Πρώτες αυτοδιοικητικές εκλογές, Μάρτιος 1975. Ο κόσμος σε αναβρασμό. Μα σίγουρα πρέπει όλοι οι ελεύθεροι πολίτες να φέρουν τη Δημοκρατία. Μετά την 7χρονη χουντική βαρβαρότητα, την καταπάτηση κάθε ανθρώπινου και δημοκρατικού δικαιώματος, οι πολίτες αυτής της χώρας, θα πρέπει, μένοντας πιστοί στα αρχαία κελεύσματα περί δημοκρατίας, να την αποκαταστήσουν με την πρώτη ευκαιρία. Κάπου εκεί, έρχονται και οι πρώτες αυτοδιοικητικές εκλογές (μετά τις εθνικές του 1974).
Και όπως είπα πριν, μέγας αναβρασμός.
Η πρώτη μετά τη χούντα κυβέρνηση του πάλαι ποτέ αειμνήστου Εθνάρχη μας, Κωνσταντίνου Καραμανλή, προτρέπει το Λαό να σπεύσει να ψηφίσει. Οι ετεροδημότες στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, οι υπόλοιποι οπωσδήποτε να προστρέξουν στις κάλπες της περιοχής τους, και οι δημόσιοι υπάλληλοι, εάν και εφόσον το θέλουν, στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, δίνοντας άδειες μέχρι και 4 ή 5 ημέρες, δε θυμάμαι ακριβώς.
Ένας από αυτούς τους τελευταίους είμαι κι εγώ. Ο σύζυγος μου με προέτρεψε να κατέβω στο νησί προκειμένου να ασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα και επίσης να ξεκουραστώ λίγο.
Μια και δυο, κατεβαίνω στο λιμάνι. Κόσμος ατελείωτος! Ψάχνανε τα καράβια τους, ψάχνανε εισιτήρια, ψάχνανε τους δικούς τους, και ό,τι άλλο φανταστείτε. Μέσα σε αυτό τον τρελό χαμό, κατάφερα να μπω στο πλοίο που θα μας πήγαινε στην Ικαριά και συγκεκριμένα στον Άγιο Κήρυκο. Το πλοίο λέγονταν «Ιόνιο». Ένα πλοίο βαθύ και ψηλό, καθόλου μα καθόλου απλωτό σαν σκαρί.
Ξεκινήσαμε ημέρα Σάββατο κατά τις 2-3 το μεσημέρι, υπολογίζοντας να φτάσουμε στην Ικαριά τις πρωινές ώρες της Κυριακής.
Ανοιχτήκαμε μετά το Σούνιο στο πέλαγος και το καράβι άρχισε να σκαμπανεβάζει, δεδομένου ότι ήταν έτσι ναυπηγημένο, ώστε αφενός να μην γίνει καμιά στραβή , αφετέρου όμως να ταλαντεύεται σαν την παλιά τη σκούνα, με αποτέλεσμα πολλοί να βγάζουν τα άντερά τους.
Νύχτωσε και η θάλασσα αγρίεψε πιο πολύ. Βρισκόμουν στο σαλόνι της 2ης θέσης, όταν ξαφνικά μετά από ένα ανεβοκατέβασμα του πλοίου, το σαλόνι πλημύρισε απ’ τη θάλασσα που μπήκε ζωντανή μέσα. Θυμάμαι τους συνεπιβάτες μου να βγάζουν τα παπούτσια τους και τα σακάκια τους, να ανεβαίνουν στους καναπέδες για να είναι έτοιμοι να βουτήξουν. Εγώ τρελάθηκα απ’ το φόβο μου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθόλου. Είχα πέσει μπρούμυτα σ’ έναν καναπέ, είχα τα χέρια μου κάτω από την κοιλιά μου και σκεφτόμουν, αλί και τρείς αλί τον έρημο τον άντρα μου τι θα έκανε με δυο μωρά. Πέρασα δυο τρεις ώρες έτσι. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι, παρά τη θάλασσα που συνέχιζε να μπαίνει μέσα και παρά τα τρομερά και φοβερά κρακ κρουκ του καραβιού, δε βυθιζόμαστε και μάλιστα με τίποτα. Είπαμε, καλό το σκαρί.
Άρχισα να περπατώ, πήγα κοντά στα τζάμια μήπως και δω κανένα φως μιας και η ώρα είχε προχωρήσει πολύ, βρε αδελφέ, μπας και δω καμιά Μύκονο, Άνδρο, Σύρο ή το οποιοδήποτε άλλο νησί! Μαύρη μαυρίλα. Σε λίγο το καράβι, άρχισε να μην κουνιέται τόσο πολύ και οι επιβάτες άρχισαν να τριγυρνούν στο σαλόνι. Ήταν άυπνοι και ταλαιπωρημένοι και επίσης τρομαγμένοι. Και βέβαια με τα πρώτα κουτσομπολιά και απορίες για το πού βρισκόμαστε, γιατί δεν βλέπομε κανένα φώς, κτλ. κτλ. Κάποια στιγμή έρχεται μια πατριώτισσα. Κάθεται σε μια καρέκλα και αρχίζει να ψιθυρίζει γύρω γύρω. Τι διάολο λέει, σκέφθηκα. Βρε ας πάω κοντά.
