Κοίταξα μέσα απ’ το παράθυρο και είδα τον παππού και τη γιαγιά καθισμένους στην αμπάρα. Κράταγε ο καθένας το φλιτζάνι του και αργόσυρτα βουτάγανε το παξιμάδι στο ζεστό τους. Βαριεστημένοι και οι δύο με κινήσεις που έμοιαζαν ίδιες από αιώνες. Η αλήθεια είναι ότι κόντευαν να κλείσουνε τον πρώτο. Καμία έκπληξη. Αργά, χωρίς κουβέντες. Τι άλλο πια να μοιραστείς μετά από τόσα χρόνια. Έτσι σκέφτηκα.
Εκείνο το πρωί, ξεκίνησε να μου αφηγείται ο Κώστας, στο κατάστρωμα του πλοίου που έπλεε ήσυχα σαν πουλί, όπως φεύγαμε και οι γραμμές του νησιού γινόταν σκληρές και κοφτερές από τον ήλιο, εκείνο το παράξενο Πάσχα του 2015, που είχε ξεκινήσει με χειμωνιάτικο κρύο, κύματα, αέρηδες, αποχωρισμούς και θανάτους, για να τελειώσει με ζέστη και ήλιο καλοκαιριού, ο πατέρας μου ξύπνησε χαρούμενος.
Τελικά είμαστε νησιώτες με όλη τη σημασία της λέξης; Συνδυάζουμε βουνό και θάλασσα, αλλά προς τα που γέρνουμε περισσότερο; Παρακάτω θα αναφερθώ σ' ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό συμπατριωτών μας, που σε αυτό περιλαμβάνονται και άτομα του στενού οικογενειακού και φιλικού μου κύκλου, που ή θάλασσα, πέρα από ωραία θέα και υδάτινο δρόμο προς την πρωτεύουσα, θεωρούν και το πιστεύουν πως δεν έχει κάτι άλλο να τους προσφέρει.
Δούλεψε για κοντά 40 χρόνια. Από τα 18 στον μόχθο για να χτίσει κάτι από το μηδέν. Από λίγο έως τίποτα είναι αυτό που μπόρεσαν να του αφήσουν οι δικοί του γονείς. Βλέπεις για αυτούς επιτυχία ήταν να τον σπουδάσουν. Κάτι παραπάνω δεν μπορούσαν να κάνουν. Αλλά αυτό το ένα πτυχίο αρκούσε για να σταθεί στα πόδια του.