Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2011 ταξίδεψα γιὰ λίγες μέρες στὸ πάτριον ἔδαφος τῆς Ἰκαρίας1, ἔπειτα ἀπὸ ἀπουσία 23 ἐτῶν. Σὲ μιὰ ἐπίσκεψη μὲ τὸν ἀδελφό μου στὸ Χριστὸ Ραχῶν καὶ εὑρισκομένου μου σὲ φιλικὴ ὁμήγυρη, κάπως μπῆκε στὴ συζήτηση τὸ θέμα τοῦ συνηθέστατου στὴν Ἰκαρία ὀνόματος «Ἀληθινή». Κάποια κυρία, ποὺ ἂν θυμᾶμαι καλὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο βαπτιστικά της ὀνόματα ἦταν Ἀληθινή, μᾶς εἶπε ὅτι ἐνῶ βρισκόταν στὴν Κάρπαθο εἶχε πληροφορηθεῖ πὼς ὑπάρχουν κι ἐκεῖ Ἀληθινὲς καὶ πὼς ὑπάρχει στὴν Πάτρα εἰκόνα τῆς Παναγίας Ἀληθινῆς.
Μοῦ φάνηκε ἐνδιαφέρον νὰ ἐρευνήσω τὸ ζήτημα. Τὰ ἀποτελέσματα μιᾶς πρώτης πρόχειρης ἔρευνας ὑπῆρξαν πενιχρά, καὶ ὁ ἀδελφός μου ἔγραψε ἕνα σχετικὸ ἄρθρο στὸ ikariamag.
Ἔκτοτε μπῆκα στὴν περιπέτεια νὰ ἀνακαλύψω ἀπὸ ποῦ προῆλθε τὸ ὄνομα Ἀληθινὴ στὴν Ἰκαρία καὶ πότε γιορτάζει. Χρειάστηκε νὰ «σκαλίσω» μερικὰ βιβλία, νὰ τηλεφωνήσω σὲ διάφορες Μητροπόλεις καὶ Μοναστήρια, νὰ «φορτωθῶ» σὲ κάποιους ἀνθρώπους –εἰδικότερα μάλιστα σὲ κάποιους ποὺ διαθέτουν καὶ σύνδεση στὸ διαδίκτυο, τὴν ὁποία ὁ γράφων δὲν διαθέτει– καὶ γενικῶς, κατὰ τὴν ἀρχαία ἔκφραση, ἐκίνησα πάντα κάλων, δηλαδὴ κίνησα ὅλα τὰ νήματα, προκειμένου νὰ ἐπιτύχω τὸ ἐπιδιωκόμενο.
Τὸ ὄνομα Ἀληθινὴ εἶναι ἀρκετὰ παλιὸ στὴν Ἰκαρία. Ἀναφέρεται σὲ πωλητήριο τοῦ 16702, ὅπου ἐπίσης ἀναφέρεται ὅτι ἡ συγκεκριμένη Ἀληθινὴ εἶχε καὶ γιό· ἑπομένως θὰ ἦταν γεννημένη τουλάχιστον τὸ 1650. Μπορεῖ, βεβαίως, νὰ ὑπῆρχαν καὶ πολὺ νωρίτερα Ἀληθινές, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε στὰ χέρια μας τὰ πειστήρια.
Εὑρισκόμενος ἐν τῷ μεταξὺ κάποτε στὴν Ἀθήνα, ἔκανα μία ἔρευνα στὸν ψηφιακὸ κατάλογο τοῦ ΟΤΕ (11888.gr) γιὰ νὰ μάθουμε ποῦ ἐπιχωριάζει τὸ ὄνομα.
Εἶναι εὐνόητο ὅτι οἱ Ἀληθινὲς τοῦ καταλόγου δὲν εἶναι οἱ μόνες ποὺ ὑπάρχουν. Κάποιες δὲν θὰ ἔχουν τηλεφωνικὴ σύνδεση στὸ ὄνομά τους εἴτε λόγῳ ἡλικίας (πολὺ μικρῆς ἢ πολὺ μεγάλης) εἴτε γιὰ ἄλλους λόγους. Ὁ ψηφιακὸς κατάλογος τοῦ ΟΤΕ, ὅμως, ἦταν ὁ πιὸ πρόχειρος δειγματικὸς χῶρος ποὺ διαθέταμε γιὰ νὰ πραγματοποιήσουμε τὴν ἔρευνά μας.
Βρέθηκαν 42 διαφορετικὲς ἐγγραφὲς ποὺ ἀφοροῦν μᾶλλον 35 διαφορετικὰ πρόσωπα. Ἀπ’ αυτὰ τὰ 17 κατοικοεδρεύουν στὴν Ἰκαρία (Μαγγανίτης, Ἀκαμάτρα, Ράχες, Φραντάτο, Εὔδηλος 3, Στελί, Ἅγιος Κήρυκος, Ἅγ. Πολύκαρπος, Φάρος 2, Αὐλάκι, Ἁγία Κυριακὴ -Κεραμὲ 2, Θέρμα 2). Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα τὰ 13 στὴν εὐρύτερη περιοχὴ Ἀθήνας καὶ 5 πιὸ ἔξω (Βραυρώνα, Καλλονὴ Λέσβου, Δωδεκάνησα 2, Χανιά). Ὡστόσο καὶ σὲ αὐτὲς τὶς κατηγορίες, 8 πρόσωπα ἔχουν ἐντελῶς Ἰκαριακὰ ἐπίθετα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ Ἀληθινὲς τῶν Δωδεκανήσων καὶ τῆς Κρήτης. Ἀπὸ τὶς ἐναπομείνασες 10 εἶναι ἄγνωστο πόσες ἐνδέχεται νὰ ἔχουν Καριωτίνα γιαγιὰ (ἂς ποῦμε 2-3 ποὺ μένουν στὸ Πέραμα δὲ θὰ μᾶς ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση).
