Το νούμερο του Τραπάλου #IstoriesErota

Έχεις έρθει στο Τραπάλου;

Όχι τώρα, με την παραλία του και την ταβέρνα του και τα τηλέφωνα και το γεμάτο σπίτια χωριό και τα κότερα που αράζουν στον όρμο και τις ομπρέλες και τους ξένους και τις κοπέλες με τα μπικινάκια τους. Όοοοχι. Πιο πριν. Τότε που δεν είχε έρθει ο δρόμος και το ρεύμα (και που ήρθε, δηλαδή, μόνο οι γιαγιάδες χάρηκαν, που είχαν φάει τη ζωή τους να προσπαθούν να κανονίζουν τα γεύματα της ημέρας α-κρι-βως, γιατί τίποτα δεν πετιέται, τίποτα δε χάνεται και χωρίς ψυγείο αυτό είναι σταυρόλεξο για πολύ δυνατούς λύτες) που τα βράδια βρόμαγε κατόλ όλο το χωριό, που τα σπίτια δεν ακουμπούσαν το ένα πάνω στ άλλο (αλλά ησυχία δεν έβρισκες ούτε απ' τα παιδιά, ούτε απ' τα τζιτζίκια), που η παραλία δεν ήταν παραλία, αλλά ένα σεληνιακό τοπίο με κροκάλες όσο δυο άνθρωποι η καθεμιά, που τα μεσημέρια έπεφτε νεκρική σιγή απ’ άκρη σ’ άκρη για να κοιμηθεί ο Σούλης στην αυλή του (μέσα δεν έκανε ο άνθρωπος, δεν μπορούσε), που στη θάλασσα ό,τι ώρα και να κοίταγες όλο και κάποιο μικρό θαλασσόδερνε στα βαθιά και άκουγες τη μάνα του, τη θειά του, τη γιαγιά του και όλο το υπόλοιπο χωριό να φωνάζει εν χορώ «ΣΤΕΛΙΟΒΓΕΣΕΞΩΘΑΣΟΥΣΠΑΣΩΤΟΚΕΦΑΛΙΒΡΕΠΑΝΑΘΕΜΑΣΕΘΑΜΕΣΚΑΣΕΙΣ» (Έτσι. Μία λέξη). Τότε που για να βρείς ψωμί ή το ζύμωνες ή πήγαινες στο Καρκινάγρι με τα πόδια (ή με τη βάρκα, αν ήσουν τυχερός) και δε συζητάμε για τσιγάρα, ζαρζαβατικά, κρέατα, αυτά ερχόντουσαν με κάθε επισκέπτη φορτωμένο με τσάντες, καλάθια και ψυγειάκια, μια κόλαση περνούσαμε με τους ανεφοδιασμούς, σαν καραβάνι που περνάει την έρημο, σαν μην υπάρχει πράσινο φύλλο στο νησί, γιατί πες εσύ στη μάνα μου και στη γιαγιά μου ότι, εντάξει, θα βρούμε κάποιον να μας πάει στις Ράχες ή στον Άγιο, δεν είσαι με τα σωστά σου.

Και έρχομαι στο προκείμενο:

