Όλα τα παιδιά της γενιάς μου μεγαλώσαμε με τα κλασσικά παραμύθια. Εγώ είχα τον πατέρα μου που μου έλεγε ιστορίες δίκες του. Δεν ήθελε όμως να με παίρνει ο ύπνος πριν τελειώσει η ιστορία, η οποία όμως ποτέ δεν τελείωνε.
Λόγου χάρη: …τότε που έτρωγα ένα αβγό και μου έπεσε το κουταλάκι μέσα στο αβγό, αναγκάστηκα να γδυθώ και να βουτήξω μέσα στο αβγό και κολυμπούσα κολυμπούσα μέχρι που έφτασα μέσα στην κότα που έκαμε το αβγό…
Το καλύτερο του όμως ήταν όταν μου έλεγε για τα παιδικά του χρόνια στο Φουντουλάτο:
Τα καλοκαίρια φεύγαμε από τον Άγιο, με τη βενζίνα του Ζάνου και πηγαίναμε διακοπές στο Καραβόσταμο, στο Φουντουλάτο, χωρίς φως και νερό στο σπίτι. Εκεί ήταν το σπίτι του παππού, του προπάππου και γύρω γύρω τα κτήματα, με τα εξωτικά ονόματα, το αξάλειμα, η καμπιάδα, του αγιαντωνιού, τα τσεφέλικα, ο λινός, τα στραβοκάμπια, το ζέρβικο, το μπακαλιόρικο, το μπαρβανικόλικο, η απέσω γηστέρνα μα το πιο μεγάλο ήταν το καράδικο.
Τα κτήματα ήταν μικρά στρεμματισμένα με τις πεζούλες, τις ξερολιθιές, τις απλωτεριές για τις σταφίδες και τα σύκα τα μελισσοτόπι για τα χαστριά, την άλωνα, τις αποθέστρες και τους αρμακάδες. Το καρράδικο είχε και νερό και στην κορυφή του βράχου είχαμε κτίσει και ένα πύργάκι. Είχαν από όλα τα φυτά και σε διαφορετικές ποικιλίες οι περισσότερες ντόπιες, ελιές, κλίματα, μηλιές, αμυγδαλιές, συκιές, αλλά και άγρια φυτά όπως άντρακλες, κουμαριές τζιτζιφιές, τσικουδιές, τσουρουμελιές, βαβατσινιές όλα σε μια αρμονική σχέση. Υπήρχαν και κάποια δέντρα μπολιασμένα με ποικιλίες διαφορετικού χρόνου ωρίμανσης. Οι ποικιλίες των φυτών και πολλές φορές και τα μεμονωμένα δέντρα είχαν τα ονόματά τους. Πρωταθλητές στα ονόματα ήταν τα κλήματα, φωκιανό, μπεγλέρι, κούντουρο, ροζακί, κολοκυθάτο, κοριοστάφυλο, μοσχάτο, αργυρό (από αυτό το κλήμα ή γιαγιά η Άννα έκανε στέφανα για τους γάμους στην κατοχή).
Σε όλα τα κτήματα υπήρχαν συκιές, μπρουκουνιές (πρωτόσυκα) και οι αλυθιές (ερινιές), διαφορετικές ποικιλίες μυτιληνιές, άσπρες, γαλανές, μαύρες, καλονοικοκυρές, αχτανάβατες, βοσυκιές. Όλο το καλοκαίρι μαζεύαμε τα ώριμα σύκα και τα απλώναμε στις απλωταριές να ξεραθούνε. Τους χάσκες, τα ανοιχτά σύκα τα κάναμε παστελαριές, γεμιστά με καρύδι αμύγδαλο και σησάμι τα άλλα τα ανοίγαμε σαν καρδούλες.
Μια φορά στο καρράδικο, μαζέψαμε σύκα για ξερά και κάτι μπασάκια αμύγδαλα. Εκεί που ανοίγαμε τα σύκα καρδούλες αποφάσισα να βάλω μέσα σε μερικά σύκα από ένα αμύγδαλο. Όμως σε ένα σύκο έβαλα μέσα ένα άσπρο λαλαδάκι από άτσαχα. Τα ξερά τα σύκα τα μαζεύαμε και η γιαγιά σου τα φούρνιζε, τα διπλοφούρνιζε με δαφνόφυλλα και τα αποθηκεύαμε σε γκαζοντενεκέ. Το συκαλάκι με το πετραδάκι ανακατεύτηκε με τα υπόλοιπα σύκα και χάθηκε. Εγώ το είχα ξεχάσει.
Το Χειμώνα μια φορά μετά το φαγητό ετρώγαμε ο παππούς σου ή γιαγιά σου οι τρεις θείοι και εγώ, η γιαγιά σου έφερε από δύο σύκα στον κάθε ένα μας. Εκεί που τα τρώγαμε ο ένας αδερφός μου έφαγε ένα σύκο και βρήκε μέσα το αμύγδαλο. Τότε θυμήθηκα τι είχε γίνει το καλοκαίρι που μας πέρασε, θυμήθηκα τον άτσαχα και έβλεπα τα σύκα στα πιάτα, ευχόμουν το σύκο με την πέτρα να τύχει στον αδερφό μου τον Λευτέρη. Ξαφνικά ο πατέρας με μια αργή αλλά εντυπωσιακή κίνηση του χεριού του μου βγάζει κάτι από το στόμα του και χωρίς να μιλήσει μου το κοπανάει στο κεφάλι.
Εγώ δεν το περίμενα και ξαφνιάστηκα.
Η γιαγιά σου (που δεν άφηνε και εδώ που τα λέμε δεν αφήνει πέτρα να πέσει κάτω) ρώτησε: Τι έγινε; Ο παππούς χωρίς να σταματήσει, μάσησε το σύκο του και της είπε δείχνοντάς με: Ρώτησέ τον!
Τι να μου πει εμένα η κοκκινοσκουφίτσα και κοντορεβυθούλης, εγώ είχα τις ιστορίες από το Φουντουλάτο με τα μελοκούμπια στου γέροντος, τις κουρίτες στην απέσω γηστέρνα, το πυροφάνι στις νήσσες, τις τσούνες με τις πέρδικες, τα φουσκωμένα βατράχια στον νερόμυλο, τις μυρμηγκομαχίες στην άλωνα, τα καμίνια για τα ξυλοκάρβουνα, τις ιστορίες με το Κωλοφάνη, τον Παφουρλίνγκο και με το τρομερό και φοβερό Λάμπρο τον Δραγάτη του χωριού που κυνηγούσε τα παιδιά σε μια καριώτικη εκδοχή του stand by me.
Μάκης Φουντούλης