Κάνοντας ἐπιπλέον ἔρευνα στὰ μὴ Ἰκαριακὰ ἐπώνυμα τῶν Ἀληθινῶν τοῦ καταλόγου, δὲν βρῆκα στοιχεῖα ποὺ νὰ δείχνουν ὁποιαδήποτε συγκέντρωσή τους σὲ κάποιο μέρος τῆς Ἑλλάδας.
Μὲ βάση, λοιπόν, τὰ στοιχεῖα τοῦ καταλόγου, τὸ ὄνομα Ἀληθινὴ ἐπιχωριάζει μόνο στὴν Ἰκαρία, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ εἶναι καὶ ἡ πηγή του.
Ἂς κάνουμε, λοιπόν, μαζὶ μιὰ περιοδεία στὰ μέρη ἐκεῖνα ποὺ βρήκαμε τὸ ὄνομα Ἀληθινὴ εἴτε ὡς προσωνύμιο τῆς Παναγίας, εἴτε ὡς τοπωνύμιο.
Στὴν Πάτρα…
Ὑπάρχει, πράγματι, στὴν Πάτρα εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸ προσωνύμιο Ἀληθινή. Βρίσκεται στὴν Μονὴ Γηροκομείου, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, καὶ τῆς ὁποίας ἡ ἵδρυση ἀνάγεται πρὶν τὸν 10ον αἰ. Ἐπικοινώνησα μὲ τὸν Ἡγούμενο πρὸ ἑνὸς ἔτους, ἀτυχῶς ὅμως δὲν κατέγραψα ἀμέσως τὰ στοιχεῖα ποὺ –εὐχαρίστως– μοῦ ἔδωσε. Τὰ ἀκόλουθα εἶναι ὅ,τι συγκράτησε ἡ μνήμη μου.
Τὸ προσωνύμιο τῆς εἰκόνας ἦταν ἄγνωστο μέχρι τὸ 1980 περίπου. Τότε δόθηκε γιὰ συντήρηση στὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο. Οἱ συντηρητὲς ποὺ τὴν καθάρισαν, διάβασαν τὴν λέξη Ἀληθινὴ μὲ κάποια δυσκολία, διότι δὲν σώζονται ὅλα τὰ γράμματα. Εἶπαν ἐπίσης ὅτι πρόκειται γιὰ παλιὰ Βυζαντινὴ εἰκόνα (δὲν συγκράτησα πόσο παλιά, μᾶλλον ἀπὸ 12ου ἕως 14ου αἰ. ) μὲ Κωνσταντινοπολίτικη καταγωγή.
Τὸ ἐπίθετο Ἀληθινὴ ἔχει ἐδῶ δογματικὸ περιεχόμενο καὶ ἀναφέρεται στὸ οὐσιαστικὸ Θεοτόκος (Θεὸς + τίκτω), δηλαδὴ ὅτι ἡ Παναγία ἀληθινὰ ἔτεκε (γέννησε) τὸν σαρκωμένο Θεὸ Ἰησοῦ Χριστὸ (βλέπε καὶ κατωτέρω στὰ σχετικὰ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Σύμης). Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀποτελεῖ δογματικὸ ὅρο, δὲν ἔχαιρε ποτὲ μεγάλης δημοτικότητος ὅπως ἄλλα προσωνύμια τῆς Θεοτόκου ποὺ μιλοῦν περισσότερο στὸ λαϊκὸ συναίσθημα (Ἐλεοῦσα, Γιάτρισσα, Γλυκοφιλοῦσα, Πάντων Χαρὰ κ.τ.τ.).
Στὴ Σύμη…
Τὸ βιβλίο Θεομητορικὰ προσωνύμια3 περιλαμβάνει τὸ προσωνύμιο Ἀληθινὴ καὶ παραπέμπει στὴ Σύμη.
Ἐπικοινώνησα μὲ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Σύμης καὶ μίλησα μὲ τὸν Γραμματέα (ἕναν εὐγενέστατο κύριο ὄχι Συμιακὸ ἀλλὰ Πελοποννήσιο στὴν καταγωγή), ὁ ὁποῖος προθυμοποιήθηκε νὰ βρεῖ πληροφορίες καὶ μοῦ τηλεφώνησε μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες4.
Ὑπάρχει στὴν Σύμη εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸ προσωνύμιο Ἀληθινὴ καὶ μάλιστα στὴν Συμιακὴ ντοπιολαλιὰ Ἀλεθινή. Βρίσκεται στὸ ὁμώνυμο παρεκκλήσιο μέσα στὴν πόλη τῆς Σύμης. Ἀποτελεῖ τοπικὸ προσκύνημα καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι ἔχει ἀνακηρυχθεῖ Μητροπολιτικὸ παρεκκλήσιο. Ἑορτάζει στὶς 15 Αὐγούστου.
Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὡς Βρεφοκρατοῦσα. Γιὰ τὴν ἡλικία τῆς εἰκόνας δὲν ἔχω στοιχεῖα. Κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἀνωτέρω κυρίου, δὲν εἶναι πολὺ παλιά, μᾶλλον τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας.
Ὑπάρχουν τρεῖς ἐκδοχὲς γιὰ τὴν προέλευση τοῦ ὀνόματος Ἀληθινή.
• Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἀληθινὴ Θεοτόκο, σύμφωνα μὲ τὸ χωρίο τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Θεοτόκον δὲ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὴν ἁγίαν παρθένον κηρύττομεν· ὡς γὰρ θεὸς ἀληθὴς ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, ἀληθὴς θεοτόκος ἡ τὸν ἀληθινὸν θεὸν ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον γεννήσασα.5 (Ὑπάρχει πλῆθος σχετικῶν χωρίων καὶ σὲ ἄλλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ στὰ λειτουργικά μας κείμενα).
