Αυτός είναι ο Τίτο. Από πολύ μικρός έμεινε χωρίς σπίτι και λίγο αργότερα χωρίς μητέρα. Μόνος και εντελώς αβοήθητος αντιμετώπισε την πείνα, το κρύο και τον απέραντο φόβο σ’ έναν κόσμο εντελώς άγνωστο και μεγάλο για τα μέτρα του. Έδειξε ισχυρή θέληση, μεγαλύτερη από εκείνη των αδελφών του, και έμοιαζε ότι μπορεί να τα καταφέρει. Ο δρόμος όμως ήταν μακρύς και κάπου εκεί γνώρισε την κακία και τη βία.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ήταν στρατιωτικός γιατρός και λογοτέχνης. Ταξίδευε ανά την Ελλάδα, γνωρίζοντας ανθρώπους, τόπους και παραδόσεις. Κι ύστερα έγραφε διηγήματα και μυθιστορήματα, της στεριάς και της «πλώρης», αποδίδοντας τον πλούτο του υλικού του και της ψυχής του, με λόγο απλό και κατανοητό .
Στο διήγημά του : «Ημέραι της Γριάς»,
Η απόφαση να μετακομίσω από την Αθήνα στην Ικαρία δεν ήταν δική μου και, το βασικότερο, δεν με έβρισκε σύμφωνη. Πολύ λογικό, αν υπολογίσει κανείς πως ήμουν δεκαέξι Μαΐων (Απριλίων για την ακρίβεια), και ποιός είναι αυτός που θέλει στα δεκαέξι να αφήσει ένα ωραιότατο δυτικό προάστιο των Αθηνών πενήντα πέντε τότε χιλιάδων κατοίκων, και να εγκατασταθεί σε ένα ημιορεινό χωριό της βορείου Ικαρίας τριανταπέντε μόνιμων κατοίκων το πολύ;
Λιμάνι δεν είχαμε ακόμα, αλλά είχαμε καραβάκι. Όχι επιβατικό· αυτά πιάνανε μονάχα στον Άγιο όσο καιρό ο Εύδηλος ήτανε μαντρωμένος από τα μπλόκια και χτιζόταν σιγά σιγά ο μώλος, άλλο που πιο παλιά έμεναν αρόδου και τους επιβάτες τους άφηναν να πηδάνε στις βάρκες και να πιάνουν οι βαρκάρηδες μπόγους, καλάθια, μωρά, γέρους, όλα ανάκατα.
Κάθομαι στον καναπέ σιγοπίνοντας ένα τσίπουρο. Οι σταγόνες βροχής στο παράθυρό μου είναι μια τέλεια υπόκρουση για μια γκρίζα νύχτα του Νοεμβρίου. Θα προσπαθήσω να επικεντρωθώ σε αυτό το λευκό φύλλο χαρτιού. Μου ζητήθηκε να γράψω κάτι για τις «Ικαριώτικες μέρες στις Βρυξέλλες", κάτι προσωπικό, κάποια σημαντική μου εμπειρία.
Ξεκινήσαμε για έναν γάμο στις Ράχες, λέει, αρχές Οκτώβρη. Ήρθε η Μυρτώ να με πάρει από τα Θέρμα κατά τις 8μμ, με μια προβλεπόμενη μικρή καθυστέρηση από το κανονισμένο. Πήγαμε Φάρο να πάρουμε τον Σταμάτη. Πριν καλά-καλά βγούμε από το χωριό, θυμήθηκε ότι κάτι είχε ξεχάσει. Γυρίσαμε πίσω. Πεινούσα πολύ και είπαμε να κάτσουμε στου Ιάκωβου να φάω κάτι. «Δεν πίνουμε και ένα εσπρεσάκι;», μου λέει η Μυρτώ. Ε, και το ήπιαμε. Πήγε 9 και...
Τα μανιτάρια είναι από τις πιο παράξενες και θαυμαστές υπάρξεις στη φύση. Εμφανίζονται ξαφνικά μετά από τις πρώτες βροχές και εξίσου ξαφνικά χάνονται. Αλλά τι είναι μανιτάρια; Δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα αναπαραγωγικά όργανα κάποιων οργανισμών, των μακρομυκήτων. Οι μακρομύκητες ανήκουν στο βασίλειο των Μυκήτων, και ζουν σε όλα τα χερσαία οικοσυστήματα κρυμμένοι σε διάφορα υποστρώματα, όπως έδαφος, φυλλοστρωμνή, ξύλο.