«Λοιπόν που λέτε, ο καπετάνιος είναι σκνίπα. Τα ουίσκια άδεια στην καμπίνα του και μια γκόμενα βρομιάρα, στα πόδια του. Κοντέψανε να μας πνίξουνε οι αναθεματισμένοι. Σαν δεν ντρέπονται!» Όλοι που ακούγαμε γίναμε έξω φρενών. Μια αναταραχή μες το σαλόνι, που δεν περιγράφεται και ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Στο τέλος έγινε μια τρελή ιστορία, που αν την άκουγες θα σκεφτόσουν πως ο Ποσειδώνας κρατούσε το καράβι στην αγκαλιά του και δε βουλιάξαμε. Σιγά σιγά ηρεμήσαμε, αλλά φώς πουθενά. Άσε που είχε αρχίσει να ξημερώνει. Πάλι έκανα την κατατοπιστική μου βόλτα αλλά μέχρι που έφτανε το μάτι, δεν έβλεπες τίποτα απολύτως. Άρχισα να σκέφτομαι τις εκλογές πάλι και αναρωτιόμουν τι ώρα θα φτάναμε.
Πάνω στην ώρα να σου και μπαίνει άλλος φουριόζος μες το σαλόνι. Κάθεται και αυτός και μεγαλόφωνα αρχίζει να λέει. «Είναι όλοι μιλημένοι και προδότες του λαού. Επίτηδες μαθέ δε φτάνομε, για να μην ψηφίσομε τον κουμουνιστή δήμαρχο!» Λες μωρέ να χει δίκιο αυτός, σκέφτομαι. Και βέβαια αρχίζω να φρενιάζω. Αρχίζουμε όλοι πάλι να μιλάμε, να προβληματιζόμαστε, να λέμε για τη χούντα, τα παρακλάδια που άφησε πίσω της και που λειτουργούν σαν πραγματικό παρακράτος. Αναρωτιόμασταν πώς θα αντιμετωπίσουμε όλη αυτή την κατάσταση και τι θα γίνει στην πορεία. Ο κόσμος ανάστατος και χάλια άλλη μια φορά. Εκείνο το βράδυ και την άλλη μέρα ειπώθηκαν τόσα πολλά που δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα.
Κάποια στιγμή μπαίνει ένας καμαρωτός μέσα και αρχίζει να μαζεύει τα αποτσίγαρα και ότι άλλο σκουπίδι υπήρχε. Έφτασε και κοντά μου. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και τον ρώτησα.
- Γιατί δεν έχομε φτάσει στην Ικαριά ακόμη;
- Κυρία μου, ταξιδεύαμε με 9-10 μποφόρ. Ο καπετάνιος κατέβηκε μέχρι την Κρήτη για να μπορέσει να στρίψει το καράβι. Δεν θυμάμαι άλλη φορά τέτοιο καιρό.
- Και τι θα γίνει τώρα, θα προλάβουμε να ψηφίσουμε;
- Αν πιάσει στον Άγιο, μπορεί.
Φτάσαμε στον Άγιο Κήρυκο στις 6 το απόγευμα. Η μάνα μου ήταν έξω με περίμενε και μου φώναζε, καθώς και άλλος πολύς κόσμος που περίμενε το καράβι. Φοβήθηκαν όλοι πάρα πολύ γιατί δεν ξέρανε τι είχαμε απογίνει τόσες ώρες. Ας είναι. Το καράβι δεν κατάφερε να πιάσει. Πήγαμε στον Εύδηλο και αποβιβαστήκαμε με τις βάρκες περίπου την ώρα που έκλεισαν οι κάλπες. Δεν ψηφίσαμε. Ο τότε Δήμαρχος Θεοφάνης Λουκάτσος εκλέχθηκε με πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό. Προς τιμήν του και στη μνήμη του θα κλείσω αυτή την ιστορία με τα εξής. Όταν οι βάρκες μάς έβγαζαν έξω αυτός ήταν εκεί και μας περίμενε με μισθωμένα ταξί και λεωφορεία για να μας μεταφέρουν στον Άγιο.
Και κάτι ακόμη. Έφτασα σπίτι κατά τις 8- 9 το βράδυ και με περίμενε η μάνα μου με το τζάκι αναμμένο και με μια κοτόσουπα φοβερή. Ακόμη θυμάμαι τη ζεστασιά και τις μυρωδιές.
Μαίρη Πάστη
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.