• Ἡ δεύτερη· ἐπειδὴ στὴν Συμιακὴ ντοπιολαλιὰ λέγεται Ἀλεθινὴ καὶ στὴν ἴδια περιοχὴ κάπως ψηλότερα ὑπῆρχαν ἀνεμόμυλοι, ὑπάρχει ἐκδοχὴ ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀλέθω.
• Ἡ τρίτη, ὅτι στὴν εἰκόνα ἡ Παναγία φαίνεται ζωντανή, «σὰν ἀληθινή», καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔλαβε τὸ ὄνομα.
Ἐπίσης, σὲ ἕνα ἄλλο βιβλίo6 συνάντησα τὴν ἀναφορὰ «Στὸ μεγάλο πανηγύρι τῆς Ἀλεθινῆς, τὸ δεκαπενταύγουστο, δὲν ἔλειπαν οἱ παρεξηγήσεις καὶ οἱ καυγάδες, ὅταν τὰ ποτήρια ξεχείλιζαν».
Πάντως στὴ Σύμη δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες μὲ τὸ ὄνομα Ἀληθινή, ἀπ’ ὅ,τι μοῦ εἶπε ὁ γενικὸς ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος σὲ δεύτερη ἐπικοινωνία.
Στὴν Κρήτη…
Ψάξε-σκάλισε, ἀνακάλυψα ὅτι ὑπάρχει στὴν Κρήτη, στὸν νομὸ Ἡρακλείου, χωριὸ ποὺ ὀνομάζεται Ἀληθινή.
Στὰ «Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» βρῆκα ὅτι ἡ ἐνορία τοῦ χωριοῦ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, καθὼς καὶ τὸν ἀριθμὸ τηλεφώνου τοῦ ναοῦ.
Τηλεφώνησα καὶ μίλησα μὲ τὴν εὐλαβέστατη πρεσβυτέρα Αἰκατερῖνα τοῦ ἐφημερίου π. Ἐμμανουὴλ Ντελιδάκη. Καταχάρηκε ποὺ δέχθηκε τηλεφώνημα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πολὺ πρόθυμα μοῦ ἐξιστόρησε τὰ ἑξῆς (μὲ δικά μου λόγια):
Τὸ χωριό, ποὺ παλαιότερα λεγόταν Μυρσίνη, ὀνομάστηκε Ἀληθινὴ ἀπὸ θαῦμα τῆς Παναγίας συμβὰν κατὰ τὴν Τουρκοκρατία. Ἔφιπποι Τοῦρκοι ἐπιτέθηκαν μὲ σκοπὸ νὰ κάψουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ χωριό. Ἕνας ἔφθασε μέχρι τὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου τὸ ἄλογό του στάθηκε στὰ δύο πόδια ἐνῶ μὲ τὰ μπροστινὰ χτύπησε τὴν πόρτα, ἀφήνοντας πάνω της τὰ σημάδια ἀπ’ τὰ πέταλά του.
Ἡ Παναγία ὅμως δὲν ἄφησε νὰ ὁλοκληρώσουν τὰ σχέδιά τους. Ἐμφανίστηκε σὰν μιὰ φωτεινὴ ὀμίχλη ποὺ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ βλέπουν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φύγουν ἄπρακτοι.
Ἀπὸ τότε ἡ ἐφέστια εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὀνομάστηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ Ἀληθινή, διότι ἡ Παναγία εἶναι ἀληθινὴ (ὑπάρχει) καὶ σώζει τὸ χωριό. Μετονομάστηκε δὲ ἔκτοτε καὶ τὸ χωριὸ Ἀληθινή.
Ἐν τέλει ἡ πρεσβυτέρα μοῦ διεκτραγώδησε τὴν ἀπώλεια τοῦ ἱστορικοῦ ναΐσκου, ὁ ὁποῖος κατεδαφίστηκε (γύρω στὸ 1970) γιὰ νὰ χτιστεῖ στὴ θέση του ὁ σημερινὸς μεγάλος ναός. Τὸ ἁγίασμα ποὺ ἀνέβλυζε στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ παλιοῦ ναοῦ θάφτηκε στὰ θεμέλια τοῦ νέου καὶ ἡ ἱστορικὴ πόρτα μὲ τὰ σημάδια ἀπ’ τὰ πέταλα τοῦ ἀλόγου δὲν ὑπάρχει πιά.
(Σημείωση τοῦ γράφοντος:) Πάλι καλὰ ποὺ ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν παλαιῶν πρὸς τὴν Παναγία κληροδότησε στοὺς νεωτέρους τὸ ὄνομα Ἀληθινὴ ὥστε νὰ μὴν ξεχνοῦν τὸ θαῦμα.
Οὔτε ἐδῶ ὅμως δίνουν στὸ βάπτισμα τὸ ὄνομα Ἀληθινή.
Στὴ Σῦρο…
Σὲ περίφημο λαϊκὸ ᾆσμα Συριανῆς καταγωγῆς ποὺ άναφέρει μερικὰ τοπωνύμια τῆς Σύρου, ὑπάρχει καὶ τὸ τοπωνύμιο Ἀληθινή.
Τηλεφωνόντας στὴν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως Σύρου καὶ μιλώντας μὲ τὸν μοναχὸ Λάζαρο ἔμαθα ὅτι πρόκειται γιὰ οἰκισμὸ ποὺ ὑπαγόταν στὸν δῆμο Ἄνω Σύρου (τώρα μὲ τὸν «Καποδίστρια» ὅλη ἡ Σῦρος ἀποτελεῖ ἕναν δῆμο).
