Χρόνια τώρα προσπαθώ να καταλάβω πώς οι άνθρωποι, όποιας τοποθέτησης, όχι μόνο κομματικής, πρώτα διαλέγουν αυτό που επιθυμούν διακαώς να υποστηρίξουν, και μετά τα επιχειρήματα για να το υποστηρίξουν. Και όχι το αντίθετο, δηλαδή μέσα από κριτική σκέψη να οδηγηθούν βήμα βήμα σ' ένα συμπέρασμα (αν πρέπει πάντα να υπάρχει συμπέρασμα).
Όλο ως "μικρή" πάω στην Ικαρία, θέλω να πάω και λίγο σαν μεγάλη. Αφού μεγάλη είμαι πια! Να φτάσω μόνη μου στον Εύδηλο χαράματα, να μη με περιμένει κανείς και να ανέβω όλο το δρόμο ως τις Ράχες μόνη μου. Να χαζέψω τους ξενύχτηδες στα καφενεία, να μποτιλιαριστώ ως το Φύτεμα, να περάσω πάνω από τις κόκκινες πρωινές παραλίες, ν' ανηφορίσω σιγά-σιγά μέσα στα πεύκα.
Πέτρες. Η μια στην άλλη πάνω - κάτω και πλαγίως. Δεξιά - αριστερά ποτές, κόβονται μόνο κατάκορφα, μπαίνεις σ’ αυτές τις πέτρες, μέσα τους, και διαβάζεις ιστορίες αθρώπων. Μιλιούνια, ένα σακί, ένα κλαδί του Ράντη στην πλάτη, άργιος· νομίζουν τους ξεχάσαμε σκύλε, όχι ρε, δεν το κατάλαβες καλά το θέμα: στο ίδιο το μνημόσυνο είμαστε πελάτες.
Τελευταία μέρα του χρόνου. Ένα αδιάφορο κλάσμα της αιωνιότητας αλλά τόσο σημαντικό για μας που έχουμε κατακερματίσει το χρόνο για να μπορούμε να παλέψουμε τη ρευστότητα και την απροσδιοριστία του. Tο μεσημέρι θα φάμε, το βράδυ θα βγούμε, το Πάσχα θα πάμε στο χωριό, το καλοκαίρι θα πάρουμε άδεια. Πρώτα ο θεός, μετά κι ο άνθρωπος.