Χρήστο τον έλεγαν μα λίγοι, και κυρίως άνθρωποι σε μεγάλη ηλικία, θα τον θυμούνται. Ήταν ένας ψηλός και όμορφος νέος άντρας. Ευγενικός και με λεπτούς τρόπους για την εποχή του, σα να μην ήταν αυτός ο άνθρωπος από τα μέρη τούτα. Σαν να μην τον άγγιζε τίποτα από τα μικρά. Πέρναγε σού έδινε την εντύπωση πάνω από τα πράγματα. Το χωριό του βρισκόταν στα ορεινά μα φτωχά, άγονα μέρη του νησιού. Φτωχός και εκείνος. Είχε βρεθεί και στην Αθήνα για κάποια χρόνια να τελειώσει τις σπουδές του. Ήταν άνθρωπος της προκοπής, του άρεσε η δουλειά, δεν την φοβόταν. Μα όχι πολύ καιρό μετά, επέστρεψε στο νησί, στους γονείς του που αγαπούσε πολύ. Σκεφτόταν πως γερνούσαν μόνοι και είχαν την ανάγκη του. Να τους βοηθάει και στους κήπους έλεγε, στα χωράφια. Να είναι κοντά τους. Μα η αλήθεια είναι πως είχε και αλλού τη σκέψη του, που έτσι τον έκανε, να βλέπει τον τόπο του τον ωραιότερο του κόσμου.
Πριν φύγει ακόμα για την Αθήνα, ήταν λέγανε ερωτευμένος. Μια όμορφη κοπέλα, όμορφη δηλαδή σαν ψεύτικη του είχε πάρει το μυαλό. Ήθελε την Μαρία, την Μαριά από το διπλανό χωριό, που σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν, κατέβαινε για να την δει για λίγο. Μόνο την έβλεπε, δεν της μιλούσε, δεν τολμούσε να της μιλήσει. Υπήρξε τόσο ωραία λένε, τόσο ωραία, που σαν να την σεβόταν. Εκείνο το βράδυ όμως θα τολμούσε. Μπορεί και να χορέψουν μαζί είχε σκεφτεί, ποιός ξέρει.
Το γλέντι θα γινόταν στου Καλέργιου και μιας και ήταν Δεκέμβρης μήνας, θα έπρεπε να πάει πιο νωρίς γιατί ο καφενές μέσα δε θα χωρά αρκετούς. Χειμώνας ήταν, θυμάται η Μαρία, που απ’ τον γιαλό ανέβαινε ψηλά το ξέσπασμα της θάλασσας. Έφτανε την αυλή, την έλουζε αλμύρα και μέσα κάπου, σε μια γωνιά μια ξυλόσομπα να καίει.
Κάθισε απέναντι της, δυο τραπέζια πιο δίπλα και έτσι, μονάχα τη κοιτούσε. Κατάματα και έτσι χωρίς να την αγγίζει, να νομίζει πως την ακουμπά σε κάθε κίνησή της. Μα και εκείνη να μην χαμηλώνει το βλέμμα από πάνω του. Της άρεσε. Τον καμάρωνε. Μέσα τους να μελετάνε τις αντοχές και οι δυο τους, τα όριά τους, τα ρίσκα που ήταν έτοιμοι να πάρουν.
Στους ήχους ενός ταγκό που περίμενε ώρα για να ακούσει, ζύγισε κάπως τη στιγμή, κοίταξε γύρω του και σηκώθηκε, απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος της ζητώντας της να τον συνοδέψει. Εκείνη αποκρίθηκε. Την κράτησε σφιχτά από τη μέση και σαν για μια στιγμή, να, βρέθηκε σε αγκαλιά γεμάτη άνθη πίστεψε. Νυχτολούλουδα, θυμάρι και δυόσμος. Κόκκινο κρασί, κόκκινο μήλο και κανέλα. Αρώματα. Με τέτοια αρώματα μπλεχτήκανε δάχτυλα και παλάμες. Ανάσες. Και ο λαιμός να στάζει τον ιδρώτα στάλα στάλα. Να στύβουν έτσι οι πόθοι τους, σαν να 'τανε μυλόπετρες που λιώναν την ελιά. Τα μάτια υγρά λαμπύριζαν και ούτε στιγμή δεν τόλμησαν, ούτε στιγμή, να χάσουν απ'τα μάτια τους το πρόσωπο του άλλου. Τα λόγια, οι ήχοι, οι φωνές τριγύρω τους, να βγαίνουν από πιο βαθιά. Απόμακρα όλα να γίνονται, να σβήνουν. Σε μια στιγμή δεν άκουγαν πια τίποτα, κανέναν. Ακόμα και η θάλασσα μπροστά. Ακόμα και η θάλασσα νόμιζες, κρατούσε την αναπνοή της. Να ακούσει ήθελε. Να ακούσει.
