλι για τα σπίτια μας...να μας δουν οι ανθρώποι. Κι ητραγουδούσαμε δρόμο δρόμο που ανεβαίναμε, ιστορίες, παρέες...ωραία χρόνια».
Ωραία χρόνια μα και δύσκολα. Σαν αυτά που απλώνονται μπροστά μας. Πόσο όμως μας ανακουφίζουν οι κοινές αναμνήσεις που έχουμε με τις προηγούμενες από εμάς γενιές! Πόσο πλούσιοι νιώθουμε! Και είναι ένας πλούτος που κανείς δε μπορεί και δε δικαιούται να μας τον στερήσει.
Μαρία Μπαρέλη-Γαγλία
gagmaba@yahoo.gr