Σ' όποιο ξένο συναντούσε στο δρόμο της η συγχωρεμένη η γιαγιά μου -νενέ στα σαμιώτικα- έλεγε:
-Εγώ που με βλέπεις, έχω πάει μέχρι την άκρη του κόσμου. Μέχρι το Καλαμπάχτασι!
...δηλαδή, μέχρι το πιο μακρινό απ' το χωριό μας, την Καστανιά, χωριό της Δυτικής Σάμου, τη σημερινή Καλλιθέα.
Από το Φθινόπωρο του 1955, όμως, ο κόσμος της διευρύνθηκε κατά μερικές δεκάδες χιλιόμετρα και η φράση της αντικαταστάθηκε από μια άλλη:
-Εγώ που με βλέπεις, έχω φιλενάδες μέχρι και στη Νικαριά!
Η αλλαγή αυτή προέκυψε από το γεγονός ότι τότε απέκτησε τις φιλενάδες της στην Ικαρία.
Να πώς έγιναν τα πράγματα: Με τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου, τον Κώστα, ζούσαμε κοντά δυο χρόνια με τον παππού και τη νενέ στο χωριό, καθώς όλη η υπόλοιπη οικογένεια είχε μεταναστεύσει στην Αθήνα. Ο πατέρας μου από πιο νωρίς, σχεδόν αμέσως μετά την απόλυσή του απ' τη Μακρόνησο, και λίγο αργότερα η μητέρα μας, με τον μεγαλύτερο αδερφό μου, μόλις τέλειωσε το Γυμνάσιο, και την αδερφή μας.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1955, λοιπόν, όταν τέλειωσε το δημοτικό, έφευγε και ο Κώστας για την Αθήνα. Εγώ θα τον ακολουθούσα μετά από τρία χρόνια. Από μέρες πριν, η νενέ ετοίμασε τα πεσκέσια που θα έστελνε στην κόρη της: Δυο ντενεκέδες λάδι, ένα δοχείο με ελιές, δυο τσουβαλάκια με όσπρια, φασόλια και ρεβίθια δικής μας παραγωγής, ένα τσουβαλάκι με τραχανά, ένα βάζο με πετιμέζι και διάφορα άλλα, αμύγδαλα, καρύδια, κάστανα, ρίγανη και τσάι του βουνού, πράγματα πολύτιμα εκείνη την εποχή στους εσωτερικούς μετανάστες των δυτικών συνοικιών της Αθήνας. Τη μέρα της αναχώρησης, τα φόρτωσε όλα στο γάιδαρο και ξεκίνησαν για το λιμάνι. Όταν έφτασαν, έδεσε τον γάιδαρο σε ένα στύλο του ηλεκτρικού κοντά στην αποβάθρα του λιμανιού, και τον ξεφόρτωσε.
Μόλις έδεσε το καράβι, φορτώθηκαν με τον Κώστα όσα μπορούσαν να σηκώσουν και ανέβηκαν στο κατάστρωμα. Βρήκε μια γωνιά που δεν την έπιανε το κύμα κι ο αέρας, έστρωσε μια κουρελού, έβαλε τον Κώστα να καθίσει και κατέβηκε να φέρει τα υπόλοιπα. Επειδή ήταν πολλά, έκανε άλλους δυο δρόμους. Μέχρι να ταχτοποιήσει τα πράγματα γύρω του και να του δώσει στον εγγονό της τις σχετικές οδηγίες, τονίζοντάς του ότι δεν θα πρέπει να απομακρυνθεί από εκεί μέχρι να έρθει να τον βρει ο πατέρας του, που θα τον περίμενε στον Πειραιά, το καράβι είχε λύσει τον κάβο, είχε σηκώσει την άγκυρα και είχε βγει απ' το λιμάνι.
Μόλις το πήρε χαμπάρι, έβαλε τις φωνές. Ζήτησε να δει τον καπετάνιο. Όταν με τα πολλά ήρθε ο καπετάνιος το καράβι είχε καβατζάρει το Ποτάμι και πλησίαζε στα Σεϊτάνια. Του ζήτησε να γυρίσει πίσω, ή να κατεβάσει μια βάρκα να την πάει στο λιμάνι:
-Έχω δεμένο το γάιδαρο στο στύλο, του είπε. Αν δε με πάτε πίσω θα πέσω στη θάλασσα!
