Μια βολά* κι έναν καιρό (μπας και σας πείσω ότι είναι φανταστική η ιστορία, παραμυθάκι σα να λέμε), κάπου μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, η Νικαριά, όπως και τ’ άλλα νησιά του Αιγαίου και η υπόλοιπη Ψωροκώσταινα, βρισκόταν σε πειρατικό κλοιό. Ληστοπειραταί καταληστεύ(γ)ανε τους τόπους, τίποτε δε στέκουνταν όρθιο. Σχολειά, νοσοκομεία, καταστήματα, νοικοκυριά, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, γέροι και γριές...ούλα ήταν βορρά στους επιδρομείς.
Καταφτάνανε στο νησί μας με πλοία κι αερόπλανα. Δε χρειαζόταν καν να είναι καβάλα στ’ άλογα ή να κρατούν σπαθιά...Νοικιάζανε απίσπερα* γιώτα χι και τζιπάκια και βολοδέρνανε στο νησί μας με τα πορτοφόλια τους γεμάτα. Άγνωστοι μεταξύ γνωστών. Καμιά φορά, δε χρειαζόταν καν να πατήσουν το ποδάρι τους ε(δ)ωνά*. Στέλανε κάτι χαρτιά και άξαφνα ό,τι γνωρίζαμε μέχρι τότε δεν ίσχυε πια. Για παράδειγμα, δε ξέραμε αν η γη που μας αφήκαν οι πρωτινοί* θα ήταν και αύριο δικιά μας. Δε ξέραμε αν θα κρατούσαμε τα πατρικά μας σπιτοκαθίσματα και ποιοι θα κατοικοέδρευαν σ’ αυτά λίγα χρόνια μετά. Δε ξέραμε καν αν θα επιβιώναμε από μια κρίση σκωληκοειδίτιδος...
Μια μέρα το λοιπόν, κατέφτασε (ανάμεσα στους άλλους ληστοπειρατές) μια κοπέλα, από δαύτες, τις οικολόγους. Στο έβγα της αφ’ το πλοίο, στο λιμάνι του Ευδήλου, της ‘πάντησε* ο Λιός (ίσως ο μοναδικός φανταστικός μας ήρωας). Της φάνηκε «εναλλακτικός τύπος» και σκέφτηκε να πιάσει από ‘κει. Του συστήθηκε: «Με λένε Νένα και είμαι διεθνής οικολόγος».
Λίγο μπερδεύτηκε ο Λιός. Είχε συνηθίσει ν’ ακούει για τους οικολόγους...τι είναι ο διεθνής; Σαν διεθνής ποδοσφαιριστής σαν να λέμε;
«Αμέ κι ίντα πουλάς;» τη ρώτησε.
Λίγο παρε(γ)ηξηγημένη, λίγο χαρούμενη για την ευκαιρία που της έδινε για να του ‘ανοίξει τα μάτια’, του απάντησε:
«Δε πουλάω τίποτα. Ενδιαφέρομαι να οργανώσω ένα οικο-χωριό».
«Και ήντα πράμα είναι τούτο;»
Αυτή ήταν η ευκαιρία της….Έβαλε το πλατύ της χαμόγελο και πήρε ένα δασκαλίστικο ύφος.
«Κοίτα…υπάρχουν ήδη πολλά διεθνή οικο-χωριά και ο στόχος τους είναι να γίνουν οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμα. Τα χτίζουμε με υλικά που βρίσκουμε στο περιβάλλον και σε αυτά μένουν άνθρωποι που έχουν επιλέξει έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής. Και λειτουργούν ως παραδοσιακές κοινότητες με κοινοκτημοσύνη. Θα παράγουμε τα περισσότερα αν όχι όλα απ’ όσα καταναλώνουμε…Ξέρεις, για μας ο καταναλωτικός τρόπος ζωής, η καταστροφή της φύσης, η αστικοποίηση, η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα πρέπει να αλλάξει αν είναι να σταματήσουμε την οικολογική καταστροφή. Τα οικο-χωριά είναι κοινότητες που προσπαθούν να ζουν με μηδενικό οικολογικό αποτύπωμα…»
«Ωραία μου ‘κού(γ)ονται ολ’ αυτά», της απάντησε, «αλλά, από δαύτα μαθόν* ούλη η Νικαριά είναι σπαρμένη».
