Δουγειές και υπερένταση

photo: ikariarun.gr

Ξυπνά κατά τις έξι το πρωί, σκουντά τον άντρα της, σηκώνεται πάνω και βάζει τον καφέ στο μπρίκι. Κοιτάζει απ’ το παράθυρο της κουζίνας προς την πλατεία. Όλα ήσυχα στο ορεινό χωριουδάκι του νησιού. Κανείς δε φαίνεται, εκτός από ένα νεαρό που κάθεται σε μια καρέκλα έξω από το καφενεδάκι, που συνήθως ανοίγει  αργά τ’ απόγεμα. Έχει σκυμμένο το κεφάλι και μένει ακίνητος.

Σηκώνεται κι ο άντρας της, του βάζει τον καφέ και λίγα παξιμάδια στο πιάτο. Θυμάται και κάτι φοινίκια που της έστειλε η συνυφάδα της προχτές, του τα προσφέρει κι αυτά.  Έπειτα εκείνος ντύνεται για να πάει στο μεροκάματο. Πριν φύγει παίρνει και μια τσάντα –έτοιμη αποβραδίς- με λίγη καθούρα, ψωμί και δυο αυγά βραστά για κολατσιό.

Η καλή γυναίκα, αφού αποχαιρετά τον άντρα της, βάζει κέχρο στις κότες, πλύμα στο χοίρο, πίτερο στα κατσίκια, αρμέγει, πάει στο σπίτι, βράζει το γάλα, περιμένει να κρυώσει για να του ρίξει την πυτιά και κοιτά ξανά προς την πλατεία. Ο νεαρός εκεί.
«Θα περιμένει κανέναν», σκέφτεται.

Βγάζει λίγες φακές απ’ το τσουβάλι, τις καθαρίζει σ’ ένα ταψί, κατεβαίνει στο υπόγειο, κόβει δυο κρεμμύδια απ’ την πλεξούδα που κρέμεται  και δυο σκόρδα από μια άλλη στο πλάι, πάει μέχρι το κηπάρι και κόβει λίγες ντοματούλες μπουκαλάτες, που ‘ναι ό,τι πρέπει για σαλτσούλα, ένα ματσάκι μαϊντανό κι ανεβαίνει ξανά στην κουζίνα. Ανάβει το πετρογκάζ και βάζει το φαΐ να βράζει. Ρίχνει πάλι μια ματιά έξω... Ο νεαρός εκεί. Ακίνητος.

Έρχεται η φιλενάδα, κάνει το δεύτερο καφέ, γυρνάνε το κουπάκι, λένε τη μοίρα, γελάνε, φεύγει.

Αφού γίνανε οι φακές κι έχουν στρωθεί και τα κρεβάτια και σκουπίστηκε κι η κάμαρη, ποτίστηκαν τα λουλούδια κι έπηξε το γάλα και κρεμάστηκε με το τουλουπάνι για να στραγγίσει, ξεκινά κι η γυναίκα να κόβει τη σαλάτα. Κοιτά το ρολόι -είναι πια μεσημέρι- και βγαίνει στο μπαλκόνι να δει μήπως έρχεται ο άντρας της.

Ο νέος εκεί στην ίδια στάση. Κίνηση καμιά. Λογαριάζει τις ώρες. Είναι πολλές.

Την πιάνει ένα ξαφνικό χτυποκάρδι. «Κάτι έχει πάθει το παιδί , άχου η στρίγγλα, και δεν πήγα να το ρωτήσω τόσες ώρες αν χρειάζεται κάτι…»

Λύνει την ποδιά, κατεβαίνει τρέχοντας σχεδόν τις σκάλες. Όλες οι κακιές σκέψεις της έρχονται στο νου σε δευτερόλεπτα. Λαφαμένη φτάνει μπροστά του, σκύβει το κεφάλι να δει αν κουνιούνται τα μάτια του. Εκείνος την κοιτά και της χαμογελά.

-Γεια σου, του λέει.
-Γεια, της απαντά.
-Είσαι καλά, παιδάκι μου; Σε βλέπω τόσες ώρες στην καρέκλα ακούνητο κι ησκάρταρα.
-Ναι, μωρέ... Έχω αφ’ το πρωί  μιαν υπερένταση...

Δέσποινα Σιμάκη

desikaria@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.