Σαν πλωτή εξέδρα, στο μουράγιο, ένα βιολί, μία φωνή και πίσω πλήκτρα. Σκοτεινιά, το ροζ, το κίτρινο, το λευκό, τα κοριτσίστικα φουστανάκια, στριφογυρίζουν και χωρίς ήχο, πυγολαμπίδες χαρωπές. Στα λίγα σκαλιά οι σκιές αμφιθεατρικά στημένες, στα πασσαλόπληκτα ταβερνάκια ψηλά, οι θαμώνες αρχίζουν να τυλίγονται με στο διάφανο ύφασμα της μουσικής που χορεύει προκλητικά γύρω τριγύρω.
Αδύνατον να μείνουμε μακριά, το φεγγαρόφως χρύσιζε με ρυθμικά θαλασσοφιλήματα στην αμμουδερή ακτή, η πλωτή πίστα είχε αρχίσει να σηκώνει πάνω όλα τα χεράκια και τα χαμόγελα ενώθηκαν σαν κορδέλα στα μαλλιά της νύχτας. Δεν ξέρω αν χόρευαν οι σκιές ή τα χρώματα. Ξέρω πως βρέθηκα με τα φτερά της Τερψιχόρης στα πόδια μου, μπλεγμένη στη αγκαλιά των ενωμένων χεριών.
Είχαμε ήδη κυκλώσει πολλές φορές αυτήν την μέση με το “γύρω” μας, αυτή τη μέση που σε καλεί στον κυκλικό χώρο και χορό. Είχαμε ήδη χάσει την αρχή, το τέλος δεν μας ένοιαζε όταν ο βιολιστής ανακοίνωσε :
- Τώρα θα σας πούμε πρώτα ένα νησιώτικο, μετά ένα ’καριώτικο!
[χαμογέλασα με την διαφοροποίηση] και μετά ένα παραδοσιακό!
Κι εμείς συνεχίζαμε να μας καίει η γης και να μας καλεί το ύψος. Ένιωθα πάλι όπως τότε, όπως πάντα όπου το σώμα μου είχε χίλιες φωνές και ξεφώνιζα μουγγά μόνο με την κίνηση μου : Έτσι θέλω να πεθάνω…ν΄ακούω τη θάλασσα και να λιγώνω με αυτόν τον ρυθμό, τον παρασυρμό...εδώ…
Kάπου μετά, τον Καριώτικο τον ένιωσα να έχει πλησιάσει επίτηδες, να έχει δεθεί με το χέρι μου, εκείνος ο άγνωστος-οικείος, ο νησιώτης, με τη νυχτερινή θάλασσα στα περιπαιχτικά του μάτια, με το χαμόγελο σαν κρασωτό πιοτό και κολλημένος δίπλα μου, όσο του επέτρεπαν τα βήματα, τα ρυθμικά, τον προέτρεπαν, το έβλεπα, και οι άλλοι, ζεστά όπως ο ήχος, βαθιά όπως η νύχτα, χαμογελαστά όπως ο κύκλος στον χορό, άρχισε να ρωτάει :
- Από που είσαι;
- Έχει σημασία;
- Καμιά, αλλά έτσι όπως χορεύεις…
- Τι…;
- Είσαι Καρυωτίνα;
- Ό-χι.. [τον απογοήτευσα μάλλον]
- Τότε είσαι από την Πάρο ..!
- Όο-χι...
- Εεεμ ...τότε είσαι από την Σάμο…!
- Όοο-χι…
επέμενα και χόρευα και ήταν όλα αλήθεια…
- Να το πάρει η Μαύρη... η Θάλασσα…;
τον κοίταξα-ρώτησα κι εγώ
- Ναι… αμέ..
γέλασε
- Είμαι… από την… Κωνσταντινούπολη... γεννημένη…
Και τότε, τότε πρέπει να είχαμε φτάσει στο παραδοσιακό, στο γύρισμα, στο τσάκισμα του ρυθμού και τότε, και από πάντα θα ήταν που στα λόγια έχε γεια Παναγιά… και αιώνες τώρα αυτό χόρευα και έκλαιγα… τα μιλήσαμε…. και χόρευα και μεθούσα …όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε... και έκλαιγα και χόρευα. Ένιωσα να ξαφνιάστηκε, να μην με πίστευε
-Ναι, στην Πόλη γεννήθηκα …
χόρευαν ξανά τα λόγια μου και ο βόγκος λύγιζε το κορμί μου και ο καημός φλόγιζε το μέσα μου και την ώρα που το βιολί υποκλίθηκε
και όλοι πια πλέοντες σε “οίνοπα πόντον”
τότε αυτός
τότε θα ήταν που αυτός,
αυτός ο αρσενικός,
ο άρχοντας με την μαβιά νύχτα στα μάτια και τη μουσική στο σώμα,
με το χέρι του γερά να με κρατεί στο ρυθμό της ζωής που συναντηθήκαμε,
να με κρατεί,
μην σκορπιστώ,
αυτός με το ‘‘φωτεινό πουκάμισο του Ιούλη’’
αυτός ο ανώνυμος,
ο Έλληνας,
ο Καριώτης,
με κοίταξε ίσια από τα μάτια όσο πιο βαθιά πάει, σε γη και σώμα κι’ουρανό
και τρυφερά πολύ αλλά
σαν να έφταιγε
σαν συγνώμη
σαν απολογία
σαν παράκληση συγχώρεσης
σήκωσε με την απάντησή του
όλο το χρέος της “μητριάς πατρίδας” μου
και είπε σιγανά :
- …μέχρι τη Σμύρνη φτάσαμε….
κι’ εγώ έσβησα
κι΄εκείνος χάθηκε
όπως χάθηκε και η μνήμη
αλλά η αφή (και αυτή της ψυχής)... πάντα θυμάται.
Πέρσα Ρωμανού
persa.romanou@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.