Τότε, λοιπόν, τις αλήστου μνήμης εποχές της παιδικής και, πιο σημαντικό, της εφηβικής μας ηλικίας, στο χωριό υπήρχε ένα τηλέφωνο. Του Σούλη. Εκεί που σήμερα είναι η ταβέρνα της Καλλιόπης, αν έχεις ακουστά. Όποιος ήθελε να τηλεφωνήσει (κυρίως στην Αθήνα, βέβαια, στους εργαζόμενους γονείς των πανευτυχών, εγκαταλελειμμένων στις γιαγιάδες, τέκνων που αλώνιζαν στο χωρίο για τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι, για να τους ενημερώσει για τη πορεία της υγείας τους και να αποκρύψει επιμελώς όλες τους τις καλοκαιρινές αμαρτίες) πήγαινε εκεί. Και βεβαίως, όποιος ήθελε να βρει κάποιον Τραπαλιώτη, πάλι εκεί τηλεφωνούσε. Τότε, την χρυσή δεκαετία του ογδόντα και μέχρι τα μισά του ενενήντα, εμάς, τα μικρά, κανένας δε μας έπαιρνε τηλέφωνο. Τους φίλους μας θα τους ξαναβλέπαμε στο σχολείο κατά τις 10 του Σεπτέμβρη, θα τα λέγαμε τότε, ποιος βιαζόταν; Όταν χτύπαγε, όσο χτύπαγε εκείνο το αρχαίο τηλέφωνο από βακελίτη με το τεράστιο καντράν που ήθελε ένα τέταρτο να πάρει το μηδέν (τακατακατακατακατακατακατ) ήταν για τους «μεγάλους».  Το οποίον σήμαινε ότι ποσώς μάς ενδιέφερε αν χτυπάει ή δε χτυπάει το ρημάδι.

Μέχρι να έρθει το ωραιότατο καλοκαίρι του ’94 κι εγώ πια κοντά στα 17. Μεγάλη, μην τα συζητάς! Τα γενέθλιά μου στις 14 Αυγούστου, μέσα στην τούρλα του καλοκαιριού, μια μέρα πριν της Παναγίας (ξέρεις τώρα τι σημαίνει αυτό για τα πανηγύρια στην Ικαρία) περνάγανε λίγο ξώφαλτσα. Τα γιορτάζαμε πάντα αυτοσχέδια, χωρίς πολλά ταρατατζούμ, καθότι στην άκρη του Θεού, με τη θεία μου να βάζει όλη της φαντασία να σκαρώσει γλυκά που και για όλους θα φτάσουν και ψυγείο δεν θα θέλουν και αίγλη θα έχουν (ε πώς;).

Εκεί που είμαστε λοιπόν, Κυριακή, 14 Αυγούστου, στο μώλο, και βουτάμε σαν να μην υπάρχει αύριο να πιάσουμε αχινούς, με τα αυτιά μας βουλωμένα και τα γόνατα γδαρμένα από το σκαρφάλωμα στους βράχους, χτυπάει το τηλέφωνο. Καλά, εμείς δεν το ακούσαμε, είπαμε, βουτάγαμε. Και το σηκώνει η θεία η Φρειδερίκη. Σημαντικό αυτό, γιατί η φωνή της Φρειδερίκης έπιανε πολλά ντεσιμπέλ. Πολλά! Και ξάφνου, ανάμεσα στις βουτιές ακούμε επιτέλους:

ΡΩΞΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΝΑΑΑΑΑΑΑΑΑΤΗΛΕΕΕΕΕΕΕΕΦΩΩΩΩΩΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ (έτσι. Μια λέξη)
ΟΚΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΣΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΣ (Ο Κώστας; Ποιος Κώστας;)

Ο περί ου ο λόγος, ήταν το φλέρτ στο ψήσιμο. Εγώ στο ψήσιμο. Τότε. Με έψησε για τα καλά έκτοτε, άλλα άλλη ιστορία αυτή. Το θέμα είναι ότι ήταν μυ-στι-κό! 17 λέμε. Μεγάλη. Και όσο εγώ δεν απαντούσα, τόσο αντιλαλούσε η Φρειδερίκη σ’ όλο το χωριό.

- ΡΩΞΑΑΑΑΝΑΑΑΑΑΟΟΟΚΩΩΩΩΩΣΤΑΑΑΣΤΗΛΕΕΕΕΕΦΩΩΩΩΩΝΟ.

