Είχαμε χρόνια να δούμε καλοκαίρι με τόσο λίγους αέρηδες.
Καθόμασταν, οι παλιοί φίλοι, στην αμμουδιά και κοιτάζαμε την λεία σαν γυαλισμένο παπούτσι επιφάνεια της θάλασσας. Οι παλιοί φίλοι, οι κάποτε έφηβοι, σαν σε πάρτι μεταμφιεσμένων, κάποιοι με γκρίζα μαλλιά, κάποιοι με μάσκες από ρυτίδες στο πρόσωπο. Αγναντεύαμε και προσπαθούσαμε να θυμηθούμε πώς ήταν κάποτε η παραλία χωρίς beach bar και χωρίς ξαπλώστρες. Η αδελφή μου κολυμπούσε με μάσκα και βατραχοπέδιλα κι έπειτα την είδα να αναδύεται από το νερό και τις τελευταίες σταγόνες των αφρών να απορροφώνται από την άμμο.
«Το ξέρεις ότι έχει κίονες στον βυθό;», είπε.
Είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να ζούνε ακόμα και κάτω από το νερό τα μάρμαρα για δύο χιλιάδες χρόνια;
«Εκεί είναι», έδειξε. Μου έτεινε τη μάσκα. «Πήγαινε. Δες».
Η κρυφή όψη των θαλασσών είχε πάψει εδώ και χρόνια να με γοητεύει. Ωστόσο η περιέργεια με έκανε να πιέσω ξανά το πρόσωπό μου επάνω στο γυαλί που μπορούσε να μετατρέπει τις εικόνες του υγρού κόσμου στην δική μας μορφή. Κολυμπούσα και ο βυθός ξετυλίγονταν σαν κακή, μονότονη κινηματογραφική ταινία. Άμμος, διάστικτη από μικρές δράκαινες που ξεκουράζονταν επικίνδυνα λίγα μέτρα βαθύτερα από εκεί που πατάει πόδι ανθρώπου, μικρές γλώσσες θαμμένες, αόρατες, βαριεστημένα μπαρμπούνια που έβοσκαν με τα μουστάκια τους κι έπειτα πέτρες στρογγυλεμένες από τον χρόνο και το νερό. Έβγαλα ξανά τα μάτια στον δικό μας κόσμο. Η αδελφή μου με κοιτούσε όρθια στα σύνορα με την στεριά.
«Πού;» έγνεψα ερωτηματικά με το χέρι.
Περιέστρεψε το χέρι. Κάπου εκεί γύρω. Αυτή μάλλον ήταν η απάντηση. Κολυμπούσα, ξανά και ξανά, σε επάλληλους νοητούς κύκλους κι επαναλάμβανα τον εαυτό μου, αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Μόνο την άμμο. Δεν υπήρχαν κίονες, σκέφτηκα. Μια ακόμα υπερβολή των Ικάριων. Μια τερατολογία για τον χρόνο. Τίποτα δεν σώζεται. Τίποτα από εκείνα που ήμασταν δεν υπάρχει. Μόνο η λογοτεχνία, αλλά κι αυτή δεν έχει νόημα. Κάθε αύριο, σβήνει το χθες. Μπορεί να παίζονται ακόμα και οι χειρότερες τραγωδίες του Ευριπίδη, όμως ο Ευριπίδης έχει χαθεί. Παιχνίδι της φαντασίας ο κίονας. Αλλιώς, θα τον είχα δει, τόσα χρόνια στην παραλία της αρχαίας Οινόης.
Και τότε, είδα.
Ένα μικρό κομμάτι. Ούτε καν ολόκληρος κίονας. Ένα από τα μεσαία τμήματα με την τετράγωνη τρύπα στη μέση όπου έριχναν μολύβι για να στηρίζει και να απορροφά τους κραδασμούς.
Δεν είχε βάση. Ούτε κιονόκρανο. Πρόβαλλε από την άμμο ξαφνικά με ευθείες και σκαλισμένα αυλάκια, έργο ανθρώπινο που αντιπαραβάλλονταν στο έργο της φύσης. Η φύση πάντα στρογγυλεύει, ενώ ο άνθρωπος πάντα φτιάχνει γραμμές. Πεσμένος, ξαπλωμένος, μισός χωμένος στην άμμο, μέσα από πράσινες αποχρώσεις των νερών, λευκός, γυάλιζε από τις φιλτραρισμένες ακτίνες του ήλιου, καθαρός, χωρίς θαλασσινά φυτά στους πόρους του, σχεδόν ψεύτικος, ένα πλαστικό σκηνικό ενυδρείου. Περιστρεφόμουν αρκετή ώρα γύρω του, για να πειστώ ότι ήταν αληθινός, για να παρατηρήσω τις λεπτές εγκοπές, τις πτυχώσεις του σκληρού σκαλισμένου πετρώματος, κι έπειτα με έπιασε φόβος. Τόσες ψυχές, αισθάνθηκα, έκλεινε εκείνο το κομμάτι μάρμαρο. Ο τεχνίτης που τον είχε φτιάξει, οι άνθρωποι που είχαν ζήσει στο σπίτι ή είχαν λειτουργηθεί στο ναό που στήριζε. Τόσοι που είχαν περάσει κι είχαν φύγει. Αλλά ο κίονας ήταν εκεί. Απομακρύνθηκα με πανικόβλητες απλωτές, σα να με κυνηγούσαν όλες οι ψυχές.
Βγήκα λαχανιασμένος στην παραλία με τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες όπου ακουγόταν από το bar μουσική κι είπα στον πρώτο φίλο που συνάντησα:
«Το ξέρεις ότι έχει κίονες στον βυθό»;
Ο φίλος σήκωσε τους ώμους.
«Ε, και λοιπόν»;
Γιάννης Παπαγιάννης
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Παπαγιάνη.