Ένα κόκκινο σακ βουαγιάζ (από δερματίνη όπως θα μάθαινα αργότερα) ακουμπισμένο στο μωσαϊκό, η πρώτη εικόνα… μέσα στο καφενείο που, χρόνια αργότερα, θα το δούλευε ο Γιάννης, στην πλατεία του χωριού. Θα ξημέρωνε σύντομα, αλλά όχι ακόμα… η Μάγδα πήγε να φέρει μια λάμπα πετρελαίου να ανάψει στο καφενεδάκι, να μη φοβηθώ, μάσαλά του το μωρό, η μάνα μου φοβόταν μην πάει κανάς σκόρφης κάτω από τις τσάντες, πήγαινε να δεις Μανώλη, θα μπορέσει να μας πάει ο Αθηνόδωρος με την βάρκα;
Δεν ήταν τότε που είδα την υπόλοιπη οικογένεια να ετοιμάζεται για τη θάλασσα αλλά εμένα με άφηναν στο πάρκο να παίζω μόνος, και βρέθηκα να φωνάζω στη γειτόνισσα «Ζωή, παπέλο!», να μου φορέσει δηλαδή το καπελάκι για να πάω κι εγώ μαζί. Ούτε τότε που η Αργυρούλα μου πήρε το κουβαδάκι, στο αμμουδάκι μπροστά στου Γιατροκωσταντή.