η φωνή

Έπλενε κάτι καρέκλες στην πίσω τουαλέτα. Στο Αμάλου. 15αύγουστος.  Όλοι θα ήταν στο πανηγύρι στη Λαγκάδα. Δεν μπορούσε να πάει. Δεν θα τον έβλεπε κανείς. Είχε πάψει από καιρό να είναι ορατός... γιατί δεν τον κοιτούσε πια εκείνη. Φυσικά η ίδια δεν το ήξερε. Είχε ακούσει ότι τα τελευταία χρόνια τον ‘λέγαν η «φωνή» αλλά έμενε στην Αθήνα και δεν ήξερε ότι δεν ήταν απλώς το νέο του παρατσούκλι.

Ήθελε να την δει. Όμως εκείνο που επιθυμούσε ήταν τον δει και η ίδια. Τι να πάει να κάνει αν τον άκουγε μόνο; Τώρα πια γιατρειά δεν υπήρχε.

Το χωριό είχε φυσικά αντιληφθεί την απουσία του. Ή μάλλον την αφάνεια του. Στην αρχή καταλάβαιναν ότι κάτι τρέχει με δαύτον, σαν να ‘ταν χλωμός, σαν τα ‘ταν θαμπός, κάτι συνέβαινε τελοσπάντων. Ήταν όταν είχε αρχίσει να γίνεται διάφανος. Αλλά λίγο η νύχτα, λίγο ο πολύς ήλιος, δεν έδωσε κανείς σημασία. Ούτε και ο ίδιος. Δεν πολυκοιταζόταν και στον καθρέφτη.

Στην συνέχεια όμως, που άρχισαν να «λείπουν» ολόκληρα κομμάτια από πάνω του, κάτι έπρεπε να κάνει. Αν ήθελε εκείνη να τον δει, θα κατέβαινε ο ίδιος στην Αθήνα, έστω για να του ρίξει μια ματιά, μήπως και επανέλθει. Δεν ήθελε όμως. Εκείνη δεν ήθελε. Και ο καιρός περνούσε… Άρχισε να ντύνεται να μη φαίνονται τα κενά στο σώμα του.

Όταν πια άρχισαν να σβήνουν και τα άκρα του, περιόρισε τις εμφανίσεις του. Ώσπου έγινε αόρατος και για να μην τρομάζει τον κόσμο που έβλεπε ένα πουκάμισο αδειανό, γδύθηκε τελείως κι καθόταν σπίτι. Κυρίως στις ψύχρες. Τον άκουγαν που και που να τραγουδάει – σιγανά, να προκαλεί δεν ήθελε- γι΄αυτό και δε δήλωσαν εξαφάνιση. Του έβγαλαν όμως το όνομα, η φωνή.

Έριξε μια ματιά στη σαπουνάδα. Ό,τι έμενε στα χέρια του, φανέρωνε το περίγραμμα τους. Έτσι ναι…. Πετάχτηκε απότομα ρίχνοντας κάτω τις καρέκλες, μπήκε στο «τραίνο» (έτσι έλεγε το αμάξι του γιατί έκανε σαν ατμομηχανή) και ξεκίνησε φουλαριστός για τη Λαγκάδα. Την διαδρομή την ήξερε με κλειστά μάτια. Ανέβαινε παλιά κάθε πρωί… ήταν εκεί οι κήποι του.

Πάρκαρε έξω από την ποριά. Κόσμος πολύς. Άρχισε να κατηφορίζει προς το πανηγύρι. Ζευγάρια και παρέες κατέβαιναν αγκαλιά δαφνοστεφανωμένες από άλλα πανηγύρια. Η πίστα γεμάτη, όρθιοι στα τραπέζια να χορεύουν την «Γιαπωνέζα». Βακχεία. Πήγε πίσω από την εκκλησία, κατέβηκε στο κελί και βρήκε το μεγάλο καζάνι με την «πρόθεση», το ζουμί από το κρέας. Κάποιος βγήκε από την πίσω πόρτα του κελιού, πήρε μια κουτάλα και άρχισε να γεμίζει τον κουβά που κρατούσε. Έκλεισε το  καπάκι και έφυγε.

