Δεκαετία του 70. Στα μέσα. Μόλις αρχίζεις να θυμάσαι με σήματα αδύνατα και μπερδεμένα, τον εαυτό σου εκεί, στον τόπο σου. Ξαπλωμένο τον συναντάς το βράδυ στρωματσάδα δίπλα σε θολές μορφές παιδικών συντρόφων, μ’ ένα αδύναμο του δωματίου φως που τρεμοπαίζει, μάλλον από κάποια λάμπα πετρελαίου και μια γνωστή φωνή, ξαφνικά, με τόνο προστακτικό να προκαλεί σιγή. Έλα, κλείσε τα μάτια, κοιμήσου, συνάντησε ό,τι διασώζεται. Από τη πρώτη, τη πρώτη πρώτη μνήμη.
Πόσο δύσκολος ήταν αυτός ο Χειμώνας, πόσο παράξενος; Για τον καθένα χωριστά, για όλους μαζί. Και οι ανηφόρες συνεχίζονται καθώς η αλλαγή της Εποχής – το πέρασμα από την Άνοιξη στο Καλοκαίρι- δεν αρκεί για να φτιάξουν τα πράγματα. Χρειάζεται αλλαγή νοοτροπιών, συστηματοποίηση προσπαθειών και πολύς κόπος για να περάσουμε στην πραγματική… «Αλλαγή Εποχής» που έχει ανάγκη ο τόπος μας.
Ένα μεγαλούτσικο κτήμα είναι στη μέση του χωριού. Χώμα και τοιχαλάκια. Μα στο πάνω πεζούλι δεσπόζουν δυο τεράστιες βελανιδιές η μια κολλητά στην άλλη. Τριγύρω τους μεγαλώσαμε, πότε κρυβόμασταν από τους γονείς, πότε σκαρφαλώναμε στους κορμούς, πότε βγάζαμε φωτογραφία τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που παιχνίδιζαν ανάμεσα στα κλαριά...