Ὁ π. Λάζαρος προθυμοποιήθηκε νὰ ἐρευνήσει τὸ ζήτημα καὶ ἐπικοινώνησε μὲ ἕναν δημοσιογράφο καὶ ἕναν ἱστορικὸ ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ πολὺ μὲ τὰ ζητήματα τῆς Σύρου. Καὶ οἱ δύο ἀπέκλεισαν κάθε σχέση τοῦ τοπωνυμίου Ἀληθινὴ μὲ προσωνύμιο τῆς Παναγίας. Ἡ ἄποψη ποὺ ἐπικρατεῖ στὴ Σῦρο λέει ὅτι τὸ τοπωνύμιο εἶναι ἀρχαῖο καὶ ὀφείλεται στὴν ἐπαλήθευση τῆς πρόγνωσης τοῦ Φερεκύδη τοῦ Συρίου (δασκάλου τοῦ Πυθαγόρα) γιὰ ἕναν σεισμό. Μάλιστα ὑπάρχει καὶ ἡ φήμη ὅτι ἐκεῖ κοντὰ βρίσκεται ἡ σπηλιὰ ποὺ ἔζησε ὁ Φερεκύδης.
Μὲ μιὰ πρόχειρη ἔρευνα ποὺ ἔκανα στὸ TLG7 εἶδα ὅτι τὰ περὶ προγνώσεως σεισμοῦ ὁ μὲν Ἄνδρων ὁ Ἐφέσιος (μᾶλλον 4ος αἰ. π.Χ.) τὰ ἀποδίδει στὸν Πυθαγόρα γιὰ τὸ Μεταπόντιο τῆς Σικελίας, ὁ Θεόπομπος ὁ Χῖος (4ος αἰ. π.Χ.) τὰ ἀποδίδει στὸν Φερεκύδη γιὰ τὴν Σῦρο, ὁ δὲ Πορφύριος ὁ φιλόσοφος (3ος αἰ. μ.Χ.) ποὺ ἔγραψε τὸν βίο τοῦ Πυθαγόρα, κατηγορεῖ τὸν Θεόπομπο ὡς ψεύτη καὶ πλαστογράφο τῆς συγγραφῆς τοῦ Ἄνδρωνος. Ἐπὶ πλέον, στοὺς γεωγράφους ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χρόνους μέχρι τὸν 15ο αἰ. μ.Χ. δὲν ὑπάρχει τοπωνύμιο Ἀληθινή.
Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ προέλευση ἑνὸς Συριανοῦ τοπωνυμίου, ἀλλὰ ἡ σχέση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μὲ τὶς Ἀληθινὲς τῆς Ἰκαρίας. Σχέσεως μὴ προκυπτούσης, τὸ παρὸν κεφάλαιον κλείνει ἐδῶ.
Στὴν Κωνσταντινούπολη…
Στὸ βιβλίο Θεομητορικὰ προσωνύμια ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως, ὑπάρχει καὶ τὸ προσωνύμιο Χρυσαληθινή, ποὺ παραπέμπει στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἰδοὺ λοιπὸν ὅ,τι ὑλικὸ μᾶς ἐπιδαψίλευσε τὸ διαδίκτυο:
“…ὁ γνωστὸς σήμερα ὡς Θεία Ἀνάληψις ναὸς τῆς συνοικίας τῶν Ὑψωμαθείων. Ὁ ναὸς εἶναι χτισμένος πολὺ κοντὰ στὰ θαλάσσια τείχη, στὰ νοτιοδυτικὰ τῆς πύλης τῆς Ψαμμάθου ἢ Ψωμαθιᾶς. Βυζαντινὸς ἢ στὴ θέση βυζαντινοῦ, πρωτοαπαντᾶται στὶς πηγὲς ὑπὸ τὴν προσωνυμία Θεοτόκος ἡ Χρυσαληθινή, σὲ δωρητήριο ἔγγραφο τοῦ 1566 ἀναφερόμενο σὲ πράξη ποὺ συντελέσθηκε πρὸ τοῦ 1545. Ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς περιηγητὲς τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰώνα τὸν ἐπισκέπτονται καὶ τὸν μνημονεύουν. Ὁ ναὸς καίγεται στὰ 1600 καὶ ξανακτίζεται μὲ τὴν ὑποχρεωτικὴ μορφὴ τῆς ξυλόστεγης βασιλικῆς. Θὰ καεῖ ξανὰ στὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τῆς Ψαμαθιᾶς στὶς 12 Αὐγούστου 1785, ἔτος στὸ ὁποῖο χρονολογοῦνται οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Χρυσαληθινῆς –ἡ τελευταία ἔργο «Λεοντίου ψάλτου Χρυσαληθινῆς»– στὸ τέμπλο. Ἡ ἐνορία, χάρη στὴ χρηστὴ διοίκηση τῶν ἐπιτροπῶν της, εὐημερεῖ καὶ εἶναι σὲ θέση ἀφενὸς νὰ συντηρεῖ μικρὴ σχολὴ καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ δανείσει χρήματα σὲ ἐμπερίστατες ἐνορίες τῆς Πόλης. Πιθανῶς, ὕστερα ἀπὸ ζημίες ποὺ ὑπέστη κατὰ τὶς ταραχὲς τοῦ Ἀπριλίου 1821, ὁ ναὸς θὰ ξανακτιστεῖ ἐκ βάθρων στὰ 1832 ἐπὶ πατριαρχείας Κωνσταντίου A΄ τοῦ ἀπὸ Σιναίου, σύμφωνα μὲ τὶς πηγὲς ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πολύστιχη, ἀρχαιοπρεπῆ ἐπιγραφὴ στὸ θύρωμα τῆς κύριας εἰσόδου του.”8
Ἐπίσης:
“Μιὰ ἄλλη ἐκκλησία στὸν ἕβδομο ἐδῶ λόφο τῆς Βασιλεύουσας, ἡ Παναγία ἡ Χρυσαληθινή, μετὰ τὴ θεομηνία ἐκείνη τοῦ 1782,9 ὅταν «ἐκ τῆς Πόλεως τὰ τέσσερα τὰ μερτικά, τὰ τρία ἐκαῆκαν» ἐπανακτίζεται καὶ παραμένει ἔκτοτε γνωστὴ ὡς Ἁγία Ἀνάληψις.”10
Εἶχα ὄρεξη νὰ ἐπεκτείνω τὴν ἔρευνα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ὀνόματος Ἀληθινὴ πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸν Πόντο καὶ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Φαίνεται ὅμως πὼς οἱ Πολίτες καὶ Πόντιοι γνωστοί μου στοὺς ὁποίους ἀπευθύνθηκα καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ τὸ ψάξουν δὲν εἶχαν τὴν ἴδια ὄρεξη (ἔχουν καὶ δουλειὲς οἱ ἄνθρωποι). Πάλι καλὰ ποὺ δὲν ξέρουν Καριώτικα, γιὰ νὰ ποῦν ἀπὸ μέσα τους: «Αὐτοὶ οἱ καλόγεροι, ὅ,τι θυμοῦνται χαίρονται».