-Αυτά δεν γίνονται, κυρία μου, της απάντησε εκείνος, ας πρόσεχες να κατέβεις στην ώρα σου, τρεις φορές ειδοποιήσαμε απ' τα μεγάφωνα να κατέβουν οι επισκέπτες. Το μόνο που μπορώ να κάνω τώρα είναι να σε κατεβάσω στο πρώτο λιμάνι που θα πιάσουμε και να ειδοποιήσω το Λιμεναρχείο του Καρλοβάσου πως θα επιστρέψεις με το επόμενο πλοίο.
-Μα δεν έχω τίποτα μαζί μου, μόνο το τσεμπέρι που φοράω.
Γι' αυτό μη νοιάζεσαι. Θα φροντίσουμε να μη σου λείψει τίποτα.
-Πρέπει να ειδοποιήσετε τον άντρα μου στην Καστανιά, για να φροντίσει το γάιδαρο.
-Εντάξει, θα πω στο Λιμεναρχείο να τον ειδοποιήσει. Πώς τον λένε;
-Εγώ είμαι η Ειρήνη Μαρμαρά και τον άντρα μου τον λένε Κωνσταντίνο.
Μετά από όλα αυτά, όταν είδε κι απόειδε η νενέ, πήγε κι έκατσε κοντά στον εγγονό της μέχρι να κατέβει στον Άγιο Κήρυκο.
Αυτά τα μάθαμε εμείς μετά από τρεις μέρες, όταν την υποδεχτήκαμε με τον παππού στο λιμάνι του Καρλοβάσου.
Την εξαφάνιση της νενές την καταλάβαμε το επόμενο πρωί, όταν είδαμε πως δεν είχε κοιμηθεί στο σπίτι κι έλειπε κι ο γάιδαρος απ' το κατώι. Και πάλι, όμως, δεν ανησυχήσαμε πολύ.
- Σε καμιά φιλενάδα της θα κοιμήθηκε πάλι, σχολίασε ο παππούς την ώρα που τον βοηθούσα ν' ανάψει φωτιά στο τζάκι για να φτιάξει τη λισφακιά, που, με παξιμάδια και ελιές, ήταν το πρωινό μας.
Γιατί, πρέπει να σας πω ότι η νενέ μου ήταν «πορτογύρα», όπως την έλεγε ο παππούς. Κάθε βράδυ κάθονταν μέχρι αργά σε νυχτέρια, σε διάφορα σπίτια του χωριού, δεν έχανε αγρύπνια σ' όλα τα ξωκλήσια της περιοχής και ξενυχτούσε στο ξόδι όλων των συγχωριανών που άφηναν τον μάταιο τούτο κόσμο. Αλλά κι όταν κοιμόταν στο σπίτι, συχνά την ξυπνούσαν μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα, για να πάει να ξεγεννήσει γυναίκα ή ζωντανό, για να σαβανώσει πεθαμένο, ή για να ξεματιάσει, επίσης άνθρωπο ή ζωντανό. Γιατί ήταν μαμή, η μόνη μαμή του χωριού, σαβανώτρα και ξεματιάστρα. Δεν έφταναν, όμως, όλα αυτά. Είχε «φιλενάδες» και σε όλα τα γύρω χωριά, που τις επισκέπτονταν ταχτικά και μερικά βράδια, όταν έμενε μέχρι αργά, κοιμόταν εκεί και γύριζε το πρωί.
Πήγε, λοιπόν, σχεδόν μεσημέρι μέχρι να ανησυχήσουμε και να κατέβουμε με τα πόδια στο λιμάνι, μήπως μάθουμε τι έγινε. Μόνο όταν είδαμε το γάιδαρο δεμένο στη στύλο, καταλάβαμε ότι κάτι της είχε συμβεί. Ρωτήσαμε εκεί γύρω, κανένας δεν ήξερε τίποτα. Το γάιδαρο τον έβλεπαν δεμένο εκεί από το προηγούμενο απόγευμα, πριν δέσει το καράβι.
