Κοίταξα μέσα απ’ το παράθυρο και είδα τον παππού και τη γιαγιά καθισμένους στην αμπάρα. Κράταγε ο καθένας το φλιτζάνι του και αργόσυρτα βουτάγανε το παξιμάδι στο ζεστό τους. Βαριεστημένοι και οι δύο με κινήσεις που έμοιαζαν ίδιες από αιώνες. Η αλήθεια είναι ότι κόντευαν να κλείσουνε τον πρώτο. Καμία έκπληξη. Αργά, χωρίς κουβέντες. Τι άλλο πια να μοιραστείς μετά από τόσα χρόνια. Έτσι σκέφτηκα.
Με καλωσόρισαν στο σπίτι με χαρά. Ανοιξαν το κουτί με τα φιλέματα και με κεράσαν καραμέλα. Εκείνος άρχισε να ψάχνει πάλι τη μουτσούνα του, έτσι έλεγε τη μάσκα για τις μέλισσες. Την είχε χάσει από μέρες και μουρμούραγε. Τώρα τη χρειαζόταν. Σηκώθηκε εκείνη και του έδειξε. Κρεμότανε απο το ταβάνι ένα καλάθι ψάθινο. Θυμήθηκε, την είχε βάλει εκεί μέσα. Απ’ τη χαρά του της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και η γιαγιά κοκκίνισε σα να ήτανε κοπέλα.
-Έλα βρε Αντώνη, θα λέει το μικρό πως παλαβώσαμε.
- Ξέρεις πως πέταξε το χοίρο; Λέει ο πάππους.
-Ποιο χοίρο; Τον ρωτάω εγώ.
-Με είχε βάλει στο μάτι από μικρή. Εγώ ήμουνα καμπόσος. Πέρναγα από τη ρεματιά κοντά στο σπίτι της. Την είχε στείλει η καλομάνα της να βολέψει τα ζώα και να την με ένα γουρουνάκι αγκαλιά. Το κράταε ανάμεσα στα χέρια της γιατί ήτανε μικράκι. Με το που με ‘δε να ανεφαίνω, του δίνει μια του χοίρου και μολέρειν τον. Εγίνηκε ένα ρεβαΐσι. Ετρόμαξε και το γουρούνι, εκείνη πάλι ολοκόκκινη σαν και τώρα μαθόν, να πολεμάει να σιαχτεί τα όπως όπως. Εμένα ήρεσε μου μωρέ όπως και να ‘τo.
-Εν είναι αλήθεια, εν το βάστου το γουρούνι, μου κουλούθου σου ‘χω πει.
-Μα γιάε την που ακόμα επιμένει! Τόσα χρόνια.
Φαηδόνα
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.