Δεν ξέρω πώς το κάνουν αυτό το πράμα οι γιαγιάδες. Ίσως είναι διαφορετική πάστα, ρε παιδί μου, πιο καπάτσες, πιο καταφερτζούδες. Ίσως είναι θέμα ηλικίας, ξέρω ‘γω, όσο μεγαλώνεις προκόβεις. Ίσως, απλώς, αποκτούν έξτρα προσόντα, σε συσκευασία δώρου, κατευθείαν μαζί με τα εγγόνια, δια της ωσμώσεως, ας πούμε ή με κάποιο άλλο ανεξήγητο τρόπο. Γιατί, συγνώμη κιόλας, αλλά προτού γίνουν γιαγιάδες, άλλες ήταν. Τις ξέραμε. Καλές ήταν και πρίν, περίκαλες, μην παρεξηγηθεί καμιά ότι την είπα ακαμάτρα. Δεν είναι αυτό. Απλά πριν δεν είχαν ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΕΙΣ. Θα μου πεις "Πού το ξέρεις, γιατί τη γιαγιά σου, γιαγιά τη γνώρισες, μπορεί από πάντα της να ήταν μια διακριτική σούπερ ηρωίδα". Ορθώς. Αλλά όχι. Το κόλπο είναι αλλού. Έκανα παιδί. Που πάει να πεί, έφτιαξα (τουλάχιστον) δυο γιαγιάδες. Κι αυτές μετάλλαξη πάθανε. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο.
Κι αν όλες οι γιαγιάδες είναι όντα υπερφυσικά και παινεμένα, απ’ όλες η καλύτερη, η πιο γλυκιά, η πιο αγαπημένη είναι – αντικειμενικά μιλώντας - η δική μου. Η γιαγιά μου είναι τόση δα, μια αγκαλιά γεμάτη, ίσια ίσια να χωράει, ίσια ίσια να μην περισσεύει. Κάθεται εκεί δα στα μαξιλάρια της, και όλη μέρα πλέκει (κασκόλ, τώρα που παραμεγάλωσε και δεν την βοηθούν τα μάτια της, και όλο παραπονιέται) για ένα σμάρι δισέγγονα, για φίλους, για γνωστούς, για μουσαφίρηδες που τους πήρε με πολύ καλό μάτι. Βγαίνει στον κήπο της και τσαπίζει τα κρεμμυδάκια, και τα μαρούλια, χαϊδολογάει τους βασιλικούς και καμαρώνει τα τριαντάφυλλα (στα ρόζ έχει την πιο μεγάλη αδυναμία, ανέκαθεν).
Η γιαγιά μου ξέρει και παίζει το μαντολίνο. Αμέ. Τώρα τα χεράκια της έχουν ρόζους και αρθριτικά, δε μπορεί να παίξει, αλλά κάθεται με την εγγόνα της και το γαργαλάνε και κάνουν τάχα πως παίζουν παιδικά σουξεδάκια. Το αγαπημένο της τραγούδι ήταν το «Άστα τα μαλάκια σου». Κι όταν, το πάλαι ποτέ, μάθαινα κιθάρα, καθόμουν στο μπαλκόνι του πρώτου, της έπαιζα τη μουσική, κι εκείνη το τραγουδούσε κάτω στον κήπο, ανάμεσα στις λεμονιές.
Τα καλοκαίρια, όταν είμασταν μικρά, μας μάζευε όλα τα εγγόνια (και καμιά φορά και τίποτα φίλους μας μαζί) και μας κατέβαζε στο χωριό. Δεν ξέρεις τι πάει να πεί αυτό. Πόσες τσάντες, τσαντάκια, καλάθια και ψυγειάκια, sleeping bag και σακίδια κουβαλούσαμε, απόβαση κάναμε. Ποτέ δεν χάσαμε τίποτα, ούτε παιδί, ούτε μπαγκάζι. Δεν ξέρω πώς γινόταν αυτό, πάντως σ' εμάς αποκλείεται να οφείλεται. Εγώ ακόμα και τώρα στο περίπτερο να πάω, θα ξεχάσω τα κλειδιά μου στο σπίτι, θα κλειστώ απ’ έξω και θα τρέχω στη μάνα μου να πάρω το δεύτερο σετ. Τι, ψέματα να πω;
Τα ταξίδια, μεγάλα και ραχάτικα, ό,τι έπρεπε για μας. Ωστόσο, στο κατάστρωμα, πάνω στα απλωμένα sleeping bags, ανάμεσα στα καλάθια με τα ζαρζαβατικά, ως άλλοι πλάνητες τσιγγάνοι, στεκόμασταν προσοχή. Ό,τι πει η γιαγιά. Να παίξετε τώρα, παίζαμε. Είναι ώρα για ύπνο, λουφάζαμε στα στρωσίδια και κλωτσάγαμε στα μουλωχτά το ένα τ’ άλλο, ποιος θα πέσει στην παγίδα να τσιρίξει πρώτος, να παραπονεθεί και να τον κατσαδιάσει η γιαγιά που κλωθογυρίζει και δεν αφήνει τους υπολοίπους να ξεκουραστούν, τάχα. Τώρα να φάμε, ανοίγαμε τα τάπερ και κυνηγούσαμε κεφτεδάκια αλανιάρικα που κατρακυλούσαν χαρούμενα στο κατάστρωμα του Ίκαρου.