Ἀρκοῦμαι, λοιπόν, νὰ συλλογιστῶ, ὅτι ἂν ἀνάμεσα στὶς 150.00011 Κωνσταντινουπολιτῶν προσφύγων ποὺ ἦλθαν στὴν Ἑλλάδα μὲ τὸν διωγμό τους ἀπὸ τὴν Πόλη τὸ 1955 ὑπῆρχαν Ἀληθινές, στὰ παραλιακὰ προάστια τῶν Ἀθηνῶν ποὺ κυρίως ἐγκαταστάθηκαν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ἀρκετὲς Ἀληθινὲς ποὺ τὸ ὄνομά τους νὰ βρίσκεται στὸν ψηφιακὸ κατάλογο τοῦ ΟΤΕ, συγκρίνοντας μάλιστα τὸν πληθυσμὸ ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὶς 150.000 μὲ τοὺς μόλις 8.423 κατοίκους τῆς Ἰκαρίας.12 Ὁ ἴδιος συλλογισμὸς ἰσχύει κατὰ μείζονα λόγο γιὰ τὶς ἑκατοντάδες χιλιάδων Ποντίων τῆς Ἑλλάδας13 καὶ πολλῷ μᾶλλον γιὰ τοὺς ἀπογόνους τῶν 1.250.00014 Μικρασιατῶν προσφύγων τοῦ 1922.
Ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, φαίνεται ὅτι στοὺς Ἕλληνες τῆς Ἀνατολίας τὸ ὄνομα δὲν ὑπῆρχε.
Στὴν Κάρπαθο…
Ὅπως διαβάσατε στὴν ἀρχή, ἔχουμε μιὰ προφορικὴ πληροφορία πὼς ὑπάρχουν κι ἐκεῖ Ἀληθινές.
Συνάντησα πέρσι στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸν Μητροπολίτη Καρπάθου καὶ Κάσου κ. Ἀμβρόσιο. Ἀπ’ τὴν πολλή μου χαρὰ ποὺ θὰ ἔπαιρνα πληροφορίες «ἀπὸ πρῶτο χέρι», τοῦ ὑπέβαλα λάθος ἐρώτηση (θαρρῶ πὼς ἠκουτούρδισα…). Ἀντὶ νὰ ρωτήσω ἂν ὑπάρχουν Ἀληθινὲς στὴν Κάρπαθο, ρώτησα ἄν ὑπάρχει εἰκόνα «Παναγία Ἀληθινή». Μοῦ ἀπάντησε χαριτολογώντας «Οὔτε ἀληθινή, οὔτε ψεύτικη»· καὶ συμπλήρωσε «Μία εἶναι ἡ Παναγία». Ὅταν συνειδητοποίησα τὸ σφάλμα, ἦταν ἀργά· τὸ πουλὶ εἶχε πιὰ πετάξει.
Ἀναγκαστικὰ θὰ καταφύγω πάλι σὲ ὑποθέσεις. Στὴν ἔρευνα ποὺ κάναμε στὸν ψηφιακὸ κατάλογο τοῦ ΟΤΕ, δὲν βρήκαμε οὔτε μία ἐγγραφὴ στὴν Κάρπαθο. Συγκρίνοντας τὸν πληθυσμὸ τῆς Ἰκαρίας (8.423) μὲ τῆς Καρπάθου (7.113)15 καὶ διαπιστώνοντας ὅτι βρίσκονται στὴν ἴδια τάξη μεγέθους, μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἢ δὲν ὑπάρχουν Ἀληθινὲς στὴν Κάρπαθο, ἢ εἶναι ἐλάχιστες.
Σημειωτέον ὅτι ἀφοῦ γράφτηκαν τὰ ἀνωτέρω, μὲ καθυστέρηση κάποιων μηνῶν (ἀντάξια, δηλαδή, τῆς Ἰκαριακῆς καταγωγῆς μου) τηλεφώνησα στὴν Μητρόπολη Καρπάθου καὶ Κάσου, ἀπ’ ὅπου μοῦ ἐπιβεβαίωσαν ὅτι στὰ νησιὰ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει ὄνομα Ἀληθινή.
… καὶ στὴν «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ»16
Στὴν ἐγκυκλοπαίδεια αὐτή, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς λῆμμα:
Ἀληθινή. Καὶ Ἀληθενή. Θῆλυ ὄνομα διδόμενον κατὰ τὸ βάπτισμα καὶ ἀπορρέον ἐκ τῆς πασχαλίου ἀντιπροσφωνήσεως «Ἀληθῶς (ἀνέστη) ὁ Κύριος».
