Στο ΚΤΕΛ Ιωαννίνων. Ήθελε κάνα τέταρτο για να ξεκινήσει το λεωφορείο. Κοιτάζω τριγύρω για παρέα, βλέπω τρεις μαυροφορεμένες γιαγιάδες με σκαμμένο πρόσωπο, με κάπως σκληρό βλέμμα, αλλά ευθύ και διαπεραστικό, γνήσιες Ηπειρώτισσες, όπως αυτές που συναντά κανείς στις μαγικές φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα. Τέλεια! Παίρνω μια καρέκλα και χωρίς δισταγμό κάθομαι στην παρέα τους. Με κοιτάζουν με απορία.
Τα δάση της Ικαρίας, λόγω των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων, δε διεκδικήθηκαν ποτέ από το δημόσιο, από την απελευθέρωση και μετά, αλλά ονομάστηκαν διακατεχόμενα, λόγω ακριβώς αυτών των συνθηκών. Διακατεχόμενα όμως μεταξύ των Δήμων και των κατοίκων και όχι του δημοσίου. Κι αυτό γιατί οι Δήμοι από αμέλεια δεν έκαναν τις απαραίτητες ενέργειες για να χαρακτηριστούν, όπως είχαν το δικαίωμα, σε δημοτικά. Εξαίρεση αποτελεί ο Δήμος Αγίου Κηρύκου που από το 1956 έσπευσε να τα κατοχυρώσει. Έχοντας λοιπόν αυτό το προηγούμενο, μπορεί συνολικά σήμερα ο Δήμος Ικαρίας να αποκτήσει την κυριότητα τους.
Ο δρόμος του Αρμενιστή είναι ο πρώτος αυτοκινητόδρομος που έγινε στην Ικαρία και ο τρόπος κατασκευής του είναι ένα από τα πιο ζωντανά παραδείγματα της συλλογικής προσπάθειας και εθελοντικής εργασίας που υπήρχε πάντα στο νησί. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1924 με προσωπική εργασία όπου συμμετείχαν όλες οι οικογένειες της περιοχής των Ραχών.
Ένα κόκκινο ικαριώτικο ζιράνι, αυτό με το σφιχτό μπουκέτο, ήταν η πρώτη μου γλάστρα, στο πρώτο μου σπίτι. Είχα κόψει ένα κλωνάρι από το πατρικό μου και το είχα χώσει άτσαλα σε ένα κουβά πλαστικού χρώματος γεμισμένο με άθλιο πασπαρόχωμα γεμάτο πέτρες. Ήταν μάλλον ενστικτώδης κίνηση, μηχανική, για να ' χει κι η αυλή μια γλάστρα.
Δώστου, δώστου, δώστου πέρα, μακριά πολύ όσο δεν φτάνεις και όσο δεν τους φτάνεις. Όσο δε φαντάστηκες ότι μπορεί να φτάσεις, ως εκεί που ονειρεύτηκες και ως εκεί που δε μπορεί κανείς να σε γυρίσει, δώστου πέρα και πιο πέρα, από κάθε όριο, να σε ψάχνουν και εσύ να μην αναγνωρίζεις τον εαυτό σου και να μη γυρνάς να δείς τι αφήνεις.
Είχε πια σκοτεινιάσει όταν το αυτοκίνητο πάρκαρε δίπλα στο ξενοδοχείο. Οι πόρτες άνοιξαν σχεδόν παράλληλα και βγήκαμε όλοι μαζί. Η Νατάσα κοντοστάθηκε και μας είπε να κοιτάξουμε ψηλά, στον ουρανό της Τσαγκαράδας, στα φωτεινά αστέρια. Κοίταξα ψηλά και σχεδόν αυτόματα είπα «Παιδιά συγνώμη, αλλά ο ουρανός στην Ικαρία είναι καλύτερος».
Ήμουν λοιπόν στην κουζίνα μου στα Θέρμα κι έφτιαχνα φακές, με μυρωδάτη δάφνη από τα άγια χώματα του Κουντουμά, όταν άκουσα μια πολύ οικεία φωνή να φωνάζει, «Έλα-γι’-Άγιο!». Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου οι δίδυμες ανηψιές μου που έζαλαν στην αυλή μου, ακολούθησαν χορωδιακά, «Θεία, ο Σταυρής, ο Σταυρής!».
Είχαμε χρόνια να δούμε καλοκαίρι με τόσο λίγους αέρηδες. Καθόμασταν, οι παλιοί φίλοι, στην αμμουδιά και κοιτάζαμε την λεία σαν γυαλισμένο παπούτσι επιφάνεια της θάλασσας. Οι παλιοί φίλοι, οι κάποτε έφηβοι, σαν σε πάρτι μεταμφιεσμένων, κάποιοι με γκρίζα μαλλιά, κάποιοι με μάσκες από ρυτίδες στο πρόσωπο. Αγναντεύαμε και προσπαθούσαμε να θυμηθούμε πώς ήταν κάποτε η παραλία χωρίς beach bar και χωρίς ξαπλώστρες. Η αδελφή μου κολυμπούσε με μάσκα και βατραχοπέδιλα κι έπειτα την είδα να αναδύεται από το νερό και τις τελευταίες σταγόνες των αφρών να απορροφώνται από την άμμο.