Δεν είχε πολύ χρόνο. Άνοιξε γρήγορα το καπάκι και χώθηκε ουρλιάζοντας στο βραστό ζουμί. Νόμιζε θα πέθαινε. Το αόρατο σώμα του έβραζε μέσα στο καζάνι. Πετάχτηκε έξω, χώθηκε στο κελί για να βγει από την μπροστά πόρτα κατευθείαν στην πίστα. Οι γυναίκες που έκοβαν τις σαλάτες, είδαν έναν γυμνό άνθρωπο να γυαλίζει μέσα σε ατμούς και να παραπατά ανάμεσα τους, έβαλαν τις φωνές.  Δεν τις άκουσε κανείς γιατί όλοι ούρλιαζαν. Είχε αρχίσει ο Καριώτικος…

Βγήκε έξω. Το ζουμί άρχισε να κρυώνει και να γίνεται λίπος στο πληγιασμένο σώμα του. Φαινόταν πια ολόκληρος! Ένιωθε ότι αποκτούσε ξανά πετσί. Η σπείρα του Καριώτικου στριφογυρνούσε. Κανείς δεν παρατήρησε ότι ήταν γυμνός. Νόμιζαν πως είχε βάλει λάσπη στο σώμα του και τον υποδέχονταν σαν ακόμα κάτι το εξωτικό στην ξακουστή Λαγκάδα.

Περνούσε ανάμεσα από τα απλωμένα χέρια που χόρευαν και έψαχνε να την βρει. Πονούσε φριχτά, καιγόταν, άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Κοίταξε τα τζάμια του αυτοκινήτου που είχε αράξει δίπλα από την πίστα γιατί έφερε και άλλο ψωμί από του Κοτσοράδη. Αναγνώρισε τον εαυτό του παραμορφωμένο. Τόσο καιρό ξυριζόταν στα «τυφλά» και το πρόσωπο του είχε γεμίσει πληγές. Τώρα τις μπούκωνε το κρύο λίπος.

Η όραση του θόλωσε, ξεπέρασε τους χορευτές και συνέχισε να την ψάχνει με δυσκολία στα τραπέζια. Κοίταξε τον μεγάλο πλάτανο και την είδε από κάτω, στην αγκαλιά ενός άντρα. Ενός άλλου άντρα. Ήθελε να πάει κοντά να την κοιτάξει. Να τον κοιτάξει κι εκείνη. Να την κοιτάζει που τον κοιτάζει. Να τον κοιτάζει που την κοιτάζει. Να γίνει ξανά ορατός.

Ένα παιδί τον πρόσεξε και έβαλε τα κλάματα.  Η φωνή μάζεψε όση δύναμη είχε και συνέχισε για το τραπέζι. Όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να τον παρατηρεί. Τον δείχνανε. Βαριανάσαινε. Άλλοι φώναζαν και άλλοι γελούσαν. Μαζεύτηκαν γύρω του.

Όταν έφτασε, αδύναμος πια, κάτω από τον πλάτανο, εκείνη είχε ήδη φύγει. Δεν την πρόλαβε. Έκατσε στο πεζούλι και ακούμπησε το κεφάλι του στο τραπέζι σκεπάζοντας το με τα χέρια του. Σ’ ένα λεπτό θα είχε πεθάνει. Στον κόσμο που είχε μαζευτεί από πάνω του, πρόλαβε να ακούσει τη φωνή της. «Συγγνώμη». Προσπαθούσε να πάει κοντά του. Τον αναγνώρισε. Τα κατάφερε. Αχνά την είδε να στέκεται πάνω από το κεφάλι του, έκανε να της χαμογελάσει.

«Ξέχασα το κινητό μου».  Το πήρε. Έφυγε.

Ένας άντρας από το πανηγύρι τον πλησίασε.
- Θέλετε βοήθεια.
- Ναι, ρίξτε μου νερό.

Και ο Καριώτικος συνέχιζε να παίζει...

Κωνσταντίνος Βατούγιος
konstantinos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Κωνσταντίνου Βατούγιου.