Στις Αμερικάνες

Είναι δύσκολα αυτά τα χρόνια στο νησί. Έχουμε 1950, τι τα γυρεύεις... Δεν υπάρχουν δουλειές. Οι άνθρωποι φεύγουν, οι πολλοί στην Αθήνα μα και αρκετοί στην Αμέρικα, στην Αυστράλια. Ψάχνουν μεροκάματα, να μπαρκάρουν, άλλοι να μάθουν κάποια τέχνη, να σπουδάσουν. Και φιλοξενούνται. Οι Καριώτες είναι λίγοι που έχουν σπίτια στην Αθήνα. Σε αυτούς πηγαίνουν μέχρι να σταθούν στα πόδια τους όσοι έρχονται από κάτω, από το νησί.

Έτσι θα γίνει και με την Γεωργία. Θα φύγει από το νησί και θα φιλοξενηθεί στη θεία της την Μοσχούλα, αδελφή της μάνας της που έμενε κάπου στο Παγκράτι, στην πλατεία. Η Μοσχούλα είχε έρθει εδώ το '25 περίπου. Πρώτα στη Σύρο βέβαια να μάθει φραγκοραφτού και μετά στην Αθήνα. Παντρεύτηκε μετά, έκανε παιδιά, ήρθε και ο πόλεμος, και έστησε τη ζωή της πια εδώ. Εκείνη είναι που θα κατέβει στον Πειραιά, στο πλοίο για να πάρει τη μικρή. Έρχεται απόψε. Το πλοίο πρέπει να είναι το Παντελής. Είναι 17 χρονών κορίτσι, μην πα και μας χαθεί, λέει η Μοσχούλα, δεν ξέρει την Αθήνα. Είναι και όμορφη. Μπορεί να μας την κλέψουν. Είναι όμορφη ναι. Με μακριά μαλλιά που τα πιάνει κοτσίδα και πέφτουν σαν φιδωτό μονοπάτι στους ώμους της και άλλες φορές τα αφήνει ανάλαφρα σαν νερό που κυλάει σε ρυάκι. Είναι αδύνατη και με μια δόση απαλότητας στην κορμοστασιά της. Άβγαλτο μικρό όμως, φοβισμένο, ένα παιδί από το χωριό, μα με όρεξη για δουλειά και προκοπή όπως πολλοί Καριώτες που φεύγουν από το νησί. Θα βρει δουλειά στις Αμερικάνες, που την σύστησε εκεί μια φίλη της μάνας της. Ναι, στις Αμερικάνες. Έτσι τις λέμε. 

Η Lucy και η Alicon είναι δύο Αμερικανίδες αρχαιολόγοι φωτογράφοι και βυζαντινοί μελετητές. Όχι ιδιαίτερα όμορφες αλλά πολύ κομψές. Κυρίες. Έχουν έρθει στην Ελλάδα από την δεκαετία του 30 και δουλεύουν σε αρχαιολογικές ανασκαφές και σε αποκαταστάσεις βυζαντινών μνημείων, έχοντας όλα αυτά τα χρόνια λέει, βασική συμβολή στην εξερεύνηση των αρχαιολογικών περιοχών της Αθήνας. Και διάσημες για τις φωτογραφίες Ελληνικών γλυπτών που έχουν τραβηχτεί από εκείνες. Τώρα αυτά που σου λέω, είναι αυτά που διαβάζω και ακούω για αυτές τις γυναίκες, που να ξέρω και εγώ. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν αναλαμβάνουν διευθύντριες της ανακατασκευής της Στοάς του Αττάλου, χρηματοδοτούμενο έργο από την Αμερικάνικη σχολή κλασσικών σπουδών. Μεγάλο έργο. Θα έχεις ακούσει γι αυτό. Καταγράφουν τις ανασκαφές που γίνονται στον χώρο της αρχαίας αθηναϊκής αγοράς και είναι υπεύθυνες για την μεταφορά των αντικειμένων στον νέο χώρο που ετοιμάζεται. Μιλούν Ελληνικά πια, δημοσιεύουν άρθρα, μελέτες για την εποχή της κλασσικής Αθήνας, μελετούν και ζουν στο Κολονάκι. Σ ένα ωραίο διώροφο μεταπολεμικό σπίτι, καινούργιο δηλαδή, κοντά στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Το νοικιάζουν.

