Οι φιλενάδες

Είχα ιδρώσει. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα και φοβόμουν πως δεν θα προλάβαινα να φωτογραφίσω τον Άη Γιώργη με φως. Την άλλη μέρα το πρωί έπρεπε να φύγω για την Ικαρία και ήταν αδύνατον να μείνω άλλη μία μέρα στους Φούρνους. Έπρεπε να προλάβω να τον φωτογραφίσω μέσα στην επόμενη μισή ώρα γιατί ο ήλιος έπεφτε με τη γνωστή του ταχύτητα του φωτός.

Έτρεχα και σκεφτόμουν πως όλα είχαν πάει στραβά. Καθυστερήσεις, ατυχήματα, τραυματισμοί, τσακωμοί, όλα, όλα με είχαν ταλαιπωρήσει σ’ αυτό το ταξίδι. Τα είχα όμως καταφέρει καλά: είχα πάει παντού, είχα μιλήσει με όλους, είχα φωτογραφίσει τα πάντα. Μόνο ο Άη Γιώργης μου έμενε…

Και καθώς έτρεχα μ’ αυτή τη διεστραμμένη και συνάμα απολαυστική διάθεση αυτοτιμωρίας που σε κάνει να προσπαθείς να πονούν τα πνευμόνια και τα πόδια σου ενώ τρέχεις σα να μην υπάρχει αύριο, βλέπω μπροστά μου… Εκείνες.

Δυο φιλενάδες γύρω στα ογδόντα (τουλάχιστον) καθισμένες σ’ ένα πεζούλι, μιλούσαν και γελούσαν ήσυχα. Πάγωσα μόλις τις είδα, δεν ξέρω γιατί. Ακινητοποίησα τα τρεμάμενα πόδια μου, έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή και τις τράβηξα τρεις φωτογραφίες. Πολύ μου άρεσαν έτσι όπως κάθονταν δίπλα δίπλα. Η μία ήταν ξυπόλυτη και σκεπτική και η άλλη με τα παντοφλάκια της, κάπως πιο σοβαρή. Και οι δύο ήταν μαυροφορεμένες, με κορμιά σκευρωμένα και πρόσωπα χαραγμένα απ’ τα χρόνια. Κουκλίτσες όμως. Σαν κοριτσάκια!

«Να μου τη στείλεις αυτή τη φωτογραφία που με τράβηξες!» μου φώναξε δυνατά η ξυπόλυτη εκεί που τις χάζευα. «Ορίστε;» της είπα πλησιάζοντας. «Τη θέλετε, στ’ αλήθεια;». «Ναι! Θέλω να μου τη στείλεις τη φωτογραφία κοπέλα μου, να την έχω!». «Και βέβαια θα σας τη στείλω!» της είπα όλο χαρά, ξεχνώντας και Άη Γιώργηδες και όλα. Βγάζω το τεφτέρι μου και τη ρωτάω «Πώς σας λένε να το γράψω πάνω στο φάκελο;», «Αφροδίτη Τάδε» μου απαντά. «Ωραία, κυρία Αφροδίτη μου! Όταν πάω στην Αθήνα θα την εκτυπώσω και θα σας τη στείλω! Είναι πολύ ωραία φωτογραφία! Σας αφήνω τώρα γιατί πρέπει να προλάβω τον Άη Γιώργη με φως!». «Στο καλό, κοπέλα μου» είπαν και οι δύο και γύρισαν στην κουβέντα τους ανέμελες.

Ο χρόνος και τα χρόνια πέρασαν, εγώ γύρισα στην Αθήνα, το τεφτέρι κάπου καταχωνιάστηκε και η φωτογραφία που έταξα στην κυρία Αφροδίτη δεν εκτυπώθηκε ποτέ. Το επίθετό της το ξέχασα και από τότε δεν ξαναπήγα στους Φούρνους για να της τη δώσω αυτοπροσώπως. Οι δύο φιλενάδες βέβαια μπήκαν στο βιβλίο μου, αλλά εγώ δεν θα μάθω ποτέ αν η κυρία Αφροδίτη το είδε.

Οι φιλενάδες μπορεί να μην είναι πια στην παρέα μας (αυτή των ζωντανών εννοώ) γιατί έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε. Αν ωστόσο είναι ακόμη εδώ, σ’ αυτή τη διάσταση, και εσύ που διαβάζεις αυτό το κείμενο τώρα αναγνωρίζεις τα πρόσωπα στη φωτογραφία, στείλε μου ένα e-mail με το όνομα της κυρίας Αφροδίτης ή της φίλης της για να τους στείλω τη φωτογραφία… Ποτέ δεν είναι αργά για να διορθώσουμε ένα λάθος ή για να κάνουμε μια ευχάριστη έκπληξη, έτσι δεν είναι;

Αν δεν τις πρόλαβα όμως, τότε αυτός είναι ο τρόπος μου να εξιλεωθώ. Δεν τις ξέχασα. Ξεχάστηκα…

Αλεξία Παλαιστή
alexpalester@yahoo.gr

Διαβάστε τι έγινε στη συνέχεια...: Όμορφοι Φουρνιώτες

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Αλεξίας Παλαιστή.

ikariastore banner