Κατεβαίνεις τρέχοντας τα σκαλιά, σκύβεις το κεφάλι πριν ακόμα φτάσεις στο πλατύσκαλο για να δεις αν πρόλαβες. Φυσικά και δεν έχεις προλάβει. Το L train μόλις πέρασε. Παίρνεις ύφος αγέρωχο, “δεν πειράζει έχω το βιβλίο στη τσάντα”. Άλλωστε, στο ραντεβού με τον συνάδελφο αργείς πάντα, γιατί να πας στην ώρα σου σήμερα; Άσε που έχεις δικαιολογία έτοιμη, ήσουν Ικαρία το καλοκαίρι, δεν τα πας καλά με τα ρολόγια.
Πόσες φορές οι άνθρωποι νιώθουμε αόρατοι; Ότι δεν μας ακούν, δεν μας καταλαβαίνουν, δεν μας νιώθουν; Άπειρες. Γινόμαστε αόρατοι για τους φίλους, την οικογένεια, τον κοινωνικό περίγυρο, αόρατοι για μια ολόκληρη χώρα. Κι όταν το αποδεχτείς αυτό, τότε δεν σε βλέπουν ούτε οι άλλοι, δεν βλέπεις ούτε συ τον εαυτό σου και συνεπώς δεν πρόκειται να σου αναγνωρίσουν κανένα δικαίωμα.
Άστα αυτά! Ξημερώνεις και πώς μάλιστα; Συνήθως μας βρίσκεις κάτω απ τα δέντρα. Σε μια πλατεία, στην αυλή ενός σχολείου, έξω απ την εκκλησία του χωριού ή σε μια εκκλησία στο πουθενά, κάπου στην Ικαρία. Μπροστά από ακατάστατους πάγκους με μισοάδεια μπουκάλια κρασί και λαδόκολλες με φαγωμένο κρέας. Ευτυχώς περισσεύει πάντα λίγο ψωμί να βουτάς στ’ απομεινάρια της σαλάτας αυτές τις δύσκολες ώρες.
Πρίν απο 60-70 χρόνια ήταν η Σουρουμάνενα από το Κουντουμά. Μια γυναίκα του χωριού νοικοκυρά και χρυσοχέρα όπως και με πολύ χιούμορ. Ετσι εκείνη τη μέρα της ήρτε να κάμει παξιμάδια. Ηξεκίνησε λοιπό, απο το ζήμωμα και αφού ηπείρωσε καλά καλά το φούρνο ηξεκίνησε το φούρνισμα. Υστερα απο κάνα δυό ώρες ήβγαλεν τα ψωμιά όξω, που ήτο έτσι πλασμένα ώστε να κόβγει το ψωμί φέτες