Όταν πια φτάναμε στο χωριό, μας αμολούσε στα βράχια, στα περιβόλια και στα κύματα, πάντα από πάνω μας, το μάτι του Θεού, αφανής και πανταχού παρούσα. Μας πέθαινε στο ψάρι και στο φασολάκι, αλλά έριχνε νερό στο κρασί της για το κατσικίσιο το γάλα που μας βρωμούσε και μας έπαιρνε νουνού. Μας έφτιαχνε και αυγόφετες με μπόλικη ζάχαρη από πάνω, η κόλαση των διακοπών. Μόνο τότε το τρώγαμε αυτό το πράμα, δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι ήταν το έθιμο. Αλλά μη νομίζεις, μπορεί να ήταν καλή, χρυσή και άγια, όμως άμα τη διαολίζαμε πολύ δεν το ‘χε και σε τίποτα να πιάσει τη μυγοσκοτώστρα και να μας πάρει στο κυνήγι. Και τσούζει η άτιμη η μυγοσκοτώστρα άμα σε πετύχει, δε σου λέω τίποτα.
Βέβαια, δεν ήταν πολλά τα πράγματα που την εξαγρίωναν, είναι η αλήθεια, είχε ιώβεια υπομονή. Εκτός άμα προσβάλαμε κανέναν άνθρωπο. Αυτό δεν το σήκωνε με τίποτα. Κι ενώ, γενικά, συμβουλές πολλές δεν έδινε, (εκτός από μια, η οποία επαναλαμβάνεται καθημερινά, σχεδόν, σαν προσευχή: «Ν’ αγαπιέστε. Να μη ζηλεύετε, να μη θυμώνετε. Ν’ αγαπιέστε»), από τότε που ενηλικιωθήκαμε και αρχίσαμε πια όλοι να έχουμε πιο σοβαρούς δεσμούς, μας έτρωγε όλους να κάνουμε παιδιά. Αχ, μεγάλος καημός. «Πότε θα κάνετε ένα παιδάκι; Άντε, ντε! Περνάν τα χρόνια».
Έ, τα ‘φερε η τύχη, που λές, και κάνω την κόρη μου. Το πρώτο εγγόνι της γιαγιάς, κάνει το πρώτο δισέγγονο, δε σου λέω τίποτα. Μέγας ενθουσιασμός! Αν δεν βγει αυτό το μικρό Μαρία Αντουανέτα, θα ‘ναι θαύμα. Όλοι πάνω απ’ το κρεββάτι του, να θαυμάσουν τα χεράκια του, να παίξουν με τα δαχτυλάκια του, να χαϊδέψουν το χνούδι στο κεφάλι του, να μυρίσουν τη γαλατίλα της ανάσας του και να το παινέψουν για κάθε του κίνηση, γέλιο και μπουκιά που κατάπινε.
Όπου, μια μέρα - το μωρό μικρό, βυζανιάρικο - κάθομαι με τη γιαγιά, το ταχταρίζουμε, εγώ σιχτιρίζω γιατί έχουν σπάσει τα νεύρα μου από την παρατεταμένη αϋπνία, εκείνη γελάει με τα μούτρα του βρέφους και κουβεντιάζουμε. Για τα μωρά η κουβέντα, για το μεγάλωμά τους, το βάσανό τους:
«Όμως κι εσύ, αγάπη μου, πολύ περίμενες να κάνεις το παιδί. Πόσο είσαι τώρα;»
«31…»
«…31, ναι. Μεγάλωσες! Τόσα χρόνια είστε μαζί, τι το σκεφτόσασταν; Άντε να ξεπεταχτεί τούτο δω και να βιαστείς να κάνεις τ’ άλλο». (Δεν είσαι με τα καλά σου, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα).
«Γιατί, βέβαια, καλές και οι δουλειές και το σορολόπ, αλλά, κοίτα το, βρε, πιο όμορφο πράμα απ’ τα μωρά, υπάρχει, δα;» (Ο ύπνος, σκέφτηκα, αλλά πάλι δεν το είπα, είμαι πολύ σεβαστικός άνθρωπος, ώρες ώρες).
Έλα, όμως, που κάτι μ’ έτρωγε, κάτι δε μου κολλούσε, δε μου βγαίνανε τα νούμερα, πες, και τη ρωτάω: «Ρε γιαγιά, εσύ, τον Θανάση σου, πότε τον έκανες, για να ‘χουμε καλό ρώτημα;»
«Ε, του ’49 είναι ο Θανάσης».
«Γιαγιά, εσύ το ’49 ήσουν 34 χρονών. Μεγαλοκοπέλα, σα να λέμε, όχι αστεία».
«Εεεε άλλοι καιροί, τότε», μου τα μάσησε.
«Άλλοι καιροί, χειρότεροι, θες να πεις. Τότε από τα 18 ο κόσμος είχε παιδιά, σπίτια, οικογένειες, γιαγιά. Εσύ τι έκανες;»
«Κάνανε, βέβαια, πως δεν κάνανε. Μικροπαντρεύονταν τότε».
«Ναι, άλλα, άλλο σε ρωτάω. Εσύ τι έκανες;»
«Ωχού! άλλο εγώ!» τάχα συγχίστηκε. «Εγώ ήθελα να πηγαίνω στα πανηγύρια, να χορεύω. Τι τον ήθελα τον άντρα, να τον βάλω πάνω στο κεφάλι μου; Ε, σαν τα χόρτασα πια τα πανηγύρια, βρήκα και τον παππού σου, και του είπα, άντε, να νοικοκυρευτούμε».
Με βλέπει που χάσκω με το στόμα ανοιχτό, δεν την είχα για αλάνι τη γιαγιά μου.
«Μα, βρε, αγάπη μου, χωρίς ζεύκι η ζωή τι αξία να ‘χει;»
Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.