Ο Ιούνιος έχει μπει για τα καλά και οι ζέστες έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στην Αθήνα με τα 30άρια να μας ταλαιπωρούν ακόμα περισσότερο. Η αρχή του καλοκαιριού λοιπόν με βρίσκει στην Αθήνα καθώς ως φοιτήτρια διαβάζω και εγώ για την καλοκαιρινή εξεταστική. Κάπου ανάμεσα στις σημειώσεις μου και στην όλη αναστάτωση που επικρατεί κάθε φορά κατά την διάρκεια της εξεταστικής, το μάτι μου πέφτει σε μια φωτογραφία που είχα τραβήξει πέρυσι στο νησί μου,την Ικαρία. Αν και η καταγωγή μου είναι από τον Πόντο, το νησί αυτό το αγάπησα από την αρχή, λες και οι ρίζες μου είναι από εκεί.
Μεσάνυχτα. Τα φώτα σβήνουν. Σκοτάδι. Μια φλούδα φεγγάρι μόνο. Μια δοξαριά από βιολί κι αμέσως μετά η τσαμπούνα. Τρεις φωτιές ανάβουν και τις ταΐζουν με μαγιάτικα στεφάνια. Νέοι και γέροι πηδούν τη φωτιά, ένας ένας ή και ανά δύο, παλικάρια γεμάτα ορμή και πάθος για ζωή, κοπέλες που περιμένουν την προφητεία του κλήδονα. Οι φλόγες υψώνονται θυσία στον ουρανό και σμίγουν με τις μυρωδιές του νησιού. Κι ο Διόνυσος πιάνεται απ’ τους ώμους με τον Αϊ – Γιάννη και χορεύουν τον Ικαριώτικο.
Η ιστορία που θα σας πω είναι πέρα για πέρα αληθινή και επίσης είναι η πρώτη φορά που θα μιλήσω γι' αυτήν ύστερα από 25 χρόνια. Ονομάζομαι Βαγγέλης και είμαι από την Αθήνα Η πρώτη μου επαφή με το νησί έγινε τυχαία, όταν ήμουν 17 χρονών, από έναν παιδικό φίλο που πήγαινε διακοπές με την γιαγιά του στα Θέρμα κάθε καλοκαίρι λόγω λουτρών και μου πρότεινε αν ήθελα να περάσω λίγες μέρες μαζί τους. Δεν είχα οικονομικό πρόβλημα. Πήγαινα στον ΟΑΕΔ σχολείο και έκανα την πρακτική μου στην ΕΑΒ ταυτόχρονα, οπότε είχα τα λεφτά μου.
Πάσχω από αναβλητικότητα. Οξείας μορφής. Και, ως λογικό παρελκόμενο, ασχολούμαι με τις υποχρεώσεις μου την ύστατη στιγμή, λίγο ακριβώς πριν το deadline που λένε και στο χωριό μου. Στην φοιτητική μου ζωή έχω βιώσει αρκετές τέτοιες περιστάσεις, και καθεμιά ορκίζομαι πως θα είναι η τελευταία, πως την επομένη φορά θα ξεκινήσω από νωρίς και θα παρκάρω νωρίς. Η μονή φορά όμως που αυτό δεν είναι τόσο προβληματικό, είναι κάθε χρόνο τέτοια εποχή.