Μπάρκαρα το '53 με το Ολύμπια. Υπερωκεάνιο, μεγάλο βαπόρι τότε. Έκανε το Νέα Υόρκη - Πειραιάς εκείνη την εποχή. Ξενιτεμένοι χιλιάδες που ανέβαιναν τις σκάλες του. Έμπαινε και έβγαινε στο λιμάνι και γινόταν χαλασμός κόσμου! Μπάντες να παιανίζουν, να σείεται ο τόπος απ’ τους ήχους των φουγάρων, να αποχαιρετίζονται και να κλαίνε οι άνθρωποι. Να πνίγονται σε αγκαλιές με αναφιλητά με κομμένες ανάσες οι άνθρωποι. Κάθε κουβέντα μια υπόσχεση, δυο δάκρυα, μια συμβουλή. Πολλοί από αυτούς, να αντικρίζουν για πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια.
Μπάρκαρα, μα είχα άλλα στο νου μου. Δεν ήταν η θάλασσα για μένα. Δεν σου είχα πει τίποτα για να μη σε στεναχωρώ. Το είχα σκεφτεί. Στο τέταρτο ταξίδι μια μέρα με έναν άτιμο καιρό που με ξελόγιασε, σχεδόν μπορούσα να πιάσω την άνοιξη με τα χέρια μου, θυμάμαι έτσι είπα, που έψαχνα τα θάρρητα μου: Βουρ πάνω στις άνοιξες της ζωής είπα και βγήκα έξω στην αποβάθρα, στους εικοσιδύο δρόμους κι έφυγα. Τη μέρα ακριβώς που στο χωριό άνθιζαν οι κερασιές. Σ’ απογοήτευσα το ξέρω, μα σαν σκεφτόμουν τη ζωή μου, δεν έβγαινε ρε μάνα ούτε μια πρόσθεση. Ο κόσμος των ευκαιριών είπα, των προκλήσεων, της δημιουργίας. Είπα περπάτα πιο πέρα από αυτό που έζησε η οικογένειά σου. Ίσως γίνουν λίγο καλύτερα όλα για όλους. Την ήξερες τη φτώχεια μας.
Μου γράφεις. Κάθε μέρα μου γράφεις. Κάποια τα διάβασα ξανά και πάλι ξανά, κάποια άλλα βιαστικά, που είχα δουλείες, μα τα βράδια πάλι, χάιδευα λέξη τη λέξη σου. Το γιόκα μου, το ακριβέ μου, το πρόσεχε. Σε σκέφτηκα σήμερα Λενάκι. Σε σκέφτηκα, που μου μέτραγες το πυρετό με το φιλί σου στο μέτωπο, σήμερα που δε νιώθω δυνατός. Μου λείπεις και εσύ και ο πατέρας, τα αδέλφια μου όλα, και όλοι τους, να μου τους φιλήσεις, να μου γράψεις τα νέα σας. Το χωριό, οι άνθρωποι. Κατέβηκα στην αγορά σήμερα και περπάτησα στην προκυμαία του Κουίνς. Φύσαγε βοριοανατολικά και ερχόταν το πρώτο χειμωνιάτικο κρύο. Αρχές του χειμώνα του 57. Θα είναι η μέρα που στο χωριό ανεβάζουν τις βάρκες στο λιμάνι.
Λενάκι, Λενάκι γειά σου, Λενάκι μου, πάει καιρός που δε σού ’χω γράψει. Δε σε ξέχασα να ξέρεις, ποτέ δε σε ξεχνώ. Φέτος λέω, λέω πως θα ρθω φέτος. Μέσα Μάη είναι, του 65 σήμερα. Kάναμε μια καλή παραγγελία για το μαγαζί, τα πράγματα πάνε κάπως καλύτερα μα η δουλειά εξαντλητική. Δεν θα ‘ρθω φέτος.
Μέσα του Μάη. Είναι η μέρα που στο χωριό γιόρταζαν τον Άι Σίδερο θυμάμαι. Η μνήμη. Η μνήμη που έχει γίνει τώρα, η μόνη μου πατρίδα.
Είναι ο κόσμος των ευκαιριών εδώ, σου είχα πει, της δημιουργίας. Έγιναν πολλά, κατάφερα πολλά, μα... αν με ρωτήσεις αν βρήκα αυτό που ζήταγα, δεν έχω τίποτα να αποκριθώ με σιγουριά. Προχωρημένο φθινόπωρο του 76. Η εγγόνα σου η Ελένη μας, έγινε σήμερα 10 χρονώ. Τη μέρα που στην αυλή εσύ, κλάδευες τα γεράνια σου μάνα. Κοίτα! Σου στέλνω μια φωτογραφία της να δεις πόσο μεγάλωσε.
Αυτή τη φορά θα ρθω, θα ρθω Λενάκι φέτος να σέβρω. Το 'χω σκεφτεί φέτος μάνα, δεν αντέχω άλλο. Μετράω τα χρόνια μέρα την ημέρα. Τόσο πολύ πλάκωσαν τη ψυχή μου. Τι αδιανόητος ο πόνος αυτός της ξενιτιάς, του ξεριζωμού. Τι αδιανόητη σπατάλη τα χρόνια μακριά σου, μακριά από όλους σας. Το σκέφτηκα. Θα ρθω το Πάσχα, θα ναι μεγάλη Παρασκευή απόγευμα, πρώιμη άνοιξη του 82. Θα έχει κιόλας σκοτεινιάσει. Τα σύννεφα όπως πάντα αυτή τη μέρα θυμάμαι, θα έχουν σκύψει πάνω στο χωριό, σαν επίκληση νομίζεις και αυτά στον μεγάλο πόνο των πιστών. Απόγευμα θα είναι, στον Επιτάφιο.
Θα μου πεις τι είναι αυτά που σου λέω. Γιατί όλα αυτά, εγώ που με ξέρεις για τα σύντομα δυο τρεις λέξεις γράμματά μου βρε μάνα. Σε ντρέπομαι. Είμαι 25 έγινα 38 και 56 και άργησα να ρθω το ξέρω. Αλλά ήρθα.
Είναι Μεγάλη Παρασκευή και εγώ ακολουθώ το ποτάμι απ' τα αναμμένα κεριά των ανθρώπων. Ξεγελιέμαι πως έτσι θα ‘ναι πιο εύκολο, αλλά ο ίδρωτας τρέχει ήδη στα αυλάκια του λαιμού. Ντρέπομαι που θα σε συναντήσω. Έχει βραδιάσει πια και ο Επιτάφιος πάντα στο χωριό αυτή τη μέρα, θα καταλήγει εκεί.
Άργησα να ‘ρθω, το ξέρω.
Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.