Υπάρχει ένα σπίτι κάπου, σ' ένα χωριό της Ικαριάς, με καμπόσα περιβόλια γύρω γύρω. Ξέρετε, απ' αυτά τα σπίθια που χτιστήκανε πριν εκατομπενήντα χρόνια. Εκεί μένει μιά λιγάκι παλαβή γυναίκα, που της αρέσει να ασχολείται με όλες τις δουλειές, δηλαδή γυναικείες και αντρικές.
Σ' αυτό το χτήμα υπήρχαν και υπάρχουν σχεδόν τα πάντα . Ενα είδος όμως δεν ήταν εκεί, oι καριβόλοι (σαλιγκάρια). Μια μέρα, ένας καλός φίλος έφερε ρεγάλο, τι θαρρείτε…; Καριβόλους ήφερε. Τι έκανε λοιπόν η έξυπνη; Δεν τους έφαγε. Τους σκόρπισε στη γη για να προκόψουν και να υπάρχει και αυτό το είδος εκειδά. Kαι πράγματι έτσι έγινε. Γέμισε ο κόσμος.
Ελα όμως που η κυρά είχε κουτό και φαταούλα γείτονα; Ο Νικόλας πήρε χαμπάρι τους καριβόλους και την περσινή χρονιά, την πρώτη μέρα του Φθινόπωρου που έβρεξε, βγήκε παγανιά σαν τον Χάροντα. Τον βλέπει η κυρά με το καλάθι μισογεμάτο και του βάζει τις φωνές:
“Ε τι διάολο κάνεις; Δεν ηξέρεις ότι δεν τους μαζεύομε με το πρωτοβρόχι;”
"Το ξέρω αλλά τι να κάνω που τους ποθύμησα;" απαντάει ο φαταούλας
"Ε άσε κάτω καμπόσους για να προκόψουν μαθέ και πια έρχεσαι στην άλλη βροχή να πάρεις." του λέει εκείνη.
Αυτός έκανε τον κουφό. Ησηκώθει κι ηγκρεμνίσθει που λέμε και στο νησί μας, έφυγε δηλαδή, μαζί με όλους τους καριβόλους. Ας είναι.
Πέρασε ένας χρόνος και νάσου πάλι την πρώτη του Οχτώβρη αρχίνησε η βροχή. Ξυπνάει η κυρά απο τα εφτά πρωινά. Πίνει γρήγορα γρήγορα τον καφέ της και αρχινάει να ψάχει μες τα χωράφια . Όπου εβρισκε καριβόλους τους έκρυβε μέχρι που τέλεψε. Εκεί λοιπόν ξαφνικά και ενώ μαζευε χόρτα για τα ζώα, νάσου ο ύπουλος Νικόλας με δυό τσάντες στα χέρια.
"Ε καλημέρα, έλα να πιείς καφεδάκι." του λέει η κυρά.
Εκείνος ήκαμε πως δεν ήκουσε. Πήδαγε και έψαχνε απο χωράφι σε χωράφι αλλά μπα, ούτε για μυρωδιά καρίβολες. Μετά απο λίγο αποχώρησε και χωρίς κουβέντα. Περάσανε καμπόσες μέρες και νάσου η καλή βροχούλα ξανά. Σηκώθηκε πάλι η καλή σου αλλά αυτή τη φορά μάζεψε όλους τους καριβόλους που ήτανε μόνοι τους μα τους άλλους που ήτανε ζευγαρωμένοι τους έκρυψε πάλι. Και βέβαια μετά από λίγο, νάτος ο γείτονας να σαρταπηδάει πάλι μεσ' τα χωράφια, χωρίς καλημέρες. Τον ηπήρε χαμπάρι και πάει κοντά.
"Ε καλημέρα, ήντα κάνεις ατουδά;" του λέει.
"Α να, ήρτα να μαζέψω κάτι βλήτα" απαντά κι εκείνη σκέφτηκε: Καλά είν' και τα βλήτα κερατά, αλλά καριβόλους δεν πρόκειται να φας αποδωνά, ούτε στον ύπνο σου!
Η κυρά πήγε στο άγριο, έκοψε κάμποση φρέσκια σκοινιά την έβαλε στο καλάθι με τους καριβόλους, το σκέπασε με καθαρή πεσέτα και έσκασε στα γέλια σκεφτόμενη καλή της όρεξη.
Μαίρη Πάστη
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.