Το πρώτο που σκεφτήκαμε ήταν ότι παραπάτησε στην προκυμαία, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε, καθώς η μόνη σχέση της με τη θάλασσα ήταν όταν ξέπλενε σ' αυτήν τα πόδια της στο πανηγύρι της Μεταμόρφωσης, στο γειτονικό Ποτάμι. Ρωτήσαμε αν έμαθαν να πνίγηκε κανείς. Κανένας δεν είχε ακούσει τίποτα. Μια και δυο ο παππούς -που ήταν πολυταξιδεμένος, χρόνια μετανάστης στην Αμερική και δώδεκα χρόνια φαντάρος, στους Βαλκανικούς πολέμους και στη Μικρασιατική εκστρατεία- με παίρνει απ' το χέρι και πάμε στο Λιμεναρχείο.
Εκεί μας περίμεναν. Είχαν πάρει απ' το προηγούμενο απόγευμα σήμα που έλεγε πως κάποια Ειρήνη Μαρμαρά είχε παραμείνει στο πλοίο, ότι θα την αποβίβαζαν στον Άγιο Κήρυκο και θα επέστρεφε με το επόμενο πλοίο, που θα έρχονταν, όμως, μετά από τρεις μέρες. Μας είπαν ακόμη ότι θα μας ειδοποιούσαν, αλλά δεν είχαν προλάβει.
Η πρώτη μας δουλειά ήταν να ζητήσουμε ένα κουβά με νερό για να ποτίσουμε το γάιδαρο, που είχε σκάσει δεμένος ένα μερόνυχτο στο στύλο. Μετά ξεκινήσαμε για το χωριό.
-Φοβάμαι πως μας βρήκε καινούργιο μπελάς, σχολίασε ο παππούς καθώς ανεβαίναμε καβάλα στο γάιδαρο, αυτός στο σαμάρι κι εγώ στα καπούλια, το ντουσιμέ που ανηφόριζε απ' το Παλαιό Καρλόβασι προς τη Λέκκα, κι από κει στην Καστανιά. Και συμπλήρωσε, λες και ήξερε τι θα συμβεί: «Μέχρι την Ικαρία έφτασε η χάρη της...»
Το απόγευμα της μεθεπόμενης μέρας ,την είδαμε να κατεβαίνει πανευτυχής απ' το καράβι. Το τι έγινε στην Ικαρία το έμαθα το βράδυ, στο νυχτέρι στο σπίτι μιας φιλενάδας της, που με πήρε, όπως πάντα, μαζί της. Αυτή τη φορά δε με βάλανε να τους διαβάσω «Βίους αγίων», όπως συνήθως. Είχαν, βλέπεις, σπουδαίο θέμα συζήτησης: Πώς πέρασε τρεις μέρες στη Νικαριά.
-Τι να σας πω σμπιθέρις -όλοι όσοι δεν είχαν κάποια άλλη συγγένεια ήταν συμπέθεροι και συμπεθέρες, όπως και για μας τα παιδιά ήταν θείες και θείοι- πέρασα σαν αρχόντ'σα. Οι αρχόντ'σις στουν Άγιου τσακουνόταν ποιά θα μι φιλουξινήσ'. Του πρώτου βράδ' κ'μοίθκα στου σπίτ' τ' λημενάρχ'. Του δεύτερου στου σπίτ' τ' προυέδρ'. Κι επειδή δεν είχα άλλου βράδ' κι παραπουνιότανι η παπαδιά, την τρίτ' μέρα του μισμέρ' έφαγα στου σπίτ' τ' παπά, που ήταν κι κουντά στου λιμάν'. Και τι να σας πω. Στου τραπέζ' τσ ούλα τ' αγαθά τ' Θεού. Κι του πουλιού του γάλα. Μέχρι και μπάνιου μ' λέγανι να κάνου μι μουσχουσάπ'νου, και βρακιά απ' αυτά τα μουντέρνα, τα νάϋλουν, μ' δίνανι ν' αλλάξου.
-Κι πλύθκις, σι ξένου σπίτ', μαρί;
-Δε λουλάθκα. Πάλ' να πλυθώ, αφού πλύθκα του Δικαπισταύγουστο για να μιταλάβου.
