"Είσαι κάτοικος Neverland". "Τί είναι αυτό;" ρώτησα έναν από τους ολοκαίνουριους γνωστούς μου, εκεί στην Αμοργό. "Δεν είσαι από δω, δεν κατοικείς εδώ, είσαι λίγο πιο πέρα, κάπου πιο πάνω (δείχνοντας με το δαχτυλάκι του τον ουρανό), αλλά όχι με την υπεροπτική έννοια του πράγματος...Είσαι απλά, αλλού". Σώπασα. " Φτερωμένη!" σκέφτηκα μετά από ένα δευτερόλεπτο. "Φακ!".
Γεννήθηκε σε χρόνους δύσκολους. Οκτώ στόματα η φαμίλια, μα οι λέξεις λιγοστές και μετρημένες. Φτώχεια, πείνα, πόλεμος, φόβος, φευγιό. Μεγάλωσε λίγο κι έφυγε. Περπάτησε πολύ και άλλο τόσο κινδύνεψε.
Από τύχη έφτασε στον τόπο τούτο. Άλλο ήλιο του ‘λεγαν θα ‘χει εκεί. Μα κάθε μέρα συννεφιά και οι λέξεις ίδιες. Μόλο που το «φύγε» δεν τ’ άκουγε από το γλυκό στόμα του πατέρα. Άλλοι του το λέγανε, φωναχτά, ψιθυριστά ή με τα μάτια. Που να πάω, έλεγε αυτός, θέλω να ζήσω. Έξω από δω του φωνάζανε τα στόματα και τα βλέμματα. Αν θες εδώ, ζήσε, αλλά όπως θα σου πούμε εμείς, με ράχη σκυφτή. Κι αν μείνεις έτσι μια ζωή , έτσι σου πρέπει. Αν το ‘θελε ο Θεός θα σουν ένας από μας.
Οι πτήσεις για και από Ικαρία ήταν ανέκαθεν λίγο πολύ προβληματικές. Τα αεροσκάφη ήταν πάντοτε μικρά και παλιά, δεν ήξερες αν θα φύγεις, αν θα φτάσεις ή αν θα επιστρέψεις. Μπορεί να είχες διανύσει δυόμιση ώρες δρόμου με το αυτοκίνητο -εκ των οποίων η μία ήταν σε χωματόδρομο- για να αναχωρήσεις με το πιο σίγουρο μέσο. Όμως τελικά εξαιτίας της κακοκαιρίας ή κάποιου άλλου λόγου, αυτό δεν ερχόταν στον προορισμό του. Στη συνέχεια έπρεπε ταλαίπωρος να επιστρέψεις πίσω διανύοντας άλλες δυόμιση ώρες δύσβατου χωματόδρομου.
Όταν ήμουνα μικρός άκουσα μια ιστορία ... : «κατασκεύασε γιγάντια φτερά από κλαριά λυγαριάς και πανί και τα κόλλησε με κερί. Συμβούλεψε το γιο του πώς να πετάει, στερέωσε με κερί τα φτερά στους ώμους και πέταξαν μαζί πάνω από τα ψηλά βουνά της Κρήτης για την ελευθερία. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν μοναδικό και το ταξίδι στους αιθέρες ανεπανάληπτο. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος έσχιζε το γαλάζιο ορίζοντα και κατακτούσε τους ουράνιους δρόμους.