Τὸ λῆμμα δὲν ἔχει ὑπογραφὴ συντάκτη. Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι δίδει μία διάσταση τοῦ θέματος ἄγνωστη στὴν Ἰκαρία. Ἄν, λοιπόν, ἡ προέλευση τοῦ ὀνόματος ἀπ’ τὸ «Ἀληθῶς ἀνέστη» δὲν ἀποτελεῖ προσωπικὴ ἑρμηνεία τοῦ συντάκτη, θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν κι ἀλλοῦ Ἀληθινές. Ὅμως ἀπὸ τὴν μέχρι τώρα ἔρευνα δὲν προκύπτει κάτι τέτοιο.
Συμπεράσματα
Κατ’ ἀρχήν, ἀπὸ τὰ μέχρι τώρα γνωστὰ στοιχεῖα φαίνεται ὅτι τὸ γυναικεῖο ὄνομα Ἀληθινὴ ἀποτελεῖ μία ἀκόμα ἀποκλειστικότητα τῆς νήσου Ἰκαρίας.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν καταγωγή του:
Ἀφ’ ἑνός, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀποκλείσουμε τὴν καταγωγὴ τοῦ ὀνόματος Ἀληθινὴ στὴν Ἰκαρία ἀπὸ προσωνύμιο τῆς Παναγίας, δὲν βρήκαμε κάποιο στοιχεῖο μὲ βάση τὸ ὁποῖο νὰ μποροῦμε νὰ συνδέσουμε τὶς εἰκόνες τῶν Πατρῶν, τῆς Σύμης, τῆς Κρήτης καὶ τῆς Πόλης μὲ τὶς δικές μας Ἀληθινές.
Ἀφ’ ἑτέρου, δὲν εἶναι ἀπίθανη ἡ καταγωγὴ ἀπὸ τὸ «Ἀληθῶς ἀνέστη», δὲν ἔχουμε ὅμως καὶ κανένα δεδομένο γιὰ νὰ τὴν ὑποστηρίξουμε.
Ἂς ἐρευνήσουμε, ἐν τῷ μεταξύ, τὴν ἔννοια τῆς λέξης ἀληθινός.
Στὴν ἀρχαιότητα, ἀναφερόμενη σὲ πρόσωπα σημαίνει «εἰλικρινής, ἔμπιστος», ἐνῶ ἀναφερόμενη σὲ πράγματα σημαίνει «γνήσιος, αὐθεντικός», εἰδικότερα μάλιστα σημαίνει τὴν γνήσια πορφύρα17. Πορφύρα εἶναι ἕνα εἶδος κοχυλιοῦ ποὺ ἐκκρίνει μιὰ βαθυκόκκινη οὐσία, ὀνομαζόμενη κι αὐτὴ πορφύρα, καὶ χρησιμοποιούμενη στὴν ἀρχαιότητα γιὰ τὴν βαφὴ ἐνδυμάτων, ποὺ ἡ βαφή τους μὲ ἀληθινὴ πορφύρα τὰ καθιστοῦσε πολύτιμα.
Στὴν Βυζαντινὴ ἐποχή, ἡ λέξη ἀληθινὸς ἀναφερόμενη σὲ πράγματα σημαίνει σχεδὸν ἀποκλειστικὰ «πορφυρός».18 Πορφύρα, μάλιστα, ὀνομαζόταν καὶ τὸ πορφυρὸ ἐπίσημο ἔνδυμα τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἔχει μεταπλάσει πολλὰ πολύτιμα πράγματα σὲ γυναικεῖα ὀνόματα: Χρυσῆ, Χρυσαφένια, Μαλάμω, Μαλαματένια, Ἀργυρώ, Ἀσημίνα, Διαμάντω, Ζαφείρα, Σμαράγδα, Μεταξένια κλπ. Θὰ μποροῦσε νὰ ἒχει μεταπλάσει καὶ τὸ ἀληθινὸν (πορφυρὸ πολύτιμο ὕφασμα) σὲ Ἀληθινή.
Ὅσο γιὰ τὴν ἐπιβίωση ἀρχαίων ἢ βυζαντινῶν λέξεων στὴν Ἰκαριακὴ ντοπιολαλιὰ καὶ ὄχι ἀλλοῦ, ὑπάρχουν κι ἄλλες περιπτώσεις. Σᾶς ὑπενθυμίζω προχείρως δύο:
φυλάκι (σακίδιο πλάτης ἀπὸ δέρμα κατσικιοῦ). Προέρχεται ἀπὸ τὸ θυλάκιον (ἀρχαιότατη λέξη ποὺ σημαίνει ἀκριβῶς σακίδιο, σακούλι καὶ ποὺ ἀπὸ τὸν 2ο αἰ. μ.Χ. ἔχει προσλάβει καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ δερμάτινου).19
σκοτειὰ (μικρὴ ποσότητα φαγητοῦ ἢ φτωχικὸ καἰ προχειροφτιαγμένο φαγητό20). Προέρχεται ἀπὸ τὸ σκοτεία (φαγητὸ χωρὶς κρασὶ) ποὺ ἀναφέρεται στὸ λεξικὸ τοῦ Ἡσυχίου (5ος-6ος αἰ. μ.Χ.).21
Ἐπὶ πλέον, ἡ λαϊκὴ μοῦσα γνωρίζει πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ δημιουργεῖ ὀνόματα. Παραδείγματος χάριν, τὸ ὄνομα Στεριανὴ ποὺ συνάντησα σὲ Σερραίους. Ὅταν μιὰ γυναίκα δὲν μποροῦσε νὰ κάνει παιδὶ λόγῳ συνεχῶν ἀποβολῶν, ἔταζε νὰ ὀνομάσει τὸ πρῶτο παιδὶ Στέριο, ἂν ἦταν ἀγόρι, ἢ Στεριανή, ἂν ἦταν κορίτσι, ὥστε μ’ αὐτὸ νὰ «στεριώσουν» καὶ τὰ ἑπόμενα. Στὴν Ἰκαρία, ἀπ’ ὅ,τι ἔμαθα ἐσχάτως, συνέβαινε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ τὰ ὀνόματα Στέλιος καὶ Στέλια (ἄλλωστε στὴν Ἰκαριακὴ ντοπιολαλιὰ τὸ ρῆμα στεριώνω ἀκούγεται στελιώνω). Ποιός ξέρει, λοιπόν, ἂν ἡ Ἰκαριακὴ λαϊκὴ μοῦσα δημιούργησε τὸ ὄνομα Ἀληθινὴ μὲ κάποιο τρόπο ποὺ σήμερα ἀγνοοῦμε; Εἴδαμε, ἄλλωστε, καὶ παραπάνω, πῶς ἡ Κρητικὴ λαϊκὴ μοῦσα ὀνόμασε τὴν Παναγία καὶ τὸ χωριὸ Ἀληθινή.