-Αλήθεια, είνι τόσου φιλόξιν' οι Κριώτις;
-Δε ξέρου τι είνι μι τσ' άλλνούς, για μένα, πάντους, γίν'καν θυσία. Δε σφάξανι βέβια του γρούν', σφάξανι, όμους, κι οι τρεις τουν κόκουρα.
-Άμα ειν' έτσ', μαρί, να ξιμείνουμι κι 'μεις στου βαπόρ' κι να μας αφήσ'νει στ' Νικαριά.
-Δε θά 'νι του ίδιου. Γιατί για μένα καταλάβανι πως δεν είμι όποια κι όποια. Δε φιλουξινούνι κάθι μέρα κόρ' προύχοντα!
-Τι τσ είπις, δηλαδή, για τουν πατέρα σ':
(Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας μεταφέρω τη συνέχεια του διάλογό τους στη διάλεκτο που έγινε, γιατί είναι δύσκολο να τη γράψει κανείς και πιο δύσκολο να τη διαβάσει, ακόμη κι αν είναι η μητρική του γλώσσα).
-Γιατί να μην τους πω; Ψέματα είναι; Τους είπα πως επί Ηγεμονίας ο πατέρας μου, ο Γιώργης Καλαμοβράκης με τ' όνομα -μη κοιτάτε που εδώ, στο χωριό τον έλεγαν Βογιατζή, γιατί έβαφε βράκες- ήτανε ο πληρεξούσιος του χωριού στη Συνέλευση, δηλαδή στη Βουλή της Σάμου εκείνη την εποχή. Τους είπα ακόμη πως όταν ήρθε στο χωριό μας ο Ηγεμόνας, όταν περιόδευε στη Σάμο, ήρθε κατευθείαν στο σπίτι μας. Εγώ τον τρατάρισα γλυκό του κουταλιού, με το κρυστάλλινο σερβίτσιο και τα ασημένια κουταλάκια που είχε φέρει ο πατέρας μου απ' τη Σμύρνη, Κι όταν με είδε ο Ηγεμόνας, δεκαοχτώ χρόνων τότε, κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, ζήτησε απ' τον πατέρα μου να με πάρει στο υπηρετικό του προσωπικό. Και με πήγε ο πατέρας μου στο Βαθύ καβάλα στο άλογο. Κι έμεινα δυο χρόνια στο Ηγεμονικό Μέγαρο, κι έμαθα να πλένω και να σφουγγαρίζω, να ξεσκονίζω και να μαγειρεύω γαλλικά φαγητά. Κι έμαθα τρόπους, να κάνω υποκλίσεις, να λέω «Ευχαριστώ, «Παρακαλώ» και «Χαίρετε». Να λέω «Ορβουάρ» κι άλλα γαλλικά που δεν τα θυμάμαι. Κι όταν έφυγα, έδωσε στον πατέρα μου ένα σακουλάκι γρόσια για την προίκα μου. Γιατί νομίζετε πως με ζήτησε για γυναίκα του ο Κωσταντής ο Μαρμαράς, αυτός ο λεβεντάνθρωπος, ο ομορφάντρας, μόλις γύρισε απ' την Αμέρικα, με τις χρυσές καδένες και το ρεμπούμπλικο;
-Για τα γρόσα σε πήρε, μαρί; Και δε ντρέπεσαι να το λες;
-Δε με πήρε για τα γρόσα, δεν τα είχε ανάγκη, μάτσο είχε φέρει τα δολάρια απ' την Αμέρικα. Κι εκτός απ' αυτό, ήταν απ' τους καλύτερους μαστόρους του νησιού, περιζήτητος πελεκητής της πέτρας σε κάθε εκκλησιά και σε κάθε μέγαρο που χτίζονταν. Με πήρε γιατί ήμουνα από αρχοντική γενιά και γιατί, δυο χρόνια στο Ηγεμονικό Μέγαρο, είχα μάθει καλούς τρόπους.
