17 χρονών, τι είχαν ζήσει να μου πεις; Αμούστακοι έρωτες, μονάχα το κορμί ό,τι θέλει. Σε λίγες ημέρες είχε γενέθλια και εκείνος θα 'φευγε . Την ημέρα των Γενεθλίων της βρήκε;
Του έταξε βόλτα. Θα έπαιρνε κρυφά το αγροτικό του πατέρα της και θα τον πήγαινε στον Αθέρα. Ήξερε να οδηγά. Πάντα όμως με τον μπαμπά και μόνο στο νησί. Στην Αθήνα δε θ’ άντεχε.
Ο χωματόδρομος έφτανε μέχρι ένα σημείο. Εκείνος την κοιτούσε σιωπηλός. Πάντα. Άφησαν το αυτοκίνητο δίπλα σε μια ράμπα που οδηγούσε σε μια παλιά καμάρα. Έκατσαν. Της όρμησε.
- Σταμάτα, παιδάκι μου.
- Μα να σε φιλήσω θέλω.
- Όχι εδώ, στη ράμπα. Δε θέλω, μπορεί να μας δει κανείς.
- Ποιος μωρέ να μας δει εδώ πάνω; Δε μένει κανείς.
- Σταμάτα, με αγχώνεις.
- Ε πάμε πιο κει.
Κάθισαν σ’ ένα βράχο. Τα πόδια του ακουμπούσαν κάτω. Εκείνης όχι. Με την άκρη του αριστερού παπουτσιού άρχισε να κάνει σχήματα στο χώμα καθώς της μιλούσε με χαμόγελο. Πρώτα ένα ωοειδές ημικύκλιο από τον βόρειο στο νότιο πόλο του, της είπε... Σε ολόκληρη τη γη, ύστερα κούνησε τη λεκάνη του αριστερά δεξιά με τα γόνατα του να πηγαίνουν στην αντίθετη κατεύθυνση, Από τη μία άκρη στην άλλη και τέλος έκανε δυο μικρά βήματα δεξιά με το αριστερό του πόδι και το δεξί να ακολουθεί δειλά κάθε φορά, θα έρθω να σε βρω.
- Δε σε πιστεύω.
- Μα γιατί; Αφού σ’ αγαπώ.
- Πότε πρόλαβες; Η μαμά μου λέει πώς είμαστε μικροί. Και τότε γιατί φεύγεις;
- Σου είπα, θέλω να γίνω ηλεκτρολόγος! Και θα ΄ρθω να σε βρω. Εγώ έχω υπομονή. Εσύ; Τι φοβάσαι;
- Ποιος φοβάται ρε; Τον χαστούκισε.
Εκείνος σηκώθηκε, πήγε μέχρι την άκρη του μεγάλου βράχου και καλά θυμωμένος. Κοίταξε το βράχο λίγα μέτρα κάτω από αυτόν που πατούσε. Από εκεί και πέρα το χάος. Έκλεισε τα μάτια. Μύριζε ακόμα το άρωμα της αλλά δε θα της έκανε τη χάρη να πάει κοντά της πάλι. Αν τον ήθελε κι εκείνη, θα…
- Να έρθω εκεί που είσαι ή θα με διώξεις; Τον ρώτησε και πρόλαβε τη σκέψη του.
- Έλα.
Πλησίασε, τον άρπαξε και φιληθήκαν για ώρα. Ένιωσε το σώμα της να κολλάει πάνω του, πρώτη φορά με τόση λαχτάρα. Αναθάρρησε. Την τράβηξε κι εκείνος περισσότερο. Συνέχισαν. Τέλεια. Ένιωθε ότι έγερνε. Εκείνη δεν αντέδρασε. Μόνο όταν ο ίδιος άρχισε να πέφτει, τραβήχτηκε απλώνοντας όμως το χέρι της σα για να τον κρατήσει... Πάει.
Έσκυψε και τον κοίταξε. Το πτώμα του ήταν ακριβώς από κάτω της. Το έβλεπε. Καλύτερα θα ήταν να τον είχε καταπιεί ο γκρεμός. Έδεσε τα λυμένα της κορδόνια και ξαναστάθηκε. Έκλαιγε.
Άρχισε να μονολογεί τα λόγια του εκτελώντας αντίστοιχα τις κινήσεις που είχαν κάνει τα πόδια του:
Σε ολόκληρη τη γη, από τη μία άκρη στην άλλη, θα έρθω να σε βρω… Σε ολόκληρη τη γη, από τη μία άκρη στην άλλη, θα έρθω να σε βρω… από την καμάρα ακούστηκε αχνά ένα βιολί… σαν ένας σκοπός που βρήκε επιτέλους τα βήματα του. Εκείνη συνέχισε πιο έντονα, με ρυθμό…
Σε ολόκληρη τη γη, από τη μία άκρη στην άλλη, θα έρθω να σε βρω. Σε ολόκληρη τη γη, από τη μία άκρη στην άλλη…
Κωνσταντίνος Βατούγιος
konstantinos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Κωνσταντίνου Βατούγιου.
Ακολουθήστέ τον στο twitter.