Συνεπῶς, σχετικὰ μὲ τὴν καταγωγὴ τοῦ ὀνόματος Ἀληθινή στὴν Ἰκαρία ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς «ἤκαμα τ’ ἄχερα κομμάθκια». Βρέθηκαν πολλὰ καὶ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, δὲν λύθηκε ὅμως τὸ πρόβλημα.
Σχετικά, ὅμως, μὲ τὸ πότε γιορτάζουν οἱ Ἀληθινές, τὰ πράγματα εἶναι πιὸ καθαρά.
Ἡ μαρτυρία ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸ «Ἀληθῶς ἀνέστη» εἶναι μία καὶ ἀγνώστου ἐγκυρότητος.
Οἱ ἐνδείξεις, ἀντίθετα, γιὰ τὴν Παναγία Ἀληθινὴ εἶναι πολλές. Βρήκαμε τρεῖς Παναγίες Ἀληθινὲς καὶ μία Χρυσαληθινή, ἐνῶ ὑπάρχουν πάμπολλες ἀναφορὲς τοῦ Θεομητορικοῦ προσωνυμίου Ἀληθινὴ τόσο στὰ ἔργα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία. Καὶ οἱ τρεῖς Παναγίες Ἀληθινὲς (Πάτρα, Σύμη, Κρήτη) ἑορτάζουν στὶς 15 Αὐγούστου (Κοίμηση τῆς Θεοτόκου). Ἤδη, οἱ Καριωτῖνες Ἀληθινὲς ποὺ ἔμαθαν γιὰ τὴν εἰκόνα τῶν Πατρῶν, ἔχουν ἀρχίσει ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια νὰ γιορτάζουν στὶς 15 Αὐγούστου. Τὸ συμπέρασμα μᾶλλον βγαίνει μόνο του, χωρὶς βέβαια νὰ σημαίνει αὐτὸ πὼς ἂν κάποια ἐπιλέξει νὰ γιορτάζει τὸ Πάσχα, θὰ ἁμαρτήσει.
Ἐπιλογικά
Ἂς μοῦ συγχωρήσουν οἱ φίλτατοι ἀναγνῶστες τὸ τόλμημα νὰ ἀναμιχθῶ σὲ ἕνα ἀντικείμενο στὸ ὁποῖο δὲν ἔχω εἰδίκευση (δὲν εἶμαι ἱστορικός, οὔτε κὰν φιλόλογος, οὔτε κάτι σχετικό).
Ἔχω ὅμως τὴν ἐντύπωση ὅτι μὲ βάση τὴν γνωστὴ Καριώτικη ἀναβλητικότητα καὶ …ἔλλειψη ἄγχους (τὰ λέω λίγο εὐπρεπῶς, νὰ μὴ γινόμαστε καὶ ρεζίλι στοὺς ξένους), δὲν ἐπρόκειτο ποτὲ κανεὶς νὰ «πάρει τ’ ἀπάνω του» καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ζήτημα.
Ἐλπίζω, τουλάχιστον, τὸ παρὸν ἀτελὲς πόνημα νὰ ἀποτελέσει ἔναυσμα γιὰ περαιτέρω προσφορὰ στοιχείων ἀπὸ ὅσους γνωρίζουν ὁτιδήποτε σχετικό, ἀλλὰ καὶ παρακίνηση στοὺς εἰδημονεστέρους μου νὰ γράψουν κάτι πληρέστερο.
Στὶς ἀγαπητὲς Ἀληθινές, καὶ τὶς γνωστές μου καὶ τὶς ἄγνωστες, εὔχομαι ἡ Παναγία νὰ τὶς σκεπάζει καὶ νὰ ὁδηγεῖ κι ἐκεῖνες καὶ ὅλον τὸν κόσμο σὲ κάθε καλό.
Ἀμήν.
Ἱερομόναχος Ἄνθιμος
Άγιο Όρος
Υποσημειώσεις
1 Ὁ γράφων εἶναι Καριώτης ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς, τοὺς τέσσερις παπποῦδες καὶ τοὺς ὀκτὼ προπαπποῦδες του, πλὴν ὅμως Ἀθηνογεννημένος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν γράφει στὴν Ἰκαριακὴ ντοπιολαλιά, ἀλλὰ στὴν Ἑλληνικὴ τοῦ «κλεινοῦ ἄστεως» καὶ μάλιστα σὲ μιὰ κάπως παλιότερη ἐκδοχή της. Πρόκειται γιὰ Ἁγιορείτη Ἱερομόναχο, ἐγκαταβιώσαντα στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1989.