Η συζήτηση συνεχίστηκε μέχρι αργά, με πλήρη αναφορά της νενές μου για τα αρχοντικά της Ικαρίας που τη φιλοξένησαν, για τα νοικοκυριά τους, για τα ρούχα που φορούσαν οι αρχόντισσες και για τα φαγιά που της ετοίμασαν. Από 'κει και μετά δεν ξέρω τι είπαν, γιατί με πήρε ο ύπνος, ξαπλωμένο στο στρωσίδι μπροστά στο αναμμένο τζάκι, με το κεφάλι μου στην ποδιά της.
Δεν τελειώνει, όμως εδώ η ιστορία μας. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή (Φθινόπωρο), η νενέ μου γέμιζε τρία μεγάλα κοφίνια, απ' αυτά που έπλεκε ο παππούς με καλάμια, έβαζε μέσα στο καθένα διάφορα πεσκέσια -σταφίδες μοσχάτες, δικής μας παραγωγής, σύκα και τζιτζίφια φουρνισμένα, μουσταλευριά φουρνισμένη, πετιμέζι, μέλι, αμύγδαλα, καρύδια και κάστανα, και δυό μπουκάλια με κρασί μοσχάτο και σούμα- και ξεκίναγε για την Ικαρία.
Ταξίδευε χωρίς να πληρώνει εισιτήριο. Όταν της το ζητούσαν, τους έλεγε:
-Την πρώτη φορά με πήγατε χωρίς να θέλω και τώρα θέλετε να σας πληρώσω για να πάω στις φιλενάδες μου που με φιλοξένησαν τις τρεις μέρες που έμεινα στον Άγιο;
Τις δύο επόμενες χρονιές τη συνοδέψαμε, μαζί με τον παππού μέχρι το λιμάνι και την υποδεχτήκαμε μετά από τρεις μέρες, πανευτυχή, όπως την πρώτη φορά, με τα καλάθια της γεμάτα με τα δώρα που της ανταπέδωσαν οι φιλενάδες της στη Νικαριά.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1958 που έφυγα κι εγώ για την Αθήνα, ήρθε μαζί μου μέχρι τον Άγιο Κήρυκο.
Τα επόμενα χρόνια, όπως μάθαινα, συνέχισε ανελλιπώς κάθε χρόνο τις φθινοπωρινές επισκέψεις της στην Ικαρία. Ο παππούς την ξεπροβοδούσε και την υποδέχονταν στο λιμάνι μέχρι το 1962, που έφυγε πλήρης ημερών απ' τη ζωή. Η νενέ συνέχισε τις επισκέψεις της χρόνια μετά, μέχρι που στα 96 της χρόνια, έπεσε από μια καστανιά και, επειδή δε μπορούσε πια να αυτοεξυπηρετηθεί, τη φέραμε μαζί μας στην Αθήνα, για ένα περίπου χρόνο, μέχρι που ένα πρωί δεν ξύπνησε απ' τον ήσυχο ύπνο της.
Λίγο πριν πεθάνει, τον τελευταίο της Σεπτέμβριο στο σπίτι μας στο Περιστέρι, μου είπε ένα βράδυ με παράπονο:
-Αχ, να μπορούσα να πάω μέχρι τη Νικαριά. Οι φιλενάδες μου θα με περιμένουν...
-Μη στενοχωριέσαι νενέ, θα τους στείλουμε τα χαιρετίσματα και τα πεσκέσια σου με τα εγγόνια τους που είναι φίλοι μου, της είπα για να την παρηγορήσω.
-Σ' ευχαριστώ παιδάκι μου, νά 'χεις την ευχή μου... ήταν η απάντησή της.
Τήρησα, κατά κάποιο τρόπο, την υπόσχεσή μου. Από τη 10ετία του 1960 μέχρι σήμερα είχα και έχω δεκάδες συντρόφους και φίλους Ικαριώτες. Από τη Νεολαία της ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες, απ' την αντίσταση στη χούντα, απ' τα κοινωνικά κινήματα μετά τη μεταπολίτευση... Με αρκετούς, μάλιστα, έχουμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι.
Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως η οικογενειακή παράδοση που ξεκίνησε με κείνη την αθέλητη επίσκεψη της γιαγιάς μου στην Ικαρία, το Φθινόπωρο του 1955, συνεχίζεται...
Γιώργος Ι. Βοϊκλής
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.