«Τι εννοείς; Έχει οικοχωριά στην Ικαρία;» ρώτησε με ένα μείγμα απορίας και έκπληξης.
«Αμε εν έχει; Τόσα σπίθκια είν καμωμένα από πέτρα και υλικά από γύρω, βόττα-γύρισε*. Οι αθρώποι ζουν σε κοινότητες, βουθάνε ο ένας τ’ αλλουνού άμα βρεθούν σ’ ανάγκη, κι ούλοι γινόμαστε μια κάγκα* στις χαρές και στις λύπες…Και έχομε και κοινοχτημοσύνη αφ’ τα παμπάλαια χρόνια. Και έχομε τα χοιροκουμάσια μας, τα κοτέτσια μας και τα κηπαράκια μας. Για να ζούμε ε(δ)ωνά μαθόν, ε το κάμουμε απ’ ανάγκασμα…Έχει πλοία και αερόπλανα, έχουμε και συγγενείς σ’ ούλες τις μεγάλες μητροπόλεις του πλανήτη που άμα μπορούμε τους στέλουμε αφ’ το ευρισκούμενο, απ’ αυτά που παράγομαι με τον κάματό μας….λίγο λάδι, λίγο κρασί, χόρτα, μανίτες, αυγά αφ’ τις κότες….Ζούμε μακριά αφ’ τη πόλη από επιλο(γ)ήν. Και άμα λες για τη καταστροφή του περιβάλλοντος, μαζί σου. Αλλά (δ)εν καταλα(β)αίνω πως το να καταστολιάζεις* σε μιαν άκρια του πλανήτη και να προσπαθείς να κάμεις, ας πούμε αυτό που έκαμε ο Cabet στο Ιλινόις της Αμερικής, μπορεί να ξεβγάλει* το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα. Για(δ)ε*, αυτό δα εν είναι που έχει ανάγκασην από τεράστιες ποσότητες ενέργειας -ανεξαρτήτως χρώματος (ενν.μαύρη ή πράσινη)- που για να παραχθεί μολύνεται το περιβάλλον με τρόπο μη αναστρέψιμο; Αυτό δα εν είναι λοιπόν που ως μαινόμενος ντανάς μας οδηγεί ολοταχώς στο οικολογικό ξέβγαρμα; Κι απέκιου*, ούλη αυτή η οικολογική καταστροφή συντελείται για να φωταγωγήσει τις πόλεις οπού είναι συγκεντρωμένοι οι αργάτες και οι άξαργοι* και για να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές τους ανάγκες. Δε μπορούν μαθόν να τις ικανοποιήσουν από αυταδά που παρά(γ)ουσι ελό(γ)ου τους*, γιατί εκε(δ)ά* στις πόλεις που ζούνε εν έχουσι χωράφκια και ζωντανά. Έχουνε λοιπό τ' ανάγκασμα να πουλούνε την εργασία τους για χρήμα. Και στις μέρες μας μη φανταστείς πως κάμουνε παράδες. Μόλις και μετά βίας πληρώνουν τα χρέη και τους λογαριασμούς που τους επιβάλλουν οι ληστοπειραταί που ελέγχουν το κράτος. Και πολύ σύντομα δε θα φτάνουν τα χρήματα αυτά για να πληρώνουσι τους φόρους των για τις άσπες και τα στενοπέζουλα που τους αφήκαν οι παππούδοι τους, για τα αγροτόσπιτα στ’ αμπέλια τους, για τα σπιτάκια τους στο γιαλό που είναι χτισμένα με πέτρα ή τσιμεντόλιθους. Για να εξασφαλίσουν την καφαρτέ* άλλης μιας μέρας α πουλήσουνε τη γη και τα πατρικά τους στο χωριό…Και για να ‘χομε καλό ρώτημα: που α την έβρετε τη γη που χρειάζεστε για να κάμετε το οικο-χωριό σας;»
Η Νένα είχε μείνει άναυδη. Πάνω από χίλιες σκέψεις πρέπει να πέρασαν αφ’ το μυαλό της μέσα σε χρόνο απροσδιόριστο, μα καμία να βγάζει νόημα….Ο χρόνος λειτουργούσε πιεστικά πάνω της. Έπρεπε να απαντήσει.
