εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ 2011
Όλα τελειώνουμε κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες κακογερνάνε
Στις νέες ανάγκες σου (κόπος βαρής)
σκοπούς αλάθεφτους κοίτα να βρεις
Κ. Βάρναλης
Τον Ιανουάριο του 2010, η αντιτρομοκρατική επισκέπτεται στην Ικαρία μια γυναίκα για να της πάρει κατάθεση για μια παλιά ύποπτη ιστορία. Στην αναμέτρησή τους θα ανασυρθεί η πορεία της μεταπολιτευτικής αριστεράς- τουλάχιστον όπως την διήνυσε η ηρωίδα- αλλά και ένα Μακεδονικό “τραύμα” που η επίσημη νεοελληνική ιστορία αντιμετωπίζει στην καλύτερη περίπτωση με αμηχανία και η λογοτεχνία μας έχει γενικά αποσιωπήσει.
Η συγγραφέας του μυθιστορήματος έχει ζήσει και εργαστεί στην Ικαρία, και στήνει το βασικό σκηνικό στο νησί μας με αγάπη και τρυφερή διάθεση, διαθέτοντας συν τοις άλλοις αυθεντικό υλικό από την... “τρομοκρατική” του εποχή το οποίο επενδύει μυθοπλαστικά στη βασική ηρωίδα με την οποία μοιράζεται κάποια βασικά χαρακτηριστικά (επάγγελμα, ηλικία, πολιτική διαδρομή).
Μια γιάφκα, μια φωτογραφία, η ύποπτη Ικαριά, ένα ελληνοαλβανικό συμπεθεριό, ένα συγγραφικό τάμα, παλιές φιλίες και έρωτες, γυναικεία “στοιχήματα”, ένα αριστερό “ριγιούνιον” πενηντάρηδων, προσωπικά και συλλογικά θαύματα και τραύματα της σύγχρονης Ελλάδας.
Μέσα από έναν επιτυχή συνδυασμό μυθοπλασίας και μαρτυριών, “κατατίθενται” τα οράματα, οι ανησυχίες και οι περιπέτειες μιας ολόκληρης γενιάς, της μεταπολιτευτικής αριστερής νεολαίας, όπως και (μια γεύση τουλάχιστον) από τα βιώματα των Σλαβόφωνων Μακεδόνων της Ελλάδας. Η αφήγηση όμως δεν μένει στην αναδρομή των περασμένων. Οι ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν σύγχρονα διλήμματα, σε μια εποχή όπου αποκαθηλώνονται το “τέλος της ιστορίας” και οι “συμφιλιώσεις”- ταξικές ή εθνικές. Και να επανεκκινήσουν σε μια εποχή κρίσης- ελληνικής και παγκόσμιας.
Δεν υπάρχουν εύκολες και “ορθές” απαντήσεις στο έργο. Ερωτήματα περισσότερο, που εντούτοις δεν χρησιμοποιούνται σαν πρόφαση για παραίτηση αλλά σαν παθιασμένη αναζήτηση νέων δρόμων. Τα “προδομένα” όνειρα δεν ακυρώνουν το όραμα για δικαιότερες κοινωνίες, η απώλεια των “ιστορικών βεβαιοτήτων” και η αποδόμηση των ιδεολογικών κλισέ αλλάζει απλώς το πεδίο δράσης. Οι “ουτοπίες” δεν περιγελώνται, απεναντίας ζητούνται επειγόντως νέες.
Ο τρόπος γραφής της “Κατάθεσης” είναι γρήγορος και ευθύς, “δημοσιογραφικός” περισσότερο παρά αισθαντικός, με το συναίσθημα να υποβόσκει πίσω από την καταφυγή στο χιούμορ. Ζωντανοί διάλογοι σε καθημερινή γλώσσα, προσπαθούν να στηρίξουν έναν ρεαλισμό σχεδόν κινηματογραφικό. Μικρές ανάπαυλες πιο προσωπικού ύφους, τα αποσπάσματα από τα “σημειωματάρια” της ηρωίδας, ένα είδος ημερολογιακών δοκιμίων όπου καταγράφονται πολιτικά μα και υπαρξιακά σπαράγματα που η ηρωίδα είχε “τάξει” στον εαυτό της και στη μνήμη του πατέρα της να τα κάνει κάποτε γραπτή αφήγηση. Αυτό το τάμα θα αποφασίσει να εκπληρώσει στο τέλος της περιπέτειάς της, ανταποκρινόμενη στο υποθετικό ερώτημα τι θα μπορούσε από τις εμπειρίες της να “παραδώσει” στα παιδιά της και τη γενιά τους.
Η Κατερίνα Μόντη γεννήθηκε στα Γιαννιτσά το 1962. Σπούδασε Ιατρική στο ΑΠΘ και πήρε την ειδικότητα της Παιδιατρικής. Στο διάστημα 1999-2004 εργάσθηκε ως γιατρός του ΕΣΥ στην Ικαρία, ακολούθησαν τα Γιαννιτσά και η Θεσσαλονίκη. Η “Κατάθεση” είναι η πρώτη της πεζογραφική εμφάνιση.