Ποιος αλήθεια έχει σκεφτεί τι συνέπειες θα έχει στο μέλλον η κατάσταση που ζούμε στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια; Πόσα όνειρα, σχέδια, ζωές, σχέσεις, οικογένειες έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια του «λεφτά υπάρχουν», της «πράσινης ανάπτυξης» και, νωρίτερα, της «ήπιας προσαρμογής» και τώρα πια του Μνημονίου, της τρόικας, της κάθε δόσης, της παράνοιας που δημιουργούν τα διλήμματα και τα σοκ;
Χειμώνας του 2005, μπορεί και ’06, εικοσάρης και ξέγνοιαστος. Ο τόπος και τα διαδικαστικά δεν έχουν καμία σημασία. Ούτε ίσως ο χρόνος, μόνο τα πρόσωπα και το νεαρό της ηλικίας μου. Φοιτητής και περιστασιακά σερβιτόρος σε μια καφετέρια, για ένα χαρτζιλίκι. Ήθελα, λέει, να βάλω σε τάξη κάποια μικρά μου όνειρα. Όταν λοιπόν σχόλαγα, και με τα υπερβολικά 23 ευρώ που εισέπραττα, τράβαγα χοροπηδώντας στο διπλανό Μπαρ να κάνω το μεροκάματό μου τρία ποτά και να ονειρευτώ με τους φίλους μου για τη ζωή που θέλουμε. Ενίοτε και να αλλάξουμε τον κόσμο.
Ένα βράδυ, σαν και κείνα, μένω μόνος με το Στάμο το αφεντικό. Στο τέταρτο κερασμένο και στην υπόκρουση Παπάζογλου, των ερωτώ: «Στάμο, εκδικείται η γυφτιά;» Μου χαμογέλασε σα να μην ήξερε κι ο ίδιος να απαντήσει. Του λέω μετά: «Τί όνειρα έχεις για το μέλλον;» «Είμαι κοντά σαράντα ρε Νικόλα, με δουλεύεις; Τί όνειρα μπορώ να κάνω; Χρεοκοπήσανε τα όνειρά μου.»
Σε μια στιγμή γκρεμίστηκε το είναι μου. Ήταν για μένα μια υπέροχη ευκαιρία να νιώσω τη χρεοκοπία και την υποταγή, σα λέγανε εντέχνως λίγο νωρίτερα οι «Τρύπες». Πόσο μάλλον που για εκείνη την εποχή η λέξη χρεοκοπία ήταν μόνο συνδεδεμένη με κείνο το ξεχασμένο τηλεπαιχνίδι, τον «Τροχό της Τύχης»! Το ανέλυσα πολύ και δε βρήκα καμία λογική εξήγηση σ’ αυτά που άκουσα. Μικροαστό τον είπα και νεόπτωχο στη σκέψη.