-Σε αγαπάω Μαρία. Αλληνής δεν μοιάζεις εσύ από τότε που εγώ σε αγάπησα. Κρυφά πονώ. Κρυφά πονώ και λιώνω για σένανε. Λιώνω. Και στο λέω. Θα σε κλέψω. Αν δεν με θέλουν, σίγουρα θα σε κλέψω!
-Έτσι να κάνεις! Το καλό που σου θέλω, ήταν η απάντηση της, που θαρρείς σαν να περίμενε καιρό εκείνη τη στιγμή. Λεπτό δε δείλιασε.
Έτσι έκανε. Δυο βδομάδες μετά, η Μαρία άφησε ένα γράμμα στη μάνα της και ο Χρήστος την πήρε μαζί του, ένα βράδυ, κρύβοντας την τον πρώτο καιρό μέχρι να κοπάσει που λέγαν η μπόρα, στο πυργάρι του πατρικού του σπιτιού. Μέχρι να το δεχτούν όλοι, πως χώρια πια τους είναι αδύνατον να ζήσουν.
Έξι μήνες μετά παντρεύτηκαν. Στο χωριό του, στο σπίτι του. Εκείνα τα χρόνια πολλοί γάμοι και βαφτίσια γίνονταν στα σπίτια των Καριωτών. Είχαν καλέσει τον Παπα-Αθηνόδωρο για το μυστήριο, τους χωριανούς πια όλους και για τα στέφανα στα μαλλιά περάσαν κληματόβεργες. Από τα αμπέλια τα δικά τους, κληματόβεργες. Και χόρευαν στο γάμο. Δυο μέρες χόρευαν.
Δυο παιδιά τους έφερε ο καρπός του έρωτας τους, μα μαζί δεν έμειναν πολλά χρόνια. Σ’ ένα ταξίδι που αποφάσισε να κάνει με άλλους χωριανούς για να μεταφέρουν με το καΐκι λάδι, τους συνέλαβαν στην Τουρκία είπανε, που βρέθηκαν παράνομα. Και στην προσπάθεια του το βράδυ εκείνο να το σκάσει από την φρουρά, βούτηξε στο μαύρο πέλαγος και χάθηκε και ποτέ κανείς δεν έμαθε για εκείνον ξανά.
Πνίγηκε Μαρία, της είπαν. Ο Χρήστος σου πνίγηκε. Και εκείνη δεν αντέδρασε. Όπως έκανε συχνά, όταν βρισκόταν σε σύγχυση, σε αδυναμία, έκανε να ξεσκονίσει με το χέρι της το τραπεζομάντηλο του τραπεζιού μα σωριάστηκε χάμω.
Δεν τον ξανάδε ποτέ, μα τον περίμενε μέρα και νύχτα και κάθε αυγή για να γυρίσει. Τα βράδια έκλεινε τα μάτια της και πήγαινε στα όνειρα της να τον έβρει. Βούταγε έλεγε στον κόσμο του πελάγους τον υδάτινο και μετά πάλι στον αφρό των κυμάτων και στους χάρτες του κόσμου όλου και σ' όλης της γη τις θάλασσες για να τον δει. Σε αναφιλητά άκουσαν κάποιο βράδυ και σε λυγμούς, να πνίγεται μια φράση:
Σε κρύβει ο ορίζοντας, μάτια μου. Σε κρύβει...
-Τον περίμενες πάντα;
-Ναι! Tι άλλο να έκανα; Πόσες μέρες εσύ, πόσα χρόνια θα άντεχες εσύ, χωρίς την ελπίδα; Είναι σοφός όποιος αγαπά κι ελπίζει...
και εγώ γέρασα με ερωτευμένη καρδιά μικρής κοπέλας.
Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.