Εκεί δουλεύει το κορίτσι μας. Δέκα χρόνια θα μείνει μαζί τους και θα μάθει πολλά είναι η αλήθεια, κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους. Να είναι υπεύθυνη, σοβαρή, μετρημένη, να συντηρεί και να μαγειρεύει μικρό κορίτσι, σε ένα σπίτι μεγάλο με πολλές απαιτήσεις και καθημερινές ανάγκες. Από εκεί θα περάσει ο ''καλός'' που λένε κόσμος της εποχής. Στο σπίτι αυτό, που τα παράθυρα έβλεπαν στο βουνό και η μυρωδιά από πεύκο μετά τη βροχή κατέκλυζε τα δωμάτια, θα σερβίρει σε συγγραφείς, ποιητές, ακόμα και υπουργούς. Μια φορά θα σερβίρει με την αδελφή της και στον Βασιλιά Παύλο. Το πιστεύεις; Τον Σεπτέμβριο του 53 στα εγκαίνια της Στοάς του Αττάλου. Δυο φτωχά κορίτσια από ένα μικρό χωρίο της Ικαριάς. Που 'ξέραν τα κακόμοιρα; Πώς δεν τα θαλάσσωσαν εκείνο τα απόγευμα... 

Κάπως έτσι περνάει ο καιρός και οι εποχές είναι τέτοιες που θα κάνουν την Γεωργία να ωριμάσει πιο γρήγορα για την ηλικία της. Έτσι πρέπει. Είναι το  μεγαλύτερο παιδί μιας φτωχής Καριώτικης οικογένειας και θα πρέπει να αναλάβει και τα μικρότερα αδέλφια της που έρχονται σιγά σιγά από κάτω. Μεγάλωσαν και αυτά. Ζει σε ένα μικρό δωμάτιο, το δωμάτιο της υπηρεσίας,  τέσσερα σκαλιά πιο κάτω, στον ημιυπόγειο χώρο του διώροφου σπιτιού. Εκεί, σε αυτό το δωμάτιο φιλοξενεί, κρύβει θα έλεγα πιο σωστά, τα αδέλφια της μα κατά καιρούς και συγγενείς, ξαδέλφια που θα βρεθούν στην Αθήνα και καμιά φίλη από το χωριό που και που, για λίγο ή περισσότερο. Μα και παραχωριού γνωστοί θα περάσουν από κει, και συμμαθητές, παιδικοί φίλοι, άλλος για να τους δει, άλλος για να φάει, να ζητήσει λεφτά άλλος, δανεικά να ανοίξει λέει ένα μανάβικο... όλοι! Εκεί κοιμούνται κρυφά, τρώνε, διαβάζουν και όταν καταλαβαίνουν ότι πλησιάζει από το πάνω σπίτι κάποιος στην αποθήκη, που είναι η διπλανή πόρτα, σαλτάρουν μες την ντουλάπα ή κάτω από το κρεβάτι, και το πρωί πάλι, μια κλεφτή ματιά στα πάνω παράθυρα, ένα σάλτο στο απέναντι πεζοδρόμιο και δρόμο.

Τόσα χρόνια έτσι, στα κρυφά. Ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς γκρίνια. Ο ένας να στηρίζει τον άλλον δίνοντας και παίρνοντας αγάπη μπόλικη. Αγάπη που υπερβαίνει τις δυσκολίες. Τα βράδια να περνούν με φόβο, αγωνία αλλά και με χαρές, με γέλια πνιχτά και πειράγματα όπως αρμόζει στα νιάτα τους. Στα κρυφά αλλά με χαμόγελο και ελπίδα για όσα θα έρθουν. Έτσι περνούν τα πρώτα τους χρόνια. Καλοκαιρινά βράδια με τα φεγγάρια να φωτίζουν ολάκερη την αυλή, που ευωδίαζε με ακριβό καπνό και αρώματα από τις επισκέψεις της κοσμικής αστικής Αθήνας, ενώ τέσσερα σκαλοπάτια πιο κάτω καθώς κυλούσε η νύχτα, τα όνειρα ανέβαιναν σε μικρά κύματα, γλιστρούσαν στα εφηβικά κορμιά τους, πλέανε στον κλειστό χώρο του μικρού δωματίου, βρίσκαν τρόπο να αποδράσουν και ταξίδευαν. Πολλές φορές μέχρι το νησί και άλλες φορές ακόμα πιο πέρα, πολύ πιο πέρα, ως ότου ξημέρωνε.

 

 

-Και δεν σε είχαν καταλάβει ότι από κάτω είχες τους δικούς σου, την ρωτάω 60 χρόνια μετά. Μαμά, γιαγιά και ακόμα τόσο όμορφη...
-Και ποιος ηξέρει, που ξεκολλούσε η ψυχή μου...;
Όμως τώρα που τα φέρνω στη μνήμη, μια φορά μόνο στα τόσα χρόνια, μου είπε θυμάμαι η Alicon που είχα να πάω για τα ψώνια στην αγορά, ...η καλή μου... 

«Nα αγοράσεις και κάμποσο παραπάνω γιατί όπως φαίνεται, εδώ τρώμε και ένας στόλος!”

Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.

ΚΑΡΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ: Πάρε μέρος

ikariastore banner