Περιστατικά από την καθημερινή ζωή του εκτοπισμού του στην Ικαρία περιγράφει ο Βάσος Κουτσογιαννόπουλος, στο βιβλίο του «Μαρτυρία εξορίας με 19 επιστολικά δελτάρια από την Ικαρία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιόραμα». Το βιβλίο παρουσιάστηκε το βράδυ της περασμένης Τετάρτης στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ.
Άγιος Κήρυκος, Αύγουστος. Τα ξημερώματα της 16ης Αυγούστου ξυπνήσαμε αντικρίζοντας ένα πελώριο σύννεφο καπνού που στροβιλιζόταν και απλωνόταν στα Β.Α. Μια απέραντη έκταση καιγόταν κι η πυρκαγιά με ανησυχητική ταχύτητα άπλωνε παντού τα πλοκάμια της. Το Γλαρέδο, το Χριστό και άλλα χωριά, ως το μεσημέρι απειλούνται άμεσα. Οι φλόγες κατηφόριζαν διαρκώς, έγλυφαν τα φαράγγια, περιζώνανε τα χωριά.
«Φυρήν Άσπα»: Αυτήν την λέξη, όνομα τοποθεσίας, πάνω στον Αθέρα, άκουγα να αναμιγνύουν σε τοπικές ιστορίες οι μεγαλύτεροι στο Μαυράτο, όταν ήμουνα μικρός. Όταν έγινα μεγάλος, κατάλαβα την αρχαία ετυμολογία της, σημαίνει «κόκκινος βράχος». Όπως κόκκινος βράχος ήταν το παρατσούκλι του νησιού για πολλά χρόνια, υπονοώντας την σχέση των κατοίκων του με την αριστερά. Οι νεώτεροι την έχουν βαφτίσει «Κούβα της Μεσογείου», το όνομα αυτό είναι πιο trendy.
Την άνοιξη του 1947, ενώ η σύγκρουση μεταξύ εθνικιστών και των κομμουνιστών στα βουνά της βόρειας Ελλάδας είχε εξελιχτεί σε σκληρό εμφύλιο πόλεμο που φαινόταν ότι θα διαρκούσε πολύ, η εθνικιστική κυβέρνηση της Αθήνας, θέλοντας να εμποδίσει την ανάπτυξη κινημάτων στις πόλεις, διέταξε τη σύλληψη χιλιάδων υποστηρικτών της Αριστεράς και τη μεταφορά τους σε απομονωμένα, δυσπρόσιτα νησιά του Αιγαίου.