«Ζητάμε να μας τη κάνουν δωρεά…» του απάντησε μισο-υπνωτισμένη.
«Σαν εκκλησά σα να λέμε…Και α κάμετε κι οικο-τουρισμό;»
«Ναι!» αναφώνησε ενθουσιασμένη με την ιδέα ότι το σχόλιο του στο πιο επίμαχο σημείο μπορούσε να φανερώνει αποδοχή. «…Μόνο που εμείς δε πιστεύουμε σε θεούς και αγίους. Έχουμε τις δικές μας αξίες που είναι οικολογικές. Και ναι, κάνουμε οικο-τουρισμό. Φέρνουμε κόσμο που θέλει να το δει αυτό, πως είναι και πως λειτουργεί. Και απ’ αυτό πληρώνουμε τα έξοδα για τις οικο-κοινότητές μας».
«Γιάδε, ωραία επιχείρηση έχετε...σκέτο αρμεώνα. Μάσαλά σας! Κι άμα έβρετε τζάμπα γη να μου το πείτε και μένα να ‘ρτω να ρίξουμε μαζί το κατεστημένο» της είπε και στραφογυρίστηκε.
Η Νένα μπερδεμένη από αυτή τη τελευταία πρόταση του Λιού έμεινε να αναθυβάνει* κοιτάζοντας το άδειο λιμάνι, τα φώτα που μόλις φαίνουνταν αφ’ τη πάχνη της θάλασσας και τις πρώτες αχτίδες που ξέπεραν αφ’ τα σύννεφα. Ξημέρωνε στον Εύδηλο. Το ποστάλι* είχε χαθεί προ πολλού μέσα στο Ικάριο πέλαος. Το ίδιο κι αυτή. Περπάτησε λίγο, είδε το πράσινο ματίζ που είχε νοικιάσει το προηγούμενο βράδυ με το όνομά της στο μπαμπρίζ, το έβαλε μπρος και χάθηκε πάνω στο νησί.
Μαρία Μπαρέλη-Γαγλία
gagmaba@yahoo.gr
Μεταγλώτισση [με τη βοήθεια του Λεξικού Ικαριακής Ντοπιολαλιάς του Δ.Λεσσέ (2012) και άλλων φίλων και συνοδοιπόρων στη ζωή εδώ στην Ικαρία].
* βολά: φορά
* απίσπερα: το βραδάκι, μετά τις εσπερινές ώρες
* ε(δ)ωνά: εδώ πέρα
* πρωτινοί: πρόγονοι
* πάντησε: συνάντησε, βρήκε τυχαία
* μαθόν: να ξέρεις/ βέβαια
* βόττα-γύρισε: τριγύρω, στα πέριξ
* μια κάγκα: όλοι μαζί, σαν ένα σώμα
* καταστολιάζω: κρύβομαι, καταφεύγω/ μτφ., ξεκουράζομαι, αναπαύομαι
* ξεβγάλω: εξαλείφω, αποτελειώνω, καταστρέφω ολοκληρωτικά
* γιά(δ)ε: δες, κοίτα, κοίταξε
* απέκιου: μετά, ύστερα, κατόπιν
* άξαργος: άνεργος (εν δυνάμει εργάτης)
* ελόου μας: εμείς
* εκε(δ)α: εκεί
* καφαρτέ: γεύμα, μεσημεριανό φαγητό
* αναθυβάνει: αναρωτιέται/ συλλογιέται
* ποστάλι: επιβατηγό πλοίο
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Μαρίας Μπαρέλη-Γαγλία.