2 Ἀγαμέμνονος Τσελίκα, «Ἰκαριακὰ ἔγγραφα τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰ. ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῆς Πανικαριακῆς Ἀδελφότητας Ἀθηνῶν», ἔκδοση Πανικαριακῆς Ἀδελφότητας Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 2000. Τὸ συγκεκριμένο ἔγγραφο εἶναι τὸ ὑπ’ ἀριθ. 43.
3 Παντελεήμονος Κ. Καρανικόλα (†) Μητροπολίτου Κορίνθου, «Θεομητορικὰ προσωνύμια», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2007.
4 Τὶς περισσότερες πληροφορίες μοῦ τὶς διάβασε ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὰ πανηγύρια τῆς Σύμης» τῆς κυρίας Ἑλένης Ζαχαριάδου-Μαμαλίγκα , σελ. 49.
5 Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 53,3.
6 Εὐαγγελίας Γεωργᾶ-Χατζηνικήτα, «Ταξίδι στὸ χθές», Ρόδος 2001. Ἡ συγγραφέας κατάγεται ἀπὸ τὴν Σύμη.
7 Thesaurus Linguae Graecae, ἤτοι Θησαυρὸς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας. Ψηφιακὴ βάση δεδομένων μὲ πολλὲς δυνατότητες ἔρευνας, ποὺ περιλαμβάνει ὅ,τι ἔχει γραφτεῖ στὰ Ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο (8ος αἰ. π.Χ.) ἕως τὸ 600 μ.Χ., καὶ ἀρκετὰ ἔργα ἱστορικῶν, χρονογράφων, γεωγράφων, λεξικογράφων, ἰατρῶν, φιλολόγων κ.ἄ. ἀπὸ τὸ 600 μ.Χ. ἕως τὸ 1453 μ.Χ.
8 Σταύρου Mαμαλούκου, «Θεοτόκος ἡ Xρυσαληθινή». Ἐφημερίδα H KAΘHMEPINH, Kυριακὴ 16 Aὐγούστου 1998, Ἀφιέρωμα, σελ. 27
9 Ἡ χρονολογία αὐτὴ δὲν συμφωνεῖ ἀκριβῶς μὲ τὴν προηγούμενη (1785). Ἐπιτέλους, ὅμως, αὐτὸ δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ
10 Θεομητορικοὶ ναοί: Ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στὴ Βασιλεύουσα, στὸ Αὐγούστου 11, 2014 ἀπὸ τὸν/τὴν momyof6 (πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά).
11 Ὁ ἀριθμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κωνσταντίνου Λούλη «Ἡ Ἑλλάδα ἐπιβιώνει μέσα ἀπὸ διαδοχικὰ θαύματα», ἐκδ. Ψυχογιός, Β΄ ἔκδοση, Δεκέμβριος 2015.
12 Σύμφωνα μὲ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 2011.
13 Δὲν γνωρίζω ἀκριβῶς πόσοι εἶναι. Οἱ ἴδιοι ὑπολογίζουν ὅτι παγκοσμίως ξεπερνοῦν τὸ ἕνα ἑκατομμύριο, καὶ ὅτι οἱ μισοὶ περίπου κατοικοῦν στὴν Ἑλλάδα.
14 Ὁ ἀριθμὸς ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς ὑποσημείωσης 11.
15 Σύμφωνα μὲ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 2011.
16 Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, ἔκδοσις Ἀθ. Μαρτίνου, Ἀθῆναι 1962-1968.
17 Λεξικὸ τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς τῶν Liddel & Scott: A Greek-English Lexicon, Clarendon Press, Oxford, 1996.
18 Γλωσσάριο τῶν συγγραφέων τοῦ μέσου καὶ ὄψιμου Ἑλληνισμοῦ: Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis, τοῦ Γάλλου φιλολόγου Charles du Fresne, Domini du Cange, Λυὼν 1688. Στὸ λῆμμα ΑΛΗΘΙΝΟΣ, ἡ μόνη ἑρμηνεία εἶναι Purpureus, δηλαδὴ «πορφυρός», καὶ παραπέμπει σὲ διάφορα βυζαντινὰ κείμενα.
Ἄλλη ἀναφορὰ βρήκαμε στὸ «Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως» (~12ος αἰ. μ.Χ.), 721-22: ἔβαλον εἰς ἀληθινὸν προχείριον (σακούλι, πουγγί) χίλια πεντακόσια νομίσματα.
19 Αἰλίου Διονυσίου, Ἀττικὰ ὀνόματα (2ος αἰ. μ.Χ.), λεξικὸν Ἡσυχίου (5ος-6ος αἰ. μ.Χ.), Μέγα ἐτυμολογικὸν (12ος αἰ. μ.Χ.) κ.ἄ.
20 Ἡ δεύτερη ἑρμηνεία ἀπὸ τὸ «Λεξικὸ Ἰκαριακῆς ντοπιολαλιᾶς» τοῦ Δημήτρη Λεσσέ, Εὔδηλος 2013.
21 ἀβρομία: σκοτεία (λεξικὸν Ἡσυχίου, 5ος-6ος αἰ. μ.Χ.)
ἀβρόμιος: χωρὶς οἴνου (λεξικὸν Σουΐδα, 10ος αἰ. μ.Χ.)
ἀβρόμιος: χωρὶς οἴνου· καὶ ὁ ἄοινος· βρόμος γὰρ ὁ Διόνυσος, ἢ καὶ ὁ ἔφορος τοῦ οἴνου κατὰ Ἕλληνας. (λεξικὸν ψευδο-Ζωναρᾶ, 13ος αἰ. μ.Χ.)
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.