Έπλενε κάτι καρέκλες στην πίσω τουαλέτα. Στο Αμάλου. 15αύγουστος. Όλοι θα ήταν στο πανηγύρι στη Λαγκάδα. Δεν μπορούσε να πάει. Δεν θα τον έβλεπε κανείς. Είχε πάψει από καιρό να είναι ορατός γιατί δεν τον έβλεπε εκείνη. Φυσικά η ίδια δεν το ήξερε. Είχε ακούσει ότι τα τελευταία χρόνια τον ‘λέγαν η «φωνή» αλλά έμενε στην Αθήνα και δεν ήξερε ότι δεν ήταν απλώς το νέο του παρατσούκλι.
Να σου πω κάτι; Ήταν Μεσημέρι. Ήταν Μεσημέρια. Πριν πολλά χρόνια. Μες το λίλιρο να ζάλεις, μες τα χωράφια, τρέχοντας με το αναψοκοκκινισμένο από την αλμύρα και τον ήλιο πρόσωπο, να βιάζεσαι να βρεθείς στην αυλή του παππού, εκεί πάνω απ' τη θάλασσα. Στην αυλή σαν σε κατάστρωμα που ήταν. Ναι! Αν πήγαινες στην άκρη νόμιζες ότι θα πέσεις μέσα. Μες το μπλε!
17 χρονών, τι είχαν ζήσει να μου πεις; Αμούστακοι έρωτες, μονάχα το κορμί ό,τι θέλει. Σε λίγες ημέρες είχε γενέθλια και εκείνος θα ‘φευγε . Την ημέρα των Γενεθλίων της βρήκε! Του έταξε βόλτα. Θα έπαιρνε κρυφά το αγροτικό του πατέρα της και θα τον πήγαινε στον Αθέρα. Ήξερε να οδηγά. Πάντα όμως με τον μπαμπά και μόνο στο νησί. Στην Αθήνα δε θ’ άντεχε.
Πριν από κάμποσο καιρό, είχαμε αναρωτηθεί (σύντομα θα δημοσιεύσουμε και εδώ τα αποτελέσματα): Αν ο Καριώτικος ήταν χρώμα, τι χρώμα θα ήταν; Έλα ντε! Μα τι είναι ο καριώτικος ως χορός, για να σου πω τι θα ήταν και ως χρώμα; Καμιά 15ετία πίσω, σπούδαζα βιολί στο Ωδείο του Αριστείδη Μόσχου (ζούσε ακόμα ο μεγάλος Δάσκαλος). Έδωσα λοιπόν στον καθηγητή μου μια κασέτα όπου παίζει τον καριώτικο ο Τσεπέρκας.
Σελίδες
- « first
- ‹ previous
- 1
- 2
- 3
- 4