Κάποτε εν το μέσω του τριωδίου, στην Αθήνα στο κέντρο, δυο Καριωτίνες, προσπαθούσαν να εξηγήσουν σε μια Κερκυραία τι σημαίνει "ντύνομαι μουτσουνάρης".
Εκείνη έδειχνε να το διασκεδάζει χώρις όμως και να πολυκαταλαβαίνει την όλη διαδικασία. Ρωτούσε τι στολές φοράνε, ποια μέρα της Αποκριάς βγαίνουν, πόσο καιρό πριν το προετοιμάζουν, πόσα άτομα ειναι το γκρουπ, σε ποιο μέρος γινεται το event, για να παρει απαντήσεις που δεν περίμενε: "Φοράμε ρούχα παλιά ή αφόρετα, μπουρνούζια, τσουβάλια, μουσαμάδες, να μην σε αναγνωρίζουν. Βγαίνουμε οποιαδήποτε μέρα της Αποκριάς, χωρίς καμιά προετοιμασία. Μπορεί να πάει μόνο ένας ή να τηλεφωνήσουμε σε καμιά δεκαριά και όλοι παρέα να μπουκάρουμε σε σπίτια, σε καφενεία σε μπαράκια ή να σπάμε πλάκα και να πειράζουμε κόσμο μεσα στη μέση της πλατείας."
Την άφησαν καπως άφωνη την Κερκυραία! Λογικό... Τρελοί, θεότρελοι και στην Κέρκυρα, αλλά το δικό μας το χυμαδιό δεν το 'χουν.
Πάραυτα, εμεινε λίγη ώρα σκεπτική όσπου σήκωσε το σπινθηροβόλο βλέμα της και είπε στις δύο Καριωτίνες φίλες της:
- Έχω μια παλιά στολή του αδερφού μου στο σπίτι....τι λέτε;
Οι Καριωτινες κοιτάχτηκαν κατάματα. Η Κερκυραία ήταν ξεκάρφωμα, δεν θα τους αναγνώριζε κανείς. Ένα πράγμα τους απασχολούσε, ο προορισμός. Σκέφτηκαν, κατέληξαν, ντύθηκαν, μουτσουνιάστηκαν και μπήκαν μέσα στον Ηλεκτρικό. Έτσι ακριβώς όπως φαντάζεστε, κάθισαν στις θέσεις του τρένου και χασκογελούσαν με άνεση. Ούτε που τους είχε περάσει από το μυαλό η επικινδυνότητα της κατάστασης, ούτε που είχαν αντιληφθεί τον κόσμο που τις κοιτούσε απορρημένος.
Κατέβηκαν Ομόνοια. Κέντρο καράκεντρο. Όχι Ικαρία, ούτε καν Άνω Πέραμα που θα φάνταζαν λιγουλάκι πιο εναρμονισμένες στο τοπίο, αλλά Ομόνοια, με αεράτο βηματισμό και σκέρτσο, βραδάκι να κατηφορίζουν την Αγ.Κωσταντίνου, με μπουρνούζια, σεντόνια, τις αρβύλες του αδερφού, περούκες, μαντήλια και ένα βρακί στο κεφάλι καπέλο.
Σταμάτησανε έξω απο την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Περίμεναν να βγει κάποιος για να μπουν χωρίς να χτηπήσουν το θυροτηλέφωνο. Τι να έλεγαν;
Βγήκε ένας κύριος μετά από λίγο, έβγαλαν τις μουτσούνες, του είπαν : "Ξέρετε έχουμε ένα έθιμο στο νησί, να.... ντυνόμαστε κάπως έτσι, και κάνουμε πλάκα, πηγαίνουμε στο τάδε διαμέρισμα που μένει ο "Τέτοιος" ...." Με τα πολλά τις πίστεψε και μπήκαν.
Το ανσανσέρ ήταν για τρεις. Μα αυτές, με κάτι μαξιλάρια πίσω μπρος, κάναν για έξι. Σκαλοπάτι- σκαλοπάτι έφτασαν έξω από την πόρτα. Χτύπησαν δυνατά κάμποσες φορές. "Ποιος είναι;" είπε μια γυναικεία φωνή, "Μουτσουνάρηδες!" ψυθίρισαν απο την άλλη μεριά. "Τι;". Δεν ακούστηκαν. Δεν μπορούσαν να φωνάξουν. Ο Μουτσουνάρης δεν φωνάζει, μιλάει ψυθιριστά και προς τα μέσα. Οι από μέσα κοιτάξαν από το ματάκι.
- Άχου, μουτσουναράκια είναι, είπε η Ψηλή. Η Ψηλή ηταν, την είχαν καταλάβει οι άλλες.
- Μην ανοίγεις, δεν είμαστε Ικαρία ! Αν δεν πουν ποιοι είναι δε μπαίνουν, είπε ο αδερφός του "Τέτοιου".
Τότε οι Μουτσουνάρηδες βγάλαν χαρτί και στιλό και έγραψαν: ΑΝΟΙΞΕ "ΤΕΤΟΙΕ", ΔΕΝ ΗΡΘΑΜΕ ΝΑ ΣΑΣ ΚΛΕΨΟΥΜΕ , ΗΡΘΑΜΕ ΝΑ ΣΑΣ....(τέλος πάντων, οι γιορτές αυτές, όπως ολοι ξερουμε, έχουν πολλές προστυχιές) Και άνοιξαν. Και ξεκίνησε το νταβαντούρι. "Να 'ναι γυναίκες ή άντρες;" Και να τα χουφτώματα. Και να τα σπρωξίματα και τα σφιξίματα. "Ρε τράβα τις μουτσούνες να δεις ποιοι είναι, δικοί μας είναι".
Όλα της τα' χανε πει της Κερκυραίας, αλλά για την... παλαίστρα ξεχάσανε να της πούνε. Όσο να πεις ταράχθηκε.
Στο τέλος με τα πολλά, οι μουτσούνες πέσανε, και τα πρόσωπα αποκαλύφθηκαν. Και τότε οι σπιτονοικοκυραίοι κάπως ντραπηκαν που χουφτώνανε "ξένη" κοπέλα. Άλλο τόσο ντράπηκε κι' αυτή. Ψήσανε όμως καφέ, και ως γνωστόν ο καφές λυνεί πάσης φύσεως παρεξηγήσεις. Τα είπανε, γελάσανε, βάλανε στους σάκους τους τα μουτσουνιαρήστικα, είπαν "Και του χρόνου!",και αποσώσανε στα σπίτια τους χωρίς κανέναν ενδοιασμό γι' αυτό που μόλις είχαν κάνει.
Μόνη εξαιρέση η Κερκυραία, και η γκρίνια της για τα χουφτώματα.
Θεοδοσία Καρίμαλη
theodosia1983@yahoo.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Θεοδοσίας Καρίμαλη.