Φτερωτός άγγελος του έρωτα θα ντυθώ απόψε…
Αυτό σκαρφίστηκε το «πετούμενο» και χωρίς καθυστέρηση εφάρμοσε τα φτερά του ανοίγοντάς τα διάπλατα στο σχήμα της καρδιάς και βρέθηκε μονομιάς στον αέρα, με τα αιχμηρά του βέλη παραμάσχαλα… Προσγειώθηκε στα κεραμίδια της Σταματούλας στην Αρέθουσα Ικαρίας, ετών 92, πρώην όμορφης κόρης με γαλανά μάτια και μιας πολύ πολύ μακριάς και λεπτής κοτσίδας που άλλη δεν είχε ματαδει. Αφού κατέλαβε περίοπτη θέση στην οροφή του σπιτιού από μια μικρή σχισμή βρήκε τη γιαγιούλα να κλαίει, ανακούρκουδα στα σκαλοπατάκια της κάμαρας…
Η Σταματούλα στράβωσε το στόμα της, σχεδόν ένα κολακευτικό μειδίαμα φώτισε το γερασμένο πρόσωπό της. Έκλεισε τα θολά πλέον γαλανά μάτια της και έγειρε στο πλάι ακουμπώντας το μάγουλό της στον δροσερό πέτρινο τοίχο, στα γκρέμια της έρημης κάμαρας. Σχεδόν τυφλή, τελείως άπορη. Ψιχάλες ευτυχίας κυλούσαν στο πρόσωπό της καθώς στάλαζαν πάνω στο φθαρμένο βαμβακερό νυχτικό που φορούσε. Μετρούσε μισό αιώνα αναμονής από το τελευταίο αντάμωμα… καλοκαίρι ήτανε, θαρρώ. Oι κουρτίνες σάλευαν απαλά πέρα δώθε από την δροσερή αυγουστιάτικη βραδιά, όπως και τότε που ενώθηκαν τα σώματα και οι όρκοι τους. Κάπου μακριά στο βάθος αφουγκραζόταν τον ήχο μονοκινητήριου αεροπλάνου…
-Άρτεις σύντομα;
-Σ’ ένα χρόνο, το περσότερο…
Η Σταματούλα, ήταν η μεγαλύτερη θυγατέρα υπερπολύτεκνης οικογένειας. Εκείνα τα χρόνια οι οικογένειες είχαν πολλά μέλη. Πεντάμορφη, ξανθιά γαλανομάτα καθώς ήταν, ο πατέρας της την προόριζε για τον καλύτερο γαμπρό της Αρέθουσας. Έτσι τη γαλούχησαν, για τον καλύτερο και τον ικανότερο. Χρόνο στο χρόνο -μεγαλοκοπέλα πλέον-, όλα την πείραζαν, κανένας δεν της έκανε και λίγο πριν απαρνηθεί όλους τους γαμπρούς που της προξένευαν, γνώρισε εκείνον…
Εκείνος, είχε εμφανιστεί ξαφνικά κι από το πουθενά, στον μοναδικό καφενέ του χωριού. Ξένος ήταν. Ξανθός, γαλανομάτης και αεροπόρος. Η Σταματούλα τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, το ίδιο και εκείνος. Δεν έχασαν χρόνο καθόλου, ο Σταύρος γνωρίστηκε με το σόι της και χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν αρραβωνιάστηκαν εσπευσμένα. Ο Σταύρος Π. ήταν σπουδαίος πιλότος και ανήκε στην 335η Βασιλική Ελληνική Μοίρα Δίωξης κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Είχε αναλάβει πλήθος αποστολών αναχαίτισης του εχθρού, μεταξύ των οποίων και την κατάρριψη δύο γερμανικών αεροσκαφών. Εξού και τα εσπευσμένα αρραβωνιάσματα. Λίγο πριν αναχωρήσει αντάλλαξαν όρκους αιώνιας πίστης.
- Μ’ αγαπάς
- Σ’ αγαπώ…
- Εσύ;
- Κι’ εγώ.
-Άρτεις σύντομα;
-Σ’ ένα χρόνο, το περσότερο…
Η Σταματούλα περίμενε καρτερικά την επιστροφή του Σταύρου. Ως ένδειξη πίστης και αγάπης ορκίστηκε να μην κόψει τα μαλλιά της, μέχρις να ξαναδεί τον Σταύρο. Μέρα με τη μέρα, δάκρυ με το δάκρυ, πόντο με τον πόντο… Τα χρόνια πέρασαν, η Σταματούλα περίμενε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Όποτε άκουγε αεροπλάνο να πετάει πάνω από το χωριό, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, παρατούσε ό,τι έκανε και έτρεχε να το δει, να το θαυμάσει… «μάταια …τα μάτια κλαίνε» της έλεγαν…
Αύγουστος 1997. Η Σταματούλα έφυγε, πήγε να βρει τον λεβέντη της, τον Σταύρο. Είμαι σίγουρη ότι πετούνε μαζί στους αιθέρες και αγαπιούνται ακόμη περσότερο.
Στέλλα Κυριακού
thejackalsk@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Στέλλας Κυριακού.