Τρέχοντας ανεβαίνω από το μώλο στου Σούλη, με την υπόλοιπη μαρίδα να γελάει κάτω από τα μουστάκια της (πρωτη φορά τηλεφωνούσε «γαμπρός» στο χωριό -και όλοι ήταν αυτομάτως βέβαιοι πως επρόκειτο περί γαμπρου, πέραν πάσης αμφιβολίας, δεν το συζητώ) και να ακολουθεί κατά πόδας. Βουτάω το τηλέφωνο από τα χέρια της Φρειδερίκης, με όση αυτοκυριαρχία μπορούσα να μαζέψω (Τι θέλει; Πού βρήκε το τηλέφωνο; Μα να 'ναι, αλήθεια, ο Κώστας;) και με την πιο αδιάφορη φωνή που μπορούσα να υποκριθώ λέω:

- «Εμπρός;»
- «Γεια. Ο Κώστας είμαι, πήρα να σου πω χρόνια πολλά, που έχεις τα γενέθλιά σου»

(Και ο Κώστας είναι, και τον αριθμό βρήκε, και τα γενέθλιά μου θυμήθηκε, και τηλέφωνο με πήρε! Νομίζω θα σκάσω)
- «Ε-μμμμ, ευχαριστώ» (αδιάφορη, Μαντάμ Σουσού, λέβελ προ)

Για να είμαι ειλικρινής, δε θυμάμαι την υπόλοιπη συζήτηση, το άγχος τα 'σβησε όλα, άσε που έτσι κι αλλιώς οι υπεραστικές κλήσεις εκείνη την εποχής ήταν φωτιά και λάβρα και φαντάζομαι πως δεν θα κράτησε πολύ: Τι κάνεις; Καλά, εσύ; Κι εγώ καλά. Πότε θα γυρίσεις; Ουουου αργώ ακόμα, Θα τα πούμε στην Αθήνα, Γειά, Γειά.

Κλακ. Κλείνω το τηλέφωνο, βάζω το ακουστικό στη θέση του και παλεύω να ξεμπερδέψω το καλώδιο που το 'κανα γόρδιο δεσμό από το γύρνα-γύρνα μέσα στα χέρια μου. Κι η Φρειδερίκη εκει, μπάστακας. «Σε πήραν για τα χρόνια πολλά, Ρωξανάκι;» Κόκκινη και φωσφορίζουσα λέω ένα ναι, κι αυτό μασημένο και σπεύδω να εξαφανιστώ, πριν προλάβει να κάνει άλλες διευκρινιστικές ερωτήσεις. Όχι ότι χρειαζόταν.

Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν μαζευτεί όλα τα πιτσιρίκια. Ποιος είναι ο Κώστας; (ένας φίλος μου, δεν τον ξέρετε) Πού τον γνώρισες; (εεεεεε, σ ένα θέατρο) Είναι καλός; (ναι) Είναι όμορφος; (ναι!) Τι τάξη πάει; (Πανεπιστήμιο) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ;!; (ναι) Και, τα χετε; (οχι) Σ ‘έχει φιλήσει; (ΟΧΙ!) και ούτω κάθ’ εξής.

Η ανάκριση δεν κράτησε πάρα πολύ, δεν είχα και πολλά να πώ, είναι η αλήθεια, ακόμα. Προς απογοήτευση των υπολοίπων, αφού, καθώς ήμουν η μεγαλύτερη σχεδόν στο χωριό, και κατά συνέπεια πιο έμπειρη στα περίπλοκα περί έρωτος ζητήματα, όφειλα να προσφέρω περισσότερες λεπτομέρειες και εξηγήσεις. Μπά. Τζίφος.

Αλλά για πρώτη φορά εκείνο το τηλέφωνο στο Τραπάλου, απέκτησε ύπαρξη και υπόσταση. Έγινε κάτι ζωντανό, κάτι που με αφορούσε. Και έγινε, ίσως, και πίσω κοιτώντας, όχημα στην, εν τέλει, νικηφόρα εκστρατεία του Κώστα να κερδίσει το κορίτσι. Γιατί